Ισραήλ: Ο Τραγικός «Χορός» Νετανιάχου-Χαμάς και η Ελλάδα

Ισραήλ: Ο Τραγικός «Χορός» Νετανιάχου-Χαμάς και η Ελλάδα
του Γιώργου Παπανικολάου
Τετ, 24 Σεπτεμβρίου 2025 - 08:31

Καθώς πλησιάζουμε τα δύο χρόνια από την έναρξη των εχθροπραξιών στη Γάζα, καμία ρεαλιστική λύση δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Ήταν κάτι προβλέψιμο από την αρχή, όπως επισημάναμε στο τέλος Οκτωβρίου του 2023 (Πες μου πώς τελειώνουν: Το μεγάλο ερώτημα για τις συρράξεις σε Ουκρανία-Ισραήλ), καθώς η κυβέρνηση Νετανιάχου έθετε ως στόχο την «ολοκληρωτική εξάρθρωση» της Χαμάς.

Όπως είχαμε σημειώσει και λίγο καιρό αργότερα, το Ισραήλ προσπαθεί στη Γάζα «να πιάσει τον αέρα». Στην ουσία, πολεμά μια ιδέα με βαθιές ρίζες δεκαετιών. Την οποία, όπως έχει φανεί μέσα από δεκαετίες αντάρτικων κινημάτων διεθνώς (με ή χωρίς τρομοκρατικά χαρακτηριστικά), είναι εξαιρετικά δύσκολο -έως και ακατόρθωτο- να σβήσει, ασκώντας τις αδιαμφισβήτητες στρατιωτικές του ικανότητες.

Αυτά είναι μάλλον αφελές να υποθέσει κάποιος ότι ήταν άγνωστα στην ηγεσία του Ισραήλ. Υπάρχουν πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι, που οδήγησαν σε μια διετή πορεία, με κατάληξη την τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή στη Γάζα, σε βαθμό που οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΟΗΕ (και όχι μόνο αυτές) να τη χαρακτηρίζουν ως γενοκτονία.

Η στρατηγική στόχευση της Χαμάς και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις

Με τη μαζική τρομοκρατική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου του 2023 οι φανατικοί της Χαμάς πέτυχαν τριπλό στόχο: Έδειξαν ότι ο αντίπαλος δεν είναι άτρωτος, ότι μπορεί να υποστεί σοβαρά πλήγματα στην καρδιά των εδαφών του, οδήγησαν τη σκληροπυρηνική κυβέρνηση Νετανιάχου να αντιδράσει με τρόπο ανεξέλεγκτο και, μέσω αυτού, ανέτρεψαν την τροχιά συναίνεσης με το Ισραήλ, στην οποία κατευθύνονταν οι αραβικές χώρες, με τις Συμφωνίες του Αβραάμ.

Για την κυβέρνηση Νετανιάχου, που ήδη αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό, η ζημιά της 7ης Οκτωβρίου ήταν τεράστια. Προκειμένου να αποφύγει τις βαριές ευθύνες της, αλλά και να αποκαταστήσει την εικόνα της παντοδυναμίας του Ισραήλ, προσπάθησε να εκτονώσει τη δυσαρέσκεια και την οργή της κοινής γνώμης, με τη σκληρότερη δυνατή στάση απέναντι στη Χαμάς, στους Παλαιστίνιους και τους περιφερειακούς αντιπάλους όπως η Χεζμπολάχ και το Ιράν.

Ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι από στρατιωτικής πλευράς, οι περισσότεροι στόχοι επιτεύχθηκαν. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η Χαμάς και η Γάζα, όπως και η Δυτική Όχθη, βρίσκονται στον πυρήνα του παλαιστινιακού ζητήματος, η επίλυση του οποίου υπερβαίνει τα στρατιωτικά μέσα.

Ήδη από τον πρώτο χρόνο, κατέστη σαφές ότι οι εκατόμβες αμάχων μπορεί να πλήττουν και τη Χαμάς, δημιουργούν όμως, μέσω της τραγωδίας, την επόμενη γενιά φανατικών εχθρών του Ισραήλ, σε έναν αέναο κύκλο αντεκδίκησης, που εξυπηρετεί την «ιδεολογία» της παλαιστινιακής οργάνωσης και του διεθνούς ισλαμισμού.

Το γνώριζαν αυτό και οι ειδικοί αναλυτές της Δύσης, άρα και οι πολιτικές ηγεσίες της. Ήλπιζαν όμως ότι το μακελειό θα σταματήσει σύντομα, υπό την πίεση των ΗΠΑ. Λογάριαζαν λάθος.

