Ούτε θα μεμψιμοιρίσουμε για το κόστος της. Μας δίδεται όμως η ευκαιρία να προβούμε σε κάποιες επισημάνσεις σχετικά με την άμυνα της χώρας και την εξέλιξη του εξοπλιστικού μας προγράμματος συνολικά.
Πριν όμως πάμε σε αυτό, είναι σκόπιμο να επισημάνουμε το μεγάλο πρόβλημα του προσωπικού. Έγιναν κάποια θετικά βήματα όσον αφορά στην βελτίωση των αποδοχών των στρατιωτικών. Όμως το ηθικό δεν έχει επανέλθει στο επίπεδο που ήταν κάποτε. Τα στελέχη εξακολουθούν να παραιτούνται και η προσέλευσις υποψηφίων είτε αξιωματικών και υπαξιωματικών, είτε ακόμη και επαγγελματιών οπλιτών, παραμένει χαμηλή.
Και με θητεία εννέα και 12 μηνών ούτε οι μονάδες στελεχώνονται επαρκώς ούτε αξιόπιστη εφεδρεία μπορεί να διαμορφωθεί. Πόσω μάλλον που η εφεδρεία είχε εγκαταλειφθεί για δεκαετίες…
Αλλά για να επανέλθουμε στα εξοπλιστικά. Οι τέσσερεις σύγχρονες φρεγάτες προσθέτουν σημαντικές δυνατότητες στο Πολεμικό Ναυτικό. Όμως η δομή δυνάμεων προβλέπει 13 πλοία αυτής της κατηγορίας, για να μπορεί ο Στόλος να ανταποκρίνεται στην αποστολή του. Και τα υπόλοιπα είναι ηλικίας 30 έως και 47 ετών. Τόσο η διατήρησίς τους σε ενέργεια όσο και κάποιες ιδέες περί εκσυγχρονισμού τους συνιστούν ημίμετρα.
Πληρώνουμε τώρα την εγκατάλειψη των Ενόπλων Δυνάμεων, όχι μόνον κατά την περίοδο της κρίσεως αλλά και χρόνια πριν. Να θυμίσουμε ότι υπήρχε απόφασις του ΚΥΣΕΑ του 2007 για αγορά φρεγατών Fremm (του προδρόμου μοντέλου της Belharra) και τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης. Αποφάσεις που ουδέποτε ετέθησαν σε εφαρμογή. Έτσι τώρα τρέχουμε να καλύψουμε κενά. Αν από τότε είχαν αγορασθεί τέσσερεις Fremm και είχαν εκσυγχρονισθεί τέσσερεις ΜΕΚΟ (υπήρχε σχετική απόφασις), σήμερα, με τις τέσσερεις Belharra, θα ήμασταν στο προσδωκόμενο επίπεδο.
Και το πρόβλημα δεν σταματά εδώ. Τα ταχέα σκάφη –και κατά κύριον λόγον τα πυραυλοφόρα, ξεπερνούν τα 20 έτη της ηλικίας τους. Κάτι πρέπει να γίνει και για αυτά. Καλή είναι η τοποθέτησις πυραύλων Spike σε κάποια περιπολικά, αλλά δεν λύνεται το πρόβλημα. Και έπονται τα υποβρύχια, τα πλοία αμφιβίων επιχειρήσεων, τα πλοία ναρκοπολέμου που επίσης πρέπει να μπούν σε πρόγραμμα αντικαταστάσεως. Ευτυχώς που χάρη στις δωρεές εφοπλιστών έχουμε πλοία υποστηρίξεως.
Εν πάση περιπτώσει, ελπίζουμε πλέον να ακολουθηθεί ένα πρόγραμμα ώστε να μην ξαναμείνουμε πίσω. Να διευκρινίσουμε πάντως ότι οι αναφορές μετά την απόφαση του ΚΥΣΕΑ στην δυνατότητα των φρεγατών να φέρουν βαλλιστικούς και άλλους πυραύλους προσβολής χερσαίων στόχων ελάχιστα έχουν να κάνουν με την αποστολή τους. Τα πολεμικά πλοία προορίζονται για την άσκηση θαλασσίου ελέγχου και την προστασία κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Η προσβολή στόχων βαθειά στην εχθρική ενδοχώρα είναι αποστολή της Πολεμικής Αεροπορίας, η οποία διαθέτει και τα κατάλληλα πυρομαχικά.
Δεν έχει λοιπόν κανένα νόημα να μειώνονται οι δυνατότητες αεραμύνης και προσβολής ναυτικών στόχων των πλοίων μας, προκειμένου να αποκτήσουν όπλα προσβολής ξηράς που είναι εκτός της αποστολής τους και εκτός του τακτικού δόγματος επιχειρήσεων.
Απ’ εναντίας πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι χρειαζόμαστε τον Στόλο προκειμένου να επιβάλλουμε την παρουσία μας και να αποτρέψουμε την επιβολή τετελεσμένων όπως το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο. Η κατάργησις του παρανόμου αυτού μνημονίου θα επιτευχθεί μόνον διά της ισχύος, διά της ναυτικής ισχύος. Αν νομίζει κανείς ότι θα τελεσφορήσουν οι διαπραγματεύσεις με την Λιβύη (τις οποίες πάντως καλώς διεξάγουμε) για την οριοθέτηση ΑΟΖ, μάλλον δεν γνωρίζει τα δεδομένα της διεθνούς διπλωματίας.
Και κάτι τελευταίο. Κάποτε οι φρεγάτες και τα υποβρύχιά μας ναυπηγούντο στην Ελλάδα. Με βάση σχέδια ξένων οίκων, αλλά πάντως η κατασκευή των πλοίων γινόταν εδώ. Ομοίως πάμπολλα συστήματα και πυρομαχικά των Ενόπλων Δυνάμεων κατασκευάζονταν εδώ με την αμυντική βιομηχανία να έχει μετατραπεί σε «ατμομηχανή» για την οικονομία της χώρας. Σήμερα οι δυνατότητές της είναι κατά πολύ υποδεέστερες αυτών που είχε κατά την δεκαετία του ’80. Αυτό θα έπρεπε να απασχολεί, όχι μόνον το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, αλλά ολόκληρη την Κυβέρνηση. Ιδιαιτέρως όταν έχουμε απέναντί μας μια Τουρκία, που ξεκίνησε από το μηδέν πριν από 50 περίπου χρόνια και σήμερα είναι 11η στην παγκόσμια κατάταξη.
(από την εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ»)