έχει πλέον γυρίσει μπούμερανγκ, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το μέλλον της κινεζικής οικονομίας.
Αν μπορούσε κανείς να εξετάσει τα παραδοσιακά και ψηφιακά μίντια της Κίνας, θα παρατηρούσε μία λέξη που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά τις τελευταίες εβδομάδες. Πρόκειται για τον όρο ‘内卷’ (neijuan), η δημοφιλία του οποίου αρχίζει να αποτελεί τον νέο πονοκέφαλο για την κινεζική ηγεσία. Στη διεθνή κάλυψη έχει κυριαρχήσει ο όρος ‘involution’, ενώ προς το παρόν δεν υπάρχει συναίνεση για την ελληνική μετάφραση του όρου, με ορισμένους να προτιμούν επιλογές όπως ‘αναδίπλωση’, ‘οπισθοδρόμηση’, ή ‘υποχώρηση’. Ξεχωριστά, οι δύο κινεζικοί χαρακτήρες σημαίνουν ‘εσωτερικός’ και ‘ρολό’, ενώ ο συνδυασμός τους ορίζεται πλέον ως ‘εσωτερικός ανταγωνισμός’. Σε αντίθεση, όμως, με αυτό που θα ονόμαζε κανείς ως εγχώριο ανταγωνισμός, ο 内卷 είναι πολύ πιο επικίνδυνος.
Για να καταλάβει κανείς την πλήρη σημασία της λέξης αυτής, οφείλει να μελετήσει το κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης. Για πολλές δεκαετίες, η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας βασιζόταν στον κατασκευαστικό τομέα, τόσο προς την ιδιωτική χρήση όπως κατοικίες, γραφεία κτλ, όσο και προς τη δημόσια όπως αυτοκινητόδρομοι, σιδηρόδρομοι κτλ. Με την κατασκευαστική φούσκα να σκάει μετά το 2021, η βιομηχανική παραγωγή μετατράπηκε στην ατμομηχανή της κινεζικής οικονομίας. Αυτή η μεταστροφή δεν ήταν τυχαία, αλλά ευθυγραμμιζόταν και με την πολιτική του Προέδρου Σι να αναδείξει την Κίνα στον κυρίαρχο παραγωγό σε τομείς αιχμής και να αναβαθμίσει το κύρος της ετικέτας “Made in China”. Στο πλαίσιο αυτό υπήρξαν ορισμένοι κλάδοι που θεωρήθηκαν ύψιστης σημασίας: η ηλεκτροκίνηση και τα φωτοβολταϊκά.
Διαβάζοντας ορθώς τα σημάδια των αγορών, το Πεκίνο επένδυσε σοβαρά στην πράσινη μετάβαση, καταφέρνοντας να κυριαρχήσει κατά την τελευταία δεκαετία. Η ηλεκτροκίνηση και τα φωτοβολταϊκά συνιστούν τους δύο τομείς όπου οι Κινέζοι παραγωγοί έχουν εξασφαλίσει την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία, θέτοντας τους κατασκευαστές από άλλες χώρες στο περιθώριο. Το βασικό πλεονέκτημα της Κίνας ήταν οι οικονομίες κλίμακος— χάρη στις κρατικές επιδοτήσεις, οι κινεζικές επιχειρήσεις μπορούσαν να αναπτύξουν την παραγωγή τους πολύ γρήγορα και να πωλούν τα προϊόντα τους πολύ φθηνά σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους στο εξωτερικό. Όμως αφού επικράτησαν έναντι των ξένων ανταγωνιστών, η μάχη για το ποιος θα ελέγξει τη μερίδα του λέοντος εντός και εκτός Κίνας μεταφέρθηκε μεταξύ των κινεζικών εταιρειών.