Μετά και την εκλογή του προέδρου Τραμπ στις ΗΠΑ, εκδηλώθηκε απροκάλυπτα η επιθυμία της κυβέρνησης Νετανιάχου να εξαλείψει την παλαιστινιακή παρουσία στη Γάζα (χαρακτηριστικό το σχέδιο Τραμπ για μια Ριβιέρα της Μέσης Ανατολής), ενώ τα πλέον φανατικά στοιχεία της κυβέρνησής του (που ασκούν μεγάλη επιρροή και στην κοινωνία) συνέχισαν να προωθούν συστηματικά τον περαιτέρω εποικισμό της Δυτικής Όχθης.

Στη Γάζα, η Χαμάς συνεχίζει φανατικά να αντιστέκεται, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση συμβιβασμού, χορεύοντας πρόθυμα στον ρυθμό των σκληροπυρηνικών του Νετανιάχου. Οι ηγέτες της θεωρούν ότι ο χρόνος είναι μαζί τους κι ότι η «μαρτυρία» χιλιάδων αθώων Παλαιστινίων είναι η καλύτερη υποθήκη για το μέλλον του «αγώνα».

Οι επιδιώξεις Νετανιάχου και οι βαθύτερες διαστάσεις της διαμάχης

Κατόπιν όσων έχουν συμβεί και συνεχίζουν να συμβαίνουν, προκύπτει ότι η ιδανική λύση για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση του Ισραήλ (όπως και για σημαντικό μέρος της εγχώριας κοινής γνώμης, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς), θα ήταν η εκδίωξη των Παλαιστινίων όχι μόνο από τη Γάζα αλλά και από τη Δυτική όχθη, ή τουλάχιστον από ένα μεγάλο μέρος της.

Γιατί; Διότι θεωρούν πως η δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, που θα συνορεύει με το Ισραήλ, έστω και χωρίς ικανές στρατιωτικές δυνάμεις, θα ενίσχυε τον αλυτρωτισμό και πιθανώς θα παρείχε σε ένοπλες και τρομοκρατικές ομάδες, ορμητήριο και καταφύγιο.

Έχουν πολλάκις συμβεί αυτά σε παραπλήσιες περιπτώσεις διεθνώς, ενώ η φονική επίθεση της 7ης Οκτωβρίου από τη Γάζα, μια περιοχή που υποτίθεται ήταν απολύτως φυλασσόμενη, ήρθε να επιβεβαιώσει τις συγκεκριμένες απόψεις.

Για να δούμε λοιπόν το πρόβλημα σε όλες του τις διαστάσεις, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι:

Α) έχουμε δύο λαούς που διεκδικούν ταυτόχρονα ως ιστορικό «πατρώο έδαφος» την ίδια έκταση, ενώ η αιματοχυσία μεταξύ τους έχει ξεκινήσει από την αραβική εξέγερση του 1936-39, 12 χρόνια πριν ιδρυθεί το κράτος του Ισραήλ! Πλησιάζουμε δηλαδή τον ένα αιώνα συγκρούσεων, με τους φανατικούς των δύο πλευρών να βρίσκονται στο τιμόνι.

Β) Οι λοιπές αραβικές χώρες δεν έχουν πρόθεση να παραχωρήσουν εδάφη ή να δεχθούν ως πρόσφυγες περαιτέρω παλαιστινιακούς πληθυσμούς, ούτε όμως και να συγκρουστούν τώρα με το Ισραήλ.

Γ) Η συντριπτική πλειονότητα των κρατών-μελών του ΟΗΕ, μεταξύ αυτών και χώρες από τον πυρήνα της Δύσης, υποστηρίζουν πλέον ανοιχτά τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, αναγνωρίζοντάς το εκ των προτέρων, σε μια διαδικασία που κορυφώνεται αυτό το διάστημα. Ωστόσο, ουδείς έχει προδιαγράψει πειστικά (παρά τις προσπάθειες που ξεκίνησε ο Κλίντον ήδη από το 2000), πού, πώς και με ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε αυτή η προοπτική να αποκτήσει ρεαλιστικά χαρακτηριστικά.

Με αυτά τα δεδομένα, για όσο βρίσκεται στην ηγεσία της Δύσης ο Ντόναλντ Τραμπ, η κυβέρνηση του Ισραήλ φαίνεται ότι θα έχει την απαιτούμενη κάλυψη να κατοχυρώσει θέσεις, ενόψει της όποιας «επόμενης μέρας», όσο κοντά ή μακριά κι αν βρίσκεται αυτή.

Στο μυαλό, άλλωστε (όχι μόνον αυτής) της κυβέρνησης βρίσκεται το γεγονός ότι μπορεί να πετύχει πολλές νίκες, αρκεί όμως μια μεγάλη ήττα για τεθεί σε αμφιβολία η επιβίωση του κράτους. Αυτή είναι η συνέπεια του μικρού μεγέθους και της έλλειψης «στρατηγικού βάθους», αλλά και ο λόγος που το Ισραήλ δρα συνήθως μαξιμαλιστικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ενεργεί αλάθητα.

