Στην ομιλία του στο Μόναχο, στις 14 Φεβρουαρίου, ο Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών J. D. Vance επικαλέστηκε τέσσερις περιπτώσεις για να υποστηρίξει ότι η ελευθερία του λόγου έχει υποχωρήσει στην Ευρώπη.
Η πρώτη αναφερόταν στις προεδρικές εκλογές στη Ρουμανία, με έμφαση στην ευμενή αποδοχή από μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της απόφασης του συνταγματικού δικαστηρίου της χώρας να τις ακυρώσει λόγω της αλλοδαπής προέλευσης προεκλογικών αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Η δεύτερη αφορούσε το Ηνωμένο Βασίλειο, και αναφερόταν σε ζώνη 50 μέτρων γύρω από κλινική αμβλώσεων, όπου, για την προστασία του ψυχικού κόσμου της γυναίκας που προσέρχεται σ’ αυτήν, απαγορεύονται οι δημόσιες προσευχές.
Η τρίτη περίπτωση αφορούσε τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σύμφωνα με την οποία τα κράτη-μέλη της υποχρεούνται να θεσπίσουν μηχανισμούς παρακολούθησης του διαδικτύου ώστε να διαγράφονται αναρτήσεις ή να διακόπτεται η λειτουργία πλατφόρμας.
Η τέταρτη τέλος, αφορούσε δραστηριότητα της γερμανικής αστυνομίας, που φέρεται να προβαίνει εντός οικιών σε κατάσχεση ηλεκτρονικών υπολογιστών που διακινούν αντιφεμινιστικές αναρτήσεις.
Τα παραδείγματα του Αντιπροέδρου είναι όμως προβληματικά.
Η ακύρωση εθνικών εκλογών είναι κάτι απολύτως ασύνηθες στην Ευρώπη, και, όσον αφορά τη Ρουμανία, καταδικάστηκε έντονα εκεί από τον πολιτικό κόσμο, και μάλιστα από την ίδια την υποψήφια που ωφελήθηκε πολιτικά από την ακύρωση.
Οι ζώνες προστασίας κλινικών αμβλώσεων από διαδηλώσεις κατά των αμβλώσεων είναι κάτι που αγνοούμε στην Ελλάδα, και, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, αγνοούν οι περισσότερες χώρες της Ευρώπη.
Η απαγόρευση αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η δυνατότητα να διακοπεί η λειτουργία τους όντως υφίστανται, αλλά αυτά προβλέπονται εξαιρετικώς για την προστασία ζωτικών αγαθών του ατόμου, καθώς και όταν, από οργανωμένα κέντρα, διακινούνται δημοσιεύσεις που καλούν σε εξέγερση.
Οι δε έφοδοι σε κατοικίες της γερμανικής αστυνομίας, πιθανόν υπερβολικές αν οι αναρτήσεις έχουν απλώς ιδεολογικό χαρακτήρα, μπορεί να γίνουν κατανοητές σε μια χώρα που, λόγω του παρελθόντος της, οφείλει να δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία σε ζητήματα διακρίσεων.
Το συμπέρασμα του Αντιπροέδρου περί την υποχώρηση της ελευθερίας του λόγου στην Ευρώπη ήταν λοιπόν προϊόν μιας αδικαιολόγητης γενίκευσης, στηριγμένης σε μεμονωμένα περιστατικά ή σε ρητορικές διαστρεβλώσεις.
Αν είχε όμως δίκιο σε κάτι ο Αντιπρόεδρος είναι ότι, μεταξύ των νομικών καθεστώτων της ελευθερίας του λόγου στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, υφίσταται πράγματι μια ριζική διαφοροποίηση.
Αυτό προκύπτει από τη νομολογία των δύο ανωτάτων δικαστηρίων που ρυθμίζουν την ελευθερία του λόγου στις Ηνωμένες Πολιτείες και Ευρώπη, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ενας Αμερικανός που παρατηρεί το καθεστώς της ελευθερίας του λόγου στην Ευρώπη και που το κρίνει υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας του, μπορεί πράγματι να διερωτηθεί αν υφίσταται ελευθερία του λόγου στην Ευρώπη.
