Καθώς προχωρούν οι συζητήσεις, θα μπορούσε να υπάρξει περιθώριο για μια αμοιβαία συμφωνία για σταδιακή απομάκρυνση των δασμών-αντιποίνων -εκείνων που τέθηκαν σε ισχύ από τις ΗΠΑ αφότου η Κίνα προέβη σε αντίποινα για την επιβολή ανταποδοτικών δασμών.
Αλλά οι μέσοι σταθμισμένοι δασμολογικοί συντελεστές και πάλι θα κλείσουν τη χρονιά 34 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα απ’ όσο ήταν στην αρχή του έτους (που τότε ήταν στο επίπεδο του 11% που επιβλήθηκε μετά τον πρώτο γύρο των εμπορικών εντάσεων το 2018-19). Οι επενδυτές θα πρέπει να αποδεχθούν ότι η επίλυση των ζητημάτων που ενισχύουν τις εμπορικές εντάσεις δεν θα είναι γρήγορη και εύκολη, για τους παρακάτω λόγους.
Πρώτον, η κυβέρνηση Τραμπ έχει επιβάλει δασμούς επειδή νομίζει πως θα μειώσουν σημαντικά το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ και θα προωθήσουν την παραγωγή στη χώρα, ιδιαίτερα κρίσιμων αγαθών. Αλλά και τα δυο αυτά ζητήματα δεν είναι πιθανό να επιλυθούν γρήγορα με την επιβολή δασμών ή με την ολοκλήρωση εμπορικών συμφωνιών με πολυάριθμους εμπορικούς εταίρους.
Το ευμέγεθες εμπορικό έλλειμμα αντανακλά ένα βαθύτερο ζήτημα αναφορικά με τη συμπεριφορά των αμερικανικών καταναλωτικών δαπανών (υψηλές) και αποταμιεύσεων (χαμηλές). Η αύξηση της μεταποιητικής δυνατότητας στις ΗΠΑ θα χρειαστεί χρόνο. Δεν έχει να κάνει μόνο με την κατασκευή μεταποιητικών μονάδων, αλλά με τη δημιουργία μιας αλυσίδας προμήθειας που να είναι αμερικανοκεντρική. Στο σημείο εκκίνησης, η συμμετοχή των ΗΠΑ στην παγκόσμια μεταποιητική αλυσίδα αξίας είναι μόλις 13%, ενώ της Κίνας είναι υπερτριπλάσια στο 41%.
Δεύτερον, στην Κίνα, υπάρχει μια πολύ ξεκάθαρη προτίμηση πολιτικής για τη δημιουργία ανάπτυξης μέσω επενδύσεων, ακόμα περισσότερο κατά τη διάρκεια μιας κάμψης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προτιμούν να τονώνουν τις επενδύσεις επειδή πιστεύουν πως δημιουργούν απτά περιουσιακά στοιχεία και ενισχύουν την παραγωγικότητα, αντί απλά να τις χρησιμοποιούν για κατανάλωση, που θα σήμαινε μόνο μια αύξηση στα επίπεδα χρέους για τις επόμενες γενιές. Επιπλέον, από γεωπολιτικής απόψεως, η Κίνα φιλοδοξεί να είναι στο τεχνολογικό σύνορο και να διατηρήσει τη πρωτοπορία της σε ό,τι αφορά την high-end μεταποίηση.
Σε αυτό το πλαίσιο, μια βιώσιμη στροφή στο ισοζύγιο του διμερούς εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα χρειάζονταν θεμελιώδεις διαρκείς αλλαγές στο μοντέλο ανάπτυξης των δυο αυτών οικονομιών -κάτι δύσκολο. Ακόμα και αν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επιβάλλουν το θέμα απαιτώντας από την Κίνα να αυξήσει τις ενεργές αγορές από τις ΗΠΑ μέσω μιας εμπορικής συμφωνίας, η εφαρμογή αυτής θα εξακολουθεί να βρίθει προκλήσεων.