Το 内卷 περιγράφει στην πραγματικότητα τον φαύλο κύκλο που έχει παγιωθεί εξαιτίας του ανηλεούς πολέμου τιμών μεταξύ των Κινέζων παραγωγών, έχοντας ως συνέπεια την εξαφάνιση των πιο αδύναμων παικτών. Στην ηλεκτροκίνηση, οι κινεζικές επιχειρήσεις που παρήγαγαν EVs ή HEVs μειώθηκαν από 500 σε 129 από την αρχή της κρίσης, με τους αναλυτές να προβλέπουν πως οι επιζήσαντες θα είναι μόλις 12 μέχρι το 2030. Στα φωτοβολταϊκά, η κινεζική παραγωγική ικανότητα για το 2024 ήταν διπλάσια της παγκόσμιας ζήτησης, με τα έσοδα των κατασκευαστών να έχουν πέσει σε ανησυχητικά επίπεδα. Αυτοί οι δύο κλάδοι είναι μεν οι πιο χαρακτηριστικοί, αλλά δεν είναι οι μοναδικοί όπου καταγράφεται αυτό το πρόβλημα. Τομείς όπως ο άνθρακας, το λίθιο, και ο χάλυβας παρουσιάζουν παρόμοια εικόνα.
Η κατάσταση αυτή έχει ανησυχήσει όχι μόνο τους ανθρώπους της αγοράς, αλλά και την κινεζική ηγεσία. Για πολλά χρόνια, το Πεκίνο δεν ήθελε να αναγνωρίσει το ζήτημα της πλεονάζουσας παραγωγής, φοβούμενο ότι έτσι θα παραδεχόταν εμμέσως και τις κατηγορίες των δυτικών κυβερνήσεων για τις εμπορικές πρακτικές του. Όμως, η πραγματικότητα των τελευταίων μηνών δεν μπορούσε να αποφευχθεί για πολύ ακόμα. Στις 30 Ιουλίου, το Πολίτμπιρο του Κομμουνιστικό Κόμματος συνεδρίασε προκειμένου να αποφασίσει το ποια προσέγγιση θα ακολουθήσει. Εντέλει, το Πεκίνο προτίμησε την έναρξη ελέγχων προκειμένου να περιορίσει την πλεονάζουσα παραγωγή, ασκώντας παράλληλα έντονη κριτική τόσο προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις που αποτελούν μέρος του προβλήματος, όσο και τις περιφερειακές διοικήσεις που χρηματοδοτούν αυτές τις πρακτικές.
Το φρενάρισμα του 内卷 θεωρείται πλέον ζήτημα επιβίωσης για την κινεζική οικονομία. Η πλεονάζουσα παραγωγή οδηγεί σε μείωση τιμών που οδηγεί σε μείωση εσόδων που οδηγεί σε απολύσεις εργαζομένων και αποπληθωριστικές τάσεις. Με το Πεκίνο να βρίσκεται εν μέσω ενός εμπορικού πολέμου εναντίον της Ουάσιγκτον και τους διεθνείς αναλυτές να προβλέπουν κλιμάκωση του ανταγωνισμού σε ένοπλη σύγκρουση μέχρι το τέλος της δεκαετίας, η κινεζική ηγεσία δεν μπορεί να ανεχθεί μία οικονομική ύφεση επί του παρόντος.
Πιο κρίσιμα, οι οικονομικές πιέσεις θα προστίθονταν στο ευρύτερο κλίμα δυσαρέσκειας που καλλιεργείται τα τελευταία χρόνια στην κινεζική κοινωνία. Παραδόξως, η έννοια 内卷 δεν εμφανίστηκε πρώτη φορά στις οικονομικές ειδήσεις, αλλά στις κοινωνικές. Οι νέοι Κινέζοι πτυχιούχοι περνούν δύο δεκαετίες σπουδάζοντας σκληρά προκειμένου να αποφοιτήσουν και να μείνουν άνεργοι ή να εργαστούν σε ιδιαίτερα δυσχερείς συνθήκες— γνωστές και ως 996, δηλαδή από τις 09:00 το πρωί μέχρι τις 09:00 το βράδυ για 6 ημέρες την εβδομάδα. Με την πανδημία να αλλάζει τις προτεραιότητες των ανθρώπων και τις προοπτικές για το «κινεζικό όνειρο» να περιορίζονται, οι πολίτες της Κίνας άνοιξαν τον δρόμο για την αποδόμηση του ευρύτερου κοινωνικού μοντέλου που είχε οικοδομηθεί από το 1978 και μετά.