Μία νέα “τέλεια καταιγίδα” αρχίζει να σχηματίζεται πάνω από τα ταραγμένα νερά του Ατλαντικού Ωκεανού, με επίκεντρο την ειδυλλιακή Γουϊάνα. Το μικρό κράτος της Νότιας Αμερικής και πρώην βρετανική αποικία έχει προσελκύσει ξαφνικά το διεθνές ενδιαφέρον με αφορμή τους πλούσιους φυσικούς πόρους του. Όμως η διαμάχη αυτή δεν 

περιορίζεται μόνο στην επιχειρηματική αρένα, με τους πετρελαϊκούς κολοσσούς Exxon και Chevron να διασταυρώνουν τα ξίφη τους, αλλά περνά πλέον στη γεωπολιτική αρένα, με τη Βενεζουέλα να εκδηλώνει εδαφικές απαιτήσεις έναντι του πολύ μικρότερου γείτονά της.

Όλα ξεκινούν στο θαλάσσιο οικόπεδο Stabroek, ανοιχτά των ακτών της Γουϊάνα. Εκεί, οι Exxon (45%), Hess (30%), και CNOOC (25%) ελέγχουν ένα από τα πιο αξιοζήλευτα πεδία εξορύξεων στη σύγχρονη εποχή. Τα αποθέματα υδρογονανθράκων του Stabroek ανακαλύφθηκαν για πρώτη φορά το 2015 από την Exxon, με τις σημερινές εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για 11 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και φυσικού αερίου. Επί του παρόντος, έξι πλατφόρμες εξόρυξης παράγουν περίπου 650.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, με την ελπίδα να αυξηθούν σε 1,3 εκατομμύριο βαρέλια μέχρι το 2027, βοηθώντας τη Γουϊάνα να μπει στο top 20 των μεγαλύτερων παραγωγών παγκοσμίως.

Όμως αυτό το σπάνιο φιλέτο έχει γίνει μήλον της έριδος μεταξύ Exxon και Chevron. Το 2023, η Chevron ανακοίνωσε πως εξαγοράζει την επίσης αμερικανική Hess για 53 δισεκατομμύρια δολάρια. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το 70% περίπου της αξίας της Hess προέρχεται από το μερίδιό της στην εκμετάλλευση του Stabroek, καταδεικνύοντας τη σημασία του οικοπέδου. Παρά την έγκριση των αμερικανικών ρυθμιστικών αρχών για την εξαγορά, η Exxon και η CNOOC κατέθεσαν τις ενστάσεις τους, θεωρώντας πως εφόσον είναι συνδιαχειριστές του οικοπέδου, θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα πρώτης άρνησης σε περίπτωση πώλησης του ποσοστού της Hess. Από την πλευρά τους, Chevron και Hess αρνούνται αυτή τη ρύθμιση, καθώς η πρώτη δεν αγοράζει απλώς τα δικαιώματα ενός μόνο έργου της δεύτερης, αλλά ολόκληρη την επιχείρηση και τα περιουσιακά της στοιχεία.

Η διαφωνία κατέληξε στα δικαστήρια, με τη κεκλεισμένη των θυρών διαμεσολάβηση να ξεκινά στο Λονδίνο τη Δευτέρα. Η απόφαση αναμένεται κατά το γ’ τρίμηνο του 2025 και, όπως εξηγούν οι αναλυτές, θα μπορούσε να αλλάξει τα δεδομένα στη διεθνή αγορά ορυκτών καυσίμων. Η Exxon αποτελεί διαχρονικά το “μεγάλο αφεντικό” της αμερικανικής βιομηχανίας πετρελαίου, με τη Chevron να ακολουθεί από πολύ μεγάλη απόσταση. Το τέλος της σχιστολιθικής επανάστασης εντός ΗΠΑ και ο συνδυασμός αυξανόμενου κόστους/ μειωμένων κερδών από τις περισσότερες συμβατικές εξορύξεις καθιστά το οικόπεδο στη Γουϊάνα ως ένα πλεονέκτημα που δεν μπορεί να αρνηθεί καμία εταιρεία. Πόσο μάλλον όταν μία σειρά ακτιβιστών επενδυτών περιμένουν το παραμικρό στραβοπάτημα των διοικήσεων προκειμένου να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα.

 

Η διαφιλονικούμενη περιοχή Essequibo και το θαλάσσιο οικόπεδο Stabroek. Πηγή: Britannica.