Αλλά και ένας Ευρωπαίος, όταν θα γνώριζε την ευρύτητα της ελευθερίας του λόγου που εγγυάται το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών, πιθανόν να ανατρίχιαζε με ό,τι επιτρέπεται να λέγεται στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ποια είναι αυτή η ριζική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο νομικών καθεστώτων;
Με απλά λόγια είναι η εξής:
Στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι επιτρεπτός κανένας περιορισμός της ελευθερίας του λόγου όταν ο λόγος αφορά έκφραση πολιτικής σκέψης, ακόμη και ο ναζιστικός ή ο ρατσιστικός λόγος, με μόνο περιορισμό την απαγόρευση πρόκλησης άμεσα, μέσω του λόγου, βίαιης ενέργειας.
Στην Ευρώπη αντίθετα, η ελευθερία εκφράσεως δεν έχει τον απόλυτο χαρακτήρα με τον οποίο γίνεται κατανοητή στην Αμερική. Οι περιορισμοί της υπόκεινται σε σταθμίσεις δίκαιης ισορροπίας όταν ο λόγος συγκρούεται με άλλα θεμελιώδη αγαθά του ατόμου ή του κοινωνικού συνόλου.
Ετσι, στην Ευρώπη, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να ανεχθούμε ως προστατευμένη εκδήλωση ελευθερίας του λόγου, όπως όμως έγινε δεκτό ότι ήταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, την εκ μέρους ιερέα οργάνωση antigay διαδήλωσης, για να υποστηρίξει εκκωφαντικά, σε ελάχιστη απόσταση από τον ενταφιασμό γιου από τον πατέρα του, ότι ο θάνατος του ομοφυλόφιλου γιου ήταν προϊόν θείας δίκης. Το αμερικανικό καθεστώς της ελευθερίας του λόγου, με την οιονεί απόλυτη προστασία της ελευθερίας που διασφαλίζει, έχει υπέρ αυτού το πλεονέκτημα ότι αποφεύγει τις σταθμίσεις, με το κατά κανόνα απρόβλεπτο εκ των προτέρων αποτέλεσμα, οπότε στην Αμερική ο χρήστης της ελευθερίας του λόγου δεν αυτοπεριορίζεται φοβούμενος ενδεχόμενες διώξεις. Αυτοπεριορισμός που δεν είναι ασυνήθης στη διατύπωση σκέψεων όταν αυτές θα μπορούσαν να παρεξηγηθούν ως προσβλητικές και να διωχθούν.
Από την άλλη μεριά όμως, η ευρωπαϊκή αντίληψη για την ελευθερία του λόγου καθιστά εφικτή την απαγόρευση του λόγου μίσους, καίρια απαγόρευση σε κοινωνίες όπως οι ευρωπαϊκές, που γνώρισαν τη Γενοκτονία, και που σήμερα διεξάγουν τον διμέτωπο αγώνα, αφενός κατά της ξενοφοβίας, και αφετέρου για την αφομοίωση στις δημοκρατικές αξίες πληθυσμών με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες.
Ποιο σύστημα ελευθερίας του λόγου είναι προτιμότερο;
Ερώτημα, στο οποίο εμείς, στην Ευρώπη, έχουμε βέβαια απαντήσει.
Υπάρχουν πάντως τρία τεστ δικαιότητας, τρεις δοκιμασίες δικαιοσύνης που ο αναγνώστης, για προσωπική του άσκηση μόνο, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αν ήθελε να απαντήσει στο ερώτημα.
Το τεστ του κοινωνικού συμβολαίου: «Σε ποια κοινωνία θα ήθελα να ζούσα; Στην αμερικανική, με την απόλυτη προστασία της ελευθερίας του λόγου, ή στην Ευρώπη, όπου σταθμίζεται η ελευθερία του λόγου με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα;».
Το τεστ του πέπλου της άγνοιας: «Αν δεν ήξερα ποιος είμαι, ο χρήστης ή το θύμα της ελευθερίας του λόγου, ποιο καθεστώς ελευθερίας, το αμερικανικό ή το ευρωπαϊκό, θα διάλεγα;».
Και το τεστ της κοινωνικής ωφέλειας: «Ποιο καθεστώς ελευθερίας του λόγου, το αμερικανικό ή το ευρωπαϊκό, προάγει καλλίτερα την ευημερία και μειώνει περισσότερο τους κινδύνους σε μια κοινωνία;».
*Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου
(από την εφημερίδα "ΤΟ ