της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ (GSI) κρίνεται, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, εντός του Σεπτεμβρίου που ξεκίνησε σήμερα, Δευτέρα.
Η σημασία της ολοκλήρωσης του πολύπαθου έργου που λιμνάζει μέσα σε στάσιμα νερά αβεβαιότητας, έλλειψης πολιτικής βούλησης, και ενδεχομένως, ενός κάποιου φόβου για μια πιθανή επιθετική εμπλοκή της Τουρκίας (εξαιρείται η χρηματοδότηση που παρέχεται «γενναία» από την Ε.Ε.) είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία έχει διαμηνύσει σε όλους τους τόνους ότι η διασύνδεση θα γίνει.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε αναφερθεί στο θέμα για να τονίσει ο GSI θα ξεκινήσει με τον «ένα ή τον άλλο τρόπο», αλλά και “όταν οι γεωπολιτικές συνθήκες είναι κατάλληλες και κλείσουν οι τελικές εκκρεμότητες με την Κύπρο.”
Ο πρωθυπουργός αναφερόταν στο θέμα της «δίκαιης» ανάκτησης κόστους για τους καταναλωτές σε Ελλάδα και Κύπρο, που έχει βραχυκυκλώσει την πρόοδο του έργου με ευθύνη της Λευκωσίας και προκαλεί ένταση στις σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα δήλωσε στην αρχή Αυγούστου, ο Κύπριος υπουργός Ενέργειας, Γιώργος Παπαναστασίου, δηλαδή, ότι ο ΑΔΜΗΕ διεκδικούσε δαπάνες ύψους 250 εκατ. ευρώ, ενώ η ΡΑΕΚ, με τον σύμβουλο της, αντέτεινε ότι αυτές συμποσούνται στα 82 εκατ. ευρώ.
Αυτό σε ό,τι αφορά στα “technicalities” της υπόθεσης, επειδή υπάρχει πάντα και ο παράγων Τουρκία που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από την κυπριακή πλευρά κατά τα προηγούμενα έτη, ως αφορμή για την αντίθεσή της στην ολοκλήρωση του έργου, αλλά και κατά πως φάνηκε από τις εξελίξεις και από την ελληνική πλευρά, που ανέκρουσε πρύμνα τέτοιες μέρες το 2024 εξαιτίας των επιθετικών ενεργειών του τουρκικού πολεμικού ναυτικού που υποχρέωσε το ιταλικό ερευνητικό σκάφος που εκτελούσε εργασίες στην περιοχή της Κάσου να εγκαταλείψει την περιοχή.
Σημειώνουμε ότι αυτά τα επεισόδια λειτούργησαν ως πολλαπλασιαστές των κυπριακών αναφορών περί «πολιτικού ρίσκου» (εξαιτίας, υποτίθεται της συμπεριφοράς των Τούρκων) για τη συνέχιση του έργου, που δε θα δικαιολογούν την ανάκτηση του κόστους για τους Κύπριους καταναλωτές, από την έναρξη των εργασιών και όχι από την ολοκλήρωση του έργου.
Μια πιθανή λύση για την απομάκρυνση αυτού του εμποδίου, ως πρόφαση για την λήψη της τελικής απόφασης για την Λευκωσία, θα ήταν μια πιο αποφασιστική κίνηση με διττό, διπλωματικό και στρατιωτικό χαρακτήρα, από πλευράς Αθηνών, επί του πεδίου.

Αυτή ήρθε με την ανακοίνωση ότι στο διάστημα 15-16 Σεπτεμβρίου θα διεξαχθεί στη θαλάσσια περιοχή ΝΑ της Κάσου και της Καρπάθου, η αεροναυτική άσκηση με την κωδική ονομασία ‘’Ευνομία’’, με τη σύμπραξη μονάδων του πολεμικού ναυτικού της Ελλάδας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Κύπρου.
Η σχετική Navtex που εκδόθηκε για τις δύο περιοχές προκάλεσε την άμεση απάντηση της Άγκυρας, που έσπευσε να εκδώσει (παραδοσιακά) τη δική της παράνομη Navtex, και να υπομνήσει προς όλες τις κατευθύνσεις ότι δεν πρόκειται να υποχωρήσει από τις πάγιες θέσεις της για την περιοχή.
Αυτή τη φορά, η Ελλάδα θα εμφανιστεί στο πεδίο ενισχυμένη με μια γαλλική φρεγάτα και γαλλικά αεροσκάφη Rafale, καθώς και μονάδες του ιταλικού πολεμικού ναυτικού.
Σημειώνουμε ότι η άσκηση θα διεξαχθεί στην ίδια περιοχή που οι Τούρκοι είχαν επιχειρήσει με επιθετικές κινήσεις του πολεμικού ναυτικού τους να εμποδίσουν τη χώρα μας να προχωρήσει σε έρευνες για την πόντιση του καλωδίου με την Κύπρο.
Το κυριότερο είναι όμως ότι η «Ευνομία» θα πραγματοποιηθεί ακριβώς την περίοδο για την οποία κυβερνητικοί παράγοντες στην Αθήνα είχαν αναφερθεί ως πιθανή για την επανέναρξη των ερευνών για την πόντιση του καλωδίου.
Εφόσον όλα τούτα επιβεβαιωθούν, ίσως να αποδειχτεί η ιδανική ευκαιρία για την κυβέρνηση, σε αυτή η χρονική συγκυρία που δέχεται πυρ ομαδόν από σύσσωμη την αντιπολίτευση, για να ανακοινώσει μια «μεγάλη επιτυχία» στο μέτωπο της εθνικής κυριαρχίας.
Σε κάθε περίπτωση, το energia.gr με ένα ακόμη εμπροσθοβαρές άρθρο του (διαβάστε εδώ) είχε προϊδεάσει ότι μια τέτοια ενέργεια να αποδεικνυόταν η πιο αποτελεσματική λύση για τη συνέχιση της έρευνας για την πόντιση του καλωδίου με την Κύπρο, αφού είναι σαφές ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας σε αυτή την περιοχή, δεν εξασφαλίζονται μόνο στα χαρτιά κα στα λόγια. Χρειάζεται να υπάρξει και στρατιωτική κάλυψη.
Με αυτό τον τρόπο η χώρα μας καθιστά σαφές στο καθεστώς Ερντογάν ότι προστατεύει στην πράξη την ελληνική υφαλοκρηπίδα (και δυνητική ΑΟΖ) -ιδίως μετά και την πρωτοβουλία του Θαλάσσιου Χωρικού Σχεδιασμού, που αποφασίστηκε με γνώμονα την θεσμική ενίσχυση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε μια περίοδο κατά την οποία έχει οξυνθεί η επιθετικότητα της Άγκυρας με αφορμή τον Great Sea Interconnector.