Οι ΗΠΑ μπορεί να μην έχουν έτοιμη μια μεγάλη προμήθεια αγαθών για να εξάγουν στην Κίνα και στρατηγικοί ανταγωνιστικοί λόγοι μπορεί να σταθούν εμπόδιο. Οι ΗΠΑ είναι απίθανο να είναι πρόθυμες να πουλήσουν εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας και άμυνας στην Κίνα, και η Κίνα δεν θα θελήσει να βασιστεί στις ΗΠΑ ως βασικό προμηθευτή τροφίμων και ενέργειας, προτιμώντας να διαφοροποιήσει τις πηγές της.
Τέλος, από διαπραγματευτικής απόψεως, πιστεύουμε πως τόσο οι ΗΠΑ, όσο και η Κίνα θα θέλουν μια ολοκληρωμένη συμφωνία, αλλά δεδομένων των πολλαπλών ζητημάτων, αυτές οι συζητήσεις πιθανόν θα είναι περίπλοκες και θα χρειαστούν χρόνο για να ολοκληρωθούν.
Αυτή τη στιγμή, οι επενδυτές φαίνεται να ανακουφίζονται από την παύση στους ανταποδοτικούς δασμούς και το γεγονός πως το εμπόριο εκτός ΗΠΑ-Κίνας βελτιώνεται. Αλλά είμαστε λιγότερο αισιόδοξοι για τις προοπτικές ανάπτυξης. Η αβεβαιότητα παραμένει και ο κύκλος έχει ήδη υποστεί ζημιά. Για την Κίνα, είναι δύσκολο να φανταστούμε ένα σενάριο στο οποίο οι δασμοί θα επιστρέψουν γρήγορα στα επίπεδα του Ιανουαρίου 2025.
Για την Ασία εκτός Κίνας, μπορεί να επιτευχθούν εμπορικές συμφωνίες αλλά δεν είμαστε βέβαιοι πως οι δασμοί θα πέσουν κάτω από το 10% με την υπογραφή μιας συμφωνίας και αν όλες αυτές οι συμφωνίες θα επιτευχθούν πριν τη λήξη της περιόδου που όρισαν οι ΗΠΑ.
Η αυξημένη αβεβαιότητα επιβαρύνει τον επιχειρηματικό κύκλο και κάνει τον εταιρικό τομέα να τηρεί τάση αναμονής για να δει αν αυτό σχετίζεται με τις αποφάσεις τους για επενδύσεις και προσλήψεις. Η επακόλουθη επιβράδυνση στις κεφαλαιακές δαπάνες και το εμπόριο θα είναι το κυρίαρχο κανάλι μέσω του οποίου η δασμολογική πολιτική θα ασκήσει τη μεγαλύτερη αναπτυξιακή πίεση στην Ασία.
Ως εκ τούτου, αναμένουμε πως η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ της Κίνας θα επιβραδυνθεί από το 5,4% το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους στο 3,7% το δ’ τρίμηνο, ενώ η υπόλοιπη Ασία θα αντιμετωπίσει πτωτικές πιέσεις στην ανάπτυξη σε διαφορετικούς βαθμούς, αναλόγως του πόσο εκτεθειμένες είναι οι χώρες στο εμπόριο.
Οι οικονομίες που είναι πιο προσανατολισμένες προς το εμπόριο (δηλαδή αυτές με υψηλό ποσοστό εξαγωγών αγαθών προς το ΑΕΠ και οι οποίες χαίρουν μιας ισχυρότερης συνεισφοράς των καθαρών εξαγωγών στο ΑΕΠ) θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερη αναπτυξιακή ζημιά, όπως και κατά το 2018-19 όταν η κινεζική οικονομία «κατέβασε ταχύτητα» σημαντικά.
Αν δεν δούμε μια γρήγορη άρση της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τους δασμούς, τότε οδεύουμε προς μια απότομη, ταυτόχρονη επιβράδυνση.
* Ο συγγραφέας του άρθρου είναι επικεφαλής οικονομολόγος Ασίας της Morgan Stanley
(από euro2day.gr - πηγή: Financial Times)