το μέλλον της αγοράς φυσικού αερίου, τα στελέχη στον κλάδο του πετρελαίου προσπαθούν να εντοπίσουν μία λύση για την πιο τρομακτική κρίση των τελευταίων ετών. Όπως αναδεικνύουν τα στοιχεία, η αγορά πετρελαίου βρίσκεται κοντά στα χαμηλά της πανδημίας, με τους αναλυτές να μην βλέπουν κάποια ρεαλιστική διέξοδο. Η πηγή του προβλήματος είναι η μειωμένη ζήτηση, η οποία έχει οδηγήσει στη στασιμότητα των τιμών του πετρελαίου από το 2024 και δεν φαίνεται να αντιστρέφεται σύντομα. Παράλληλα, η κατάσταση των τιμών έχει προκαλέσει ανησυχία στους παραγωγούς, με τον OPEC+ να αποφασίζει να προχωρήσει σε έναν πόλεμο τιμών προκειμένου να βγάλει τους ανταγωνιστές εκτός αγοράς.
Η στρατηγική αυτή απειλεί πρωτίστως τις ΗΠΑ, η σχιστολιθική παραγωγή των οποίων έχει πολύ υψηλότερα λειτουργικά κόστη σε σύγκριση με άλλες χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία. Σύμφωνα με τα στατιστικά της αγορά, οι ενεργές γεωτρήσεις επί αμερικανικού εδάφους έχουν πέσει στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας τετραετίας, με τις μικρότερες επιχειρήσεις να νιώθουν τις μεγαλύτερες πιέσεις καθώς δεν έχουν αποθέματα ρευστότητας, ούτε διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο.
Από την άλλη πλευρά, οι μεγάλες πετρελαϊκές αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα. Με τα κέρδη να περιορίζονται, εταιρείες όπως η BP και η Chevron έχουν προαναγγείλει περικοπές στις θέσεις εργασίες. Η ταχύτατη ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης έχει συνεισφέρει σε αυτή την εξέλιξη, με τα Διοικητικά Συμβούλια να προτιμούν τους αλγορίθμους για όσα καθήκοντα μπορούν να αυτοματοποιηθούν. Για τις θέσεις όπου η ανθρώπινη εμπλοκή παραμένει απαραίτητη, η ανάθεση εργολαβιών ακόμα και σε εταιρείες εκτός ΗΠΑ αποτελεί μία δημοφιλή επιλογή. Ταυτόχρονα, αρκετές πετρελαϊκές έχουν περιορίσει δραστικά τους επενδυτικούς προϋπολογισμούς τους, καθιστώντας την ανάπτυξη ακόμα πιο δύσκολη. Ο μοναδικός τομέας όπου τα Διοικητικά Συμβούλια δεν μπορούν να κάνουν “εκπτώσεις” είναι τα προγράμματα επαναγοράς μετοχών, υπό τον φόβο πως οι χρηματιστηριακές αξίες τους θα πληγούν, οδηγώντας σε πιθανές αποστασίες των ισχυρότερων μετόχων.
Ακόμα και οι θιασώτες του πολέμου, όπως το Ριάντ και η Μόσχα, δέχονται πιέσεις. Παρά το φθηνότερο κόστος της παραγωγής τους, οι προϋπολογισμοί αυτών των κυβερνήσεων στηρίζονται στα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου. Αυτό σημαίνει πως ναι μεν οι Αμερικάνοι ανταγωνιστές τους υποφέρουν, ωστόσο και οι ίδιοι αντιμετωπίζουν σοβαρά ζητήματα δημοσιονομικής επιβίωσης. Η Σαουδική Αραβία έχει ήδη καταφύγει στον μαζικό δανεισμό, έχοντας και το επιπλέον βάρος της χρηματοδότησης του υπερ-φιλόδοξου Vision 2030.
Η εικόνα στη Ρωσία είναι αρκετά πιο ανησυχητική, με την Κεντρική Τράπεζα να προειδοποιεί για τις επιπτώσεις των συνεχιζόμενων χαμηλών τιμών του αργού και ορισμένους πιο τολμηρούς να ψιθυρίζουν πως η τρέχουσα κρίση θυμίζει εκείνη στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ένας από τους παράγοντες που άνοιξε τον δρόμο για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αναλυτές προβλέπουν περαιτέρω πτώση των τιμών στο άμεσο μέλλον. Οι Wood Mackenzie και FGE δηλώνουν με βεβαιότητα πως το αργό θα πέσει κάτω από τα 60 δολάρια εντός του 2026, κινούμενο μεταξύ 50-60 δολαρίων για το προσεχές διάστημα. Αυτό θα σήμαινε πως τα περισσότερα σχιστολιθικά πηγάδια στις ΗΠΑ που χρειάζονται τιμές άνω των 65 δολαρίων, θα σταματούσαν τη λειτουργία τους. Μία δραματική αποκλιμάκωση της αμερικανικής παραγωγής θα βοηθούσε με τον περιορισμό της πλεονάζουσας διαθεσιμότητας, προκαλώντας όμως ένα ντόμινο συνεπειών για την ήδη ασθμαίνουσα αμερικανική οικονομία.
Προβλέποντας χρόνια πριν πως τα περιθώρια ανάπτυξης του πετρελαίου ήταν περιορισμένα, αρκετές πετρελαϊκές είχαν αρχίσει να δίνουν έμφαση στο φυσικό αέριο. Και παρόλο που η ζήτηση, τόσο από αγωγούς, όσο και για LNG, παραμένει ισχυρή προς το παρόν, ο έτερος υδρογονάνθρακας δεν συνιστά την πανάκεια της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων. Ορισμένοι άνθρωποι της αγοράς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ώστε να αποφευχθούν οι ίδιες αστοχίες με εκείνες στον πετρελαϊκό τομέα. Μόλις χθες, ο CEO της TotalEnergies, Πατρίκ Πουγιαννέ, εξέφρασε τις ανησυχίες του για την παγίωση ενός νέου φαύλου κύκλου πλεονάζουσας παραγωγής, αυτή τη φορά για το φυσικό αέριο.