 

Η κατάσταση όμως περιπλέκεται διότι η τύχη του Stabroek δεν αποτελεί μόνο προϊόν επιχειρηματικού ανταγωνισμού, αλλά και γεωπολιτικού. Η πλούσια σε φυσικούς πόρους Γουϊάνα έχει την ατυχία να βρίσκεται δίπλα στη Βενεζουέλα του Νικολάς Μαδούρο. Μολονότι η Βενεζουέλα έχει τεράστια αποθέματα ορυκτών καυσίμων που θα της επέτρεπαν να μεταμορφωθεί στη «Νορβηγία της Νότιας Αμερικής», οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί κατά του καθεστώτος Μαδούρο, αλλά και η αδυναμία της ίδιας της κυβέρνησης να αδράξει ευκαιρίες, σημαίνουν πως ο ορυκτός πλούτος της χώρας έχει μείνει αναξιοποίητος και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχιας. Ενώ, όμως, το Καράκας δεν μπορεί να διαχειριστεί ούτε τους πόρους που διαθέτει ήδη, επιθυμεί μερίδιο και από τους πόρους του γείτονά του.

Πιο συγκεκριμένα, η Βενεζουέλα διεκδικεί σχεδόν τα 2/3 των εδαφών της Γουϊάνα, μία περιοχή που ήταν γνωστή ως Essequibo κατά τα χρόνια της αποικιοκρατίας. Όπως σε πολλές άλλες πρώην αποικίες, τα σύνορα των σημερινών κρατών αποφασίστηκαν από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις χωρίς την άδεια των τοπικών πληθυσμών. Και παρόλο που η κυριαρχία της Essequibo παραμένει διαφιλονικούμενη από τον 19ο αιώνα, τόσο οι σημερινοί κάτοικοι της περιοχής, όσο και η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει τα εδάφη αυτά ως μέρος της Γουϊάνα.

Η κυβέρνηση Μαδούρο έχει εντείνει τις πιέσεις της τα τελευταία χρόνια. Το 2020, η Γουϊάνα κατέφυγα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προκειμένου να επιλύσει δια παντός το θέμα, ωστόσο το όργανο του ΟΗΕ δεν έχει αποφανθεί ακόμα. Το 2023, το Καράκας οργάνωσε ένα δημοψήφισμα ζητώντας τη λαϊκή νομιμοποίηση ώστε να αναλάβει δράση για την Essequibo. Σύμφωνα με το καθεστώς, το 95% υποστήριξαν τις εδαφικές διεκδικήσεις, με την διωκόμενη αντιπολίτευση να υιοθετεί τον μαξιμαλισμό του Μαδούρο. Η Γουϊάνα καταγγέλλει, επίσης, επιθέσεις κατά των στρατιωτών της στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών και παραβιάσεις των χωρικών υδάτων της. Η ένταση ανέβηκε ακόμη περισσότερο αυτή την εβδομάδα, όταν οι τοπικές εκλογές στη Βενεζουέλα περιελάμβαναν και υποψηφίους για τη διοίκηση της Essequibo, οι οποίοι δεν ήταν κάτοικοι της περιοχής. Το Διεθνές Δικαστήριο ζήτησε από την κυβέρνηση Μαδούρο να αποφύγει αυτή την πρόκληση, αλλά η Βενεζουέλα απορρίπτει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, ένας από τους λόγους που ο Μαδούρο θέτει ξανά και ξανά το θέμα της Essequibo είναι η συσπείρωση του πληθυσμού. Ασχέτως του τι πιστεύει κανείς για την εγκυρότητα των εκλογικών διαδικασιών στη Βενεζουέλα, είναι αδιαμφισβήτητο πως ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού είναι δυσαρεστημένο από τη διακυβέρνηση Μαδούρο. Ως εκ τούτου, η εκμετάλλευση των εθνικιστικών αισθημάτων των πολιτών στρέφοντας την οργή τους σε έναν εξωτερικό εχθρό διευκολύνει την κυβέρνηση της Βενεζουέλας. Από την άλλη πλευρά, ο δυνητικός έλεγχος της Essequibo θα επέτρεπε στο Καράκας να ελέγχει και τη θαλάσσια περιοχή όπου βρίσκεται το οικόπεδο Stabroek.

