θέσει το ζήτημα και στον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η Ελλάδα, υπενθυμίζουμε κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1995, δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιοδήποτε χρόνο το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ.».
Ως αντίδραση προς τη νόμιμη αυτή θέση της Ελλάδας, η τουρκική εθνοσυνέλευση εξουσιοδότησε με ψήφισμά της την τουρκική κυβέρνηση, εν λευκώ και στο διηνεκές, να κηρύξει πόλεμο στην Ελλάδα σε περίπτωση που η τελευταία επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της πέραν των 6 ν.μ.
Η Αθήνα υπογράμμισε ότι «η συμπεριφορά αυτή της Τουρκίας παραβιάζει κατάφωρα θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας, περί ειρηνικής επίλυσης και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης.
Παράλληλα, δυναμιτίζει τη συμμαχική σχέση που οφείλουν να έχουν κράτη που μετέχουν στην ίδια Συμμαχία και αντίκειται στις βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται το ΝΑΤΟ ».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η άρση του casus belli έχει συμπεριληφθεί μεταξύ των βασικών κριτηρίων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση , στο πλαίσιο της υποχρέωσής της για πλήρη σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και της καλής γειτονίας που αποτελεί θεμέλια αρχή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η τουρκική πλευρά υποστηρίζει ότι η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα νησιά του Αιγαίου στα 12 ναυτικά μίλια θα έχει σαν αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των τουρκικών ακτών από την πρόσβασή τους στη θάλασσα ενώ η θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ των τουρκικών παραλίων θα γίνεται μετά από ελληνική έγκριση. Σύμφωνα με τη νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης κατοχυρώνεται απόλυτα και διευρύνεται. Επίσης, υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις περί θαλασσίων στενών, που διευκολύνουν τη ναυσιπλοΐα. Κάνοντας χρήση αυτών των δικαιωμάτων ακόμα και πολεμικά πλοία άλλων χωρών μπορούν να περάσουν ανενόχλητα από τα ελληνικά χωρικά ύδατα και από τα στενά περάσματα μεταξύ των νησιών, όπως εξάλλου γίνεται και σήμερα.
Όπως επισημαίνει το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών: «Είναι αυτονόητο ότι ένα υποψήφιο προς ένταξη κράτος δεν είναι δυνατόν να απειλεί με πόλεμο άλλο κράτος και πολύ περισσότερο ένα μέλος της ΕΕ και μελλοντικό εταίρο. Αποτελεί, επίσης, αναγκαία προϋπόθεση για την ουσιαστική βελτίωση των ελληνο-τουρκικών σχέσεων και τη μείωση της έντασης. Είναι προφανές ότι οι προσπάθειες εξομάλυνσης των σημείων τριβής και ειρηνικής επίλυσης των διαφορών δεν μπορούν να ευοδωθούν υπό το κράτος απειλής πολέμου».
Η διατύπωση του πρωθυπουργού πάντως ενέχει ένα πολύ μεγάλο ρίσκο. Διότι θέτοντας στο τραπέζι τη διαπραγμάτευσης το casusbelli , υπάρχει ο κίνδυνος ο Ερντογάν να μην το αποσύρει αλλά και να προχωρήσει σε συμφωνίες με την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία με τη σειρά της θα έχει αγνοήσει τις ενστάσεις της Ελλάδας.