Ως κεραυνός εν αιθρία στις διεθνείς αγορές έπεσε το ρεπορτάζ του Reuters πως οι ΗΠΑ συνομιλούν με τη Ρωσία προκειμένου να προωθήσουν την κοινή ατζέντα τους στην Ευρώπη, πιέζοντας τους Ευρωπαίους να επιστρέψουν στην αγορά ρωσικού φυσικού αερίου. Σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο, ο Λευκός Οίκος χρησιμοποιεί την προοπτική των αυξημένων ρωσικών εξαγωγών προς τις ευρωπαϊκές αγορές ως καρότο προκειμένου να διασφαλίσει το τέλος των συγκρούσεων στην Ουκρανία. Με βάση την προσέγγιση του Προέδρου Τραμπ, η επανέναρξη του ενεργειακού εμπορίου μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης θα επιτάχυνε τη βελτίωση των σχέσεων των δύο πρώην εταίρων, θέτοντας στο περιθώριο τις ανησυχίες πολλών Ευρωπαίων αξιωματούχων σε κοινοτικό και εθνικό επίπεδο για το τι σημαίνει η εξάρτηση από τη Ρωσία. Προς το παρόν, καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές δεν έχει επιβεβαιώσει τις συνομιλίες επισήμως.
Αυτή η είδηση θα ακουγόταν εξωπραγματική μέχρι πριν μερικούς μήνες, ωστόσο πλέον συνιστά μία ρεαλιστική πιθανότητα στο φάσμα της διεθνούς πολιτικής. Και αυτό γιατί ο Πρόεδρος Τραμπ έχει αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας πως δεν διστάζει να κατεδαφίσει κάθε αρχή της παραδοσιακής πολιτικής. Για τους υποστηρικτές του Τραμπ, η συγκεκριμένη απόφαση είναι εύκολο να εξηγηθεί: Πρόκειται για μία ακόμα «ιδιοφυή κίνησή» του με στόχο να διασπάσει τον άξονα Ρωσίας-Κίνας, να ενισχύσει τις σχέσεις μεταξύ των ευρασιατικών δυνάμεων, και να απομονώσει την Κίνα. Η προσέγγιση αυτή δεν είναι παράλογη. Κάτι παρόμοιο είχαν προσπαθήσει να κάνουν οι Νίξον και Κίσινγκερ τη δεκαετία του 1970, εξομαλύνοντας τις σχέσεις με την Κίνα του Μάο και πιέζοντας την ΕΣΣΔ για μία περίοδο ύφεσης του Ψυχρού Πολέμου.
Οι σημερινές ισορροπίες, όμως, είναι πολύ διαφορετικές. Αρχικά, ο Τραμπ θα πρέπει να πείσει τους Ευρωπαίους να εμπιστευθούν εκ νέου τη Ρωσία, μία ιδέα που θα τύχει εντελώς διαφορετικής αντιμετώπισης σε διάφορες πρωτεύουσες της ηπείρου. Συμπτωματικά—ή και όχι— προ ολίγων ημερών η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε το πολυαναμενόμενο σχέδιο της για την πλήρη απεξάρτηση από τα ρωσικά καύσιμα, δηλαδή το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, και το ουράνιο. Η στρατηγική αυτή αναδεικνύει την αποφασιστικότητα ορισμένων Ευρωπαίων να διακόψουν τον μεγαλύτερο εμπορικό δεσμό με τη Ρωσία, ξεχνώντας κάθε “φιλελεύθερη” ιδέα περί βελτίωσης των διπλωματικών σχέσεων μέσω του διμερούς εμπορίου. Φυσικά, δεν λείπουν οι αρνητικές αντιδράσεις. Ουγγαρία και Σλοβακία έχουν ήδη απορρίψει την πρόταση, κάτι που όμως δεν συνεπάγεται την ακύρωσή της, διότι η έγκριση του σχεδίου απαιτεί ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία. Παράλληλα, αρκετά επιχειρηματικά συμφέροντα, ειδικά στη Γερμανία, πιέζουν την πολιτική ηγεσία για επανέναρξη των εισαγωγών φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου. Ευρύτερα, όπως έχει γράψει το energia.gr, η υλοποίηση του σχεδίου δεν είναι τόσο μία απλή υπόθεση.
Πέραν της στάσης των Ευρωπαίων, που συνήθως θεωρούνται ιδιαίτερα εύκολοι στη χειραγώγηση, υπάρχει και ένας ακόμα “ελέφαντας” στο Οβάλ Γραφείο. Οι μεγαλύτεροι κερδισμένοι από την παύση των εισαγωγών ρωσικών καυσίμων στην Ευρώπη είναι οι Αμερικάνοι παραγωγοί, ειδικά στον τομέα του LNG. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία σηματοδότησε και την ανάδειξη των ΗΠΑ ως του μεγαλύτερου εξαγωγέα ΥΦΑ, με ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των εξαγωγών να πηγαίνει στα ευρωπαϊκά τερματικά. Μολονότι η επιτυχία αυτή συνέβη επί διακυβέρνησης Μπάιντεν, ο Τραμπ έχει δηλώσει πως επιθυμεί να ενισχύσει περαιτέρω την εξαγωγή LNG προς την Ευρώπη, έναν στόχο που αποτελεί τον βασικό πυλώνα των απαιτήσεών του για τη σύναψη μίας νέας εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ. Ως εκ τούτου, όσο φυσικό αέριο εισάγει η Ευρώπη από τη Ρωσία, τόσο λιγότερο θα εισάγει από τις ΗΠΑ. Πολλώ δε μάλλον που το ρωσικό φυσικό αέριο που οι ρωσικές προμήθειες είναι φθηνότερες και εγγύτερες προς την ευρωπαϊκή αγορά. Μάλιστα, η Gazprom, τα οικονομικά αποτελέσματα της οποίας έχουν πληγεί δραματικά από τη διακοπή των ροών προς την Ευρώπη, είναι διατεθειμένη να προσφέρει πολύ ελκυστικούς όρους προς τους ευρωπαίους πελάτες της. Μία τέτοια εξέλιξη θα χτυπούσε άμεσα τους παραγωγούς φυσικού αερίου στις ΗΠΑ, οι οποίοι είχαν στηρίξει με πολύ μεγάλη ένταση τον Τραμπ κατά την προεκλογική εκστρατεία του. Αξίζει να σημειωθεί πως πολλές εταιρείες έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια προκειμένου να κατασκευάσουν υποδομές υγροποίησης φυσικού αερίου στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ, θεωρώντας πως τα φορτία θα κατέληγαν στην Ευρώπη.
Εκτός των πολιτικών εμποδίων, υπάρχουν και τα τεχνικά. Για παράδειγμα, από πού θα περνάει το ρωσικό φυσικό αέριο ώστε να φτάνει στην Ευρώπη. Οι Ουκρανοί απέδειξαν πως δεν είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν τέτοιες αγοραπωλησίες, σταματώντας τη λειτουργία των αγωγών τους όταν το συμβόλαιο μεταξύ Gazprom και Naftogaz έληξε στο τέλος του 2024. Θεωρητικά, θα μπορούσαν να πειστούν να ανοίξουν ξανά τις στρόφιγγες, όμως όλοι οι Ευρωπαίοι αγοραστές θα γνώριζαν πως οι ροές μπορούν να διακοπούν ξαφνικά σε περίπτωση νέας έντασης μεταξύ Κιέβου και Μόσχας. Η σημερινή εναπομείνασα διαδρομή, δηλαδή ο TurkStream, εμφανίζεται πιο ασφαλής με την πρώτη ματιά. Οι σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας είναι αρμονικές, και η κυβέρνηση Ερντογάν έχει δράσει ως διαμεσολαβητής πολλές φορές. Εντούτοις, αυτό δεν αποκλείει πως Ρωσία και Τουρκία θα μπορούσαν να περάσουν μία νέα διμερή κρίση, όπως εκείνη του 2015, ή πως μία διαφορετική τουρκική κυβέρνηση θα μπορούσε να είναι πιο εχθρική προς το Κρεμλίνο. Αξίζει να αναφερθεί πως ο TurkStream έχει ακόμα ένα μειονέκτημα. Η σύνδεση μεταξύ Ρωσίας-Τουρκίας περνάει από τη Μαύρη Θάλασσα, καθιστώντας τον αγωγό πιο επισφαλή σε σχέση με τους χερσαίους.
Αναφέροντας το θέμα των υποθαλάσσιων αγωγών, δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει το ακανθώδες ζήτημα του συστήματος NordStream. Οι τέσσερις αγωγοί λειτουργούσαν κάποτε ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας, επιτρέποντας στη δεύτερη να μετατραπεί στη βιομηχανική δύναμη της Ευρώπης. Σήμερα, οι τρεις από αυτούς έχουν πληγεί σοβαρά έπειτα από μία σειρά επιθέσεων το 2022. Η επαναλειτουργία τους, επομένως, θα απαιτούσε αφενός επιδιορθώσεις, και αφετέρου μία τριμερή συναίνεση για την επανέναρξη των ροών. Όπως προαναφέρθηκε, στη Γερμανία υπάρχουν αρκετές φωνές, ειδικά από τον επιχειρηματικό χώρο, που επιθυμούν να ξαναδούν τους αγωγούς NordStream σε λειτουργία. Από την πλευρά τους, οι Αμερικάνοι έχουν ρίξει μία σειρά προτάσεων στο τραπέζι για το πώς θα μπορούσαν να εμπλακούν στο σχήμα του NordStream, κάτι που ενδεχομένως να άμβλυνε την απώλεια των αμερικανικών εξαγωγών προς την Ευρώπη— για συγκεκριμένες εταιρείες βέβαια.