Αντιθέτως, οι ενέργειες στη Γάζα και οι απανωτές επιθέσεις σε τρίτες χώρες ενδέχεται να αποδειχθούν στο προσεχές μέλλον σοβαρά στρατηγικά λάθη, επηρεάζοντας δυσμενώς το ευρύτερο γεωπολιτικό -και διπλωματικό- περιβάλλον, μέσω και των επιπτώσεων στη διεθνή κοινή γνώμη.

Το πλήγμα για τη Δύση και η θέση της Ελλάδας

Για τη Δύση πάντως και την «παγκόσμια τάξη με κανόνες», τα όσα συμβαίνουν αποτελούν βαρύ πλήγμα αξιοπιστίας, αναδεικνύοντας αυτό που ο Παγκόσμιος Νότος αποκαλεί «υποκρισία της Δύσης» και κανόνες που ισχύουν μόνο για τους… υπόλοιπους.

Έτσι εξηγείται και η καθυστερημένη, έστω και με μισή καρδιά, αντίδραση μεγάλου μέρους των ευρωπαϊκών ηγεσιών, απέναντι στην ανθρωπιστική καταστροφή που συντελείται, είτε την αποκαλεί γενοκτονία είτε όχι.

Ουδεμία από τις ηγεσίες των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών ανέμενε ότι ένα σύμμαχο, δημοκρατικό και πολιτισμένο κράτος, με μνήμες πρωτοφανούς διωγμού, θα μπορούσε να καταφύγει στη χρήση τόσο ολοκληρωτικών μεθόδων.

Ακόμη και σήμερα, η αμηχανία τους είναι έκδηλη (ιδίως στη Γερμανία, όπου η συλλογική ενοχή του παρελθόντος συγκρούεται πια με τον κίνδυνο συν-ενοχής του σήμερα), καθώς βλέπουν ότι και η αμερικανική προεδρία αδιαφορεί για το παλαιό καθεστώς της διεθνούς τάξης, το οποίο εκείνες προσπαθούν (μάλλον μάταια), κάπως να περισώσουν.

Οι περαιτέρω εξελίξεις είναι δύσκολο να προβλεφθούν καθώς εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη στάση του Ντόναλντ Τραμπ, τις εξελίξεις στη διεθνή και την αμερικανική κοινή γνώμη, όπως και από τις ήδη σημαντικές αντιδράσεις στο εσωτερικό του Ισραήλ. Το μέλλον είναι άδηλο και ενδεχομένως επικίνδυνο.

Ειδικά για την Ελλάδα, όμως, τα όσα συμβαίνουν και οι μελλοντικές τους επιπτώσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία. Το Ισραήλ έχει εξελιχθεί στον σημαντικότερο σύμμαχο της χώρας στην ευρύτερη περιοχή και πρέπει να παραμείνει έτσι, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων, ελλείψει σοβαρών εναλλακτικών. Έστω κι αν στην τρέχουσα συγκυρία τα όσα συμβαίνουν μειώνουν την επιδραστικότητα του Ισραήλ, σε άλλα ζητήματα που μας αφορούν, ή αν στο μέλλον, η ένταση αυτής της συμμαχίας εξαρτηθεί και από τον βαθμό αντιπαλότητάς του με την Τουρκία.

Προσώρας, η κυβέρνηση προσπαθεί να ισορροπήσει, χωρίς να διαταράξει σχέσεις και με ισλαμικές χώρες, ακολουθώντας μια τακτική που προσομοιάζει με άλλων ευρωπαϊκών χωρών, με τις οποίες άλλωστε συνηθίζει να ταυτίζεται. Σίγουρα είναι δύσκολο αυτό για μια κυβέρνηση που επικαλείται σε κάθε δεύτερη φράση το «διεθνές δίκαιο». Ευτυχώς, θα λέγαμε, στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται να πρυτανεύει ο ρεαλισμός των διεθνών σχέσεων.

Μπορεί η τακτική της να προκαλεί ένα μέρος της κοινής γνώμης, που εναντιώνεται βλέποντας τα όσα απάνθρωπα συμβαίνουν στη Γάζα, αλλά η χώρα μας στη σημερινή συγκυρία «μετράει συμμαχίες», σε σχέση με την Τουρκία. Η κυβέρνηση, αν και δεν το ομολογεί, αισθάνεται ότι χάνει έδαφος κι ότι δεν έχει την πολυτέλεια να διακινδυνεύσει τις ζωτικές σχέσεις της. Ιδίως ενόσω η προεδρία Τραμπ στέκεται σταθερά πίσω από το Ισραήλ.

Δύσκολο να αμφισβητηθεί ρεαλιστικά η στάση της.

(από euro2day.gr)

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr

Διαβάστε ακόμα