Προς το παρόν, δεν έχει καταστεί σαφές ποιο είναι το σχέδιο του Μαδούρο. Σίγουρα, θα μπορούσε να μείνει στο επίπεδο των ρητορικών απειλών. Μία δυνητική επίθεση προς τη Γουϊάνα, όμως, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η Γουϊάνα έχει μόλις 800.000 κατοίκους, ενώ η Βενεζουέλα 28 εκατομμύρια. Με βάση τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αγγίζουν τους 150.000 μόνιμο προσωπικό και 430.000 εφέδρους. Το Καράκας έχει, επίσης, προμηθευτεί οπλικά συστήματα από τους βασικούς συμμάχους του, Κίνα και Ρωσία. Αν και αρκετοί αναλυτές αμφισβητούν την ετοιμότητα και το ηθικό του στρατεύματος, μία σύντομη επιχείρηση δεν θα αποτελούσε ενδεχομένως μία δύσκολη αποστολή.

Σε αυτή τη φάση, η στάση της Ουάσιγκτον μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική. Ο Πρόεδρος Τραμπ έχει μεν δηλώσει ότι επιθυμεί να σταματήσει τους πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή, αλλά μέχρι στιγμής έχει αποτύχει και στα δύο μέτωπα. Δυστυχώς για τον ίδιο, δεν έχει καταφέρει ούτε κάποια εντυπωσιακά επιτυχία στο μέτωπο του εμπορικού πολέμου, με τις αξιολογήσεις των επενδυτών να είναι κάθε άλλο παρά θετικές. Παράλληλα, τόσο ο ίδιος ο Τραμπ, όσο και ο ΥΠΕΞ του, Μάρκο Ρούμπιο, θεωρούνται “γεράκια” στο θέμα της Βενεζουέλας. Πρόσφατα, οι δύο άντρες συμφώνησαν να ακυρώσουν την ειδική άδεια της Chevron για εξορύξεις στη Βενεζουέλα.

Πέραν αυτού, το 2020 όταν ο Τραμπ αρνούταν να παραδεχθεί ότι έχασε τις προεδρικές εκλογές, είχε κατηγορήσει το Καράκας για εμπλοκή στην εκλογική διαδικασία— κάτι που δεν αποδείχθηκε σε καμία από τις αρκετές δικαστικές διαμάχες που ακολούθησαν. Πιο σημαντικά, αν η Βενεζουέλα απειλήσει τα συμφέροντα των αμερικανικών πετρελαϊκών, δηλαδή των πιο διαχρονικών και πιστών υποστηρικτών του Τραμπ, ο Λευκός Οίκος δεν μπορεί να μείνει άπραγος. Εξάλλου, ο Τραμπ έχει ήδη δυσαρεστήσει τους πετρελαιάδες εξαιτίας των χαμηλών τιμών του καυσίμου που προκάλεσε η δική του πολιτική.

Για τους γνώστες της ιστορίας, ο παραλληλισμός ανάμεσα στην εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Κουβέιτ το 1990 και την επιθετικότητα του Μαδούρο έναντι της Γουϊάνα είναι προφανής. Οι ΗΠΑ όχι απλώς συνέτριψαν το μπααθικό καθεστώς το 1991 με την επιχείρηση Desert Storm, αλλά απομόνωσαν τον Χουσεΐν μέχρι την αμερικανική εισβολή του 2003. Μία πιθανή ανατροπή του Μαδούρο σε περίπτωση επίθεσής του στη Γουϊάνα θα ήταν πιθανότατα ακόμη πιο γρήγορη και πιο προβλέψιμη ως προς τις συνέπειές της. Εξάλλου, ο Τραμπ δεν επιθυμεί, ούτε μπορεί να εμπλακεί σε φιλόδοξα σχέδια “nation building”, όπως οι προκάτοχοί του Κλίντον και Μπους. Μία δυνητική επέμβαση της Ουάσιγκτον στη Βενεζουέλα θα ήταν μάλλον γρήγορη και αποφασιστική, αν και θα προκαλούσε την οργή Μόσχας και Πεκίνου.

Ως εκ τούτου, οι επόμενες κινήσεις του Μαδούρο θα είναι αυτές που θα κρίνουν τι θα συμβεί. Αν αποφασίσει να επιτεθεί στη Γουϊάνα ώστε να αποκομίσει τα γρήγορα οφέλη του εθνικισμού και τα οικονομικά κέρδη του πετρελαίου, μπορεί να βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση. Όσο για τις Exxon και Chevron, παρόλο που οι σχέσεις των δύο διοικήσεων είναι στη χειρότερη φάση τους, σύμφωνα με τους καλά γνωρίζοντες, ίσως να ήταν πιο ασφαλές να καταλήξουν σε μία αμοιβαίως επωφελή συμφωνία, παρά να καθυστερήσουν και να βρεθούν προ δυσάρεστων εκπλήξεων στην περιοχή.

 

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr