Μία δεκαπενταετία και πλέον μετά την κήρυξη της σχιστολιθικής επανάστασης, οι ΗΠΑ του πριν και του μετά είναι δύο διαφορετικές αγορές. Χάρη στην καινοτόμα τεχνολογία που επιτρέπει στους παραγωγούς να έχουν πρόσβαση σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων που είναι εγκλωβισμένα σε πετρώδεις σχηματισμούς, η χώρα μετατράπηκε στον μεγαλύτερο παραγωγό πετρελαίου και φυσικού αερίου σε παγκόσμια κλίμακα. Παράλληλα, λόγω μίας σειράς γεωπολιτικών συγκυριών, οι ΗΠΑ κατάφεραν να αναδειχθούν στον μεγαλύτερο εξαγωγέα LNG και έναν από τους κορυφαίους εξαγωγείς πετρελαίου. Το εκτόπισμα της αμερικανικής παραγωγής είναι μάλιστα τόσο διευρυμένο, ώστε η Ουάσιγκτον μπορεί να εξισορροπεί τις κινήσεις του OPEC+, ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό την τιμή του πετρελαίου. Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, η εγχώρια παραγωγή ορυκτών καυσίμων επέτρεψε στον Λευκό Οίκο να απεξαρτηθεί από τις εισαγωγές πετρελαίου εκτός Βόρειας Αμερικής, με τη Μέση Ανατολή να νιώθει τις συνέπειες αυτής της ανατροπής από πρώτο χέρι.
Ωστόσο, όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Σε αντίθεση με τις συμβατικές εξορύξεις, οι σχιστολιθικές έχουν πολύ συντομότερη διάρκεια ζωής και ταχύτερα μειούμενη αποδοτικότητα. Χαρακτηριστικά, η παραγωγή σε ένα σχιστολιθικό πηγάδι μειώνεται κατά τα 2/3 ύστερα από ένα έτος, και κατά 95% έπειτα από έξι έτη. Με άλλα λόγια, μία νέα εξόρυξη έχει περίπου επτά χρόνια ζωής, κάτι που σημαίνει πως οι παραγωγοί πρέπει να ερευνούν, εντοπίζουν, και επενδύουν σε νέα πεδία εξορύξεων πολύ συχνότερα.
Αυτό μπορεί να ακούγεται ως η αναπόφευκτη λογική της αγοράς, όμως δεν πρέπει να θεωρείται αυτονόητο. Στη Λεκάνη Permian, το αδιαμφισβήτητο επίκεντρο της σχιστολιθικής επανάστασης, η εξόρυξη ενός νέου πηγαδιού προϋποθέτει πως η ελάχιστη τιμή του WTI θα κυμαίνεται μεταξύ 61-65 δολαρίων ανάλογα με την περιοχή του κοιτάσματος. Ως εκ τούτου, με τις σημερινές τιμές να προσεγγίζουν τα 62 δολάρια, πολλοί μικρότεροι παραγωγοί έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν.

Οι τιμές ισοσκέλισης για τις εξορύξεις υφιστάμενων και νέων πηγαδιών στη Λεκάνη Permian. Πηγή: Reuters.
Παραδόξως, η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ, φανατικού υποστηρικτή των ορυκτών καυσίμων, μπορεί να επιδεινώνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Ο Αμερικανός Πρόεδρος αφενός πίεσε τον OPEC+ να αυξήσει την ημερήσια παραγωγή του, πλημμυρίζοντας την αγορά με φθηνό πετρέλαιο που δεν χρειάζεται κανείς, ενώ αφετέρου επέβαλε δασμούς σε κρίσιμες πρώτες ύλες και εξοπλισμό, καθιστώντας το λειτουργικό κόστος των εξορύξεων σχεδόν δυσβάστακτο. Αν εντέλει επαληθευτούν οι προβλέψεις των περισσότερων οικονομολόγων για ύφεση στις ΗΠΑ, τότε η πτώση της κατανάλωσης θα οδηγήσει σε ακόμα πιο δραματική πτώση των τιμών του καυσίμου.
Πριν την επανεκλογή του Τραμπ, άνθρωποι της αγοράς είχαν ήδη αρχίσει να προειδοποιούν πως η σχιστολιθική επανάσταση έχει περάσει το απόγειό της. Με τη Λεκάνη Permian να στεγνώνει μέσα στα επόμενα χρόνια— ενδεχομένως και πριν το τέλος της δεύτερης θητείας Τραμπ— η ανατροπή του παρόντος μοντέλου δεν μπορεί να θεωρείται απίθανη. Αρκετοί από τους μεγάλους κερδισμένους της πρώτης περιόδου σε Τέξας, Βόρεια Ντακότα, και άλλες πολιτείες με σχιστολιθική παραγωγή, έχουν αρχίσει να αποχωρούν από τον κλάδο, πουλώντας τα άσσετς τους στις μεγάλες πετρελαϊκές. Όχι πως οι διεθνείς κολοσσοί νιώθουν άνετα: Η ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων των πέντε μεγαλύτερων πετρελαϊκών την προηγούμενη εβδομάδα προκάλεσε έντονη ανησυχία στην αγορά, με τη ΒΡ να φαίνεται ως ο πιο αδύναμος κρίκος επί του παρόντος.
Πιο ανησυχητικά για τις ΗΠΑ, η εμμονή του Προέδρου Τραμπ να εμποδίσει οτιδήποτε «πράσινο» συνεπάγεται πως το αμερικανικό δίκτυο δεν θα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του από τη φθηνή, εγχώρια ενέργεια των ΑΠΕ, αλλά θα αναγκαστεί να εισάγει εκ νέου μεγάλες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν αναλογιστεί κανείς πως η εναλλακτική της πυρηνικής ενέργειας είναι εξίσου επικίνδυνη, καθώς οι ΗΠΑ ήδη αγοράζουν ουράνιο από τη Ρωσία και τον Καναδά, δύο χώρες με τις οποίες οι σχέσεις τους βρίσκονται σε ιδιαίτερα αμήχανο σημείο. Ως εκ τούτου, το τέλος της σχιστολιθικής επανάστασης στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον μπορεί να φέρει τις ΗΠΑ ξανά στη δυσάρεστη θέση που είχαν βρεθεί τη δεκαετία του 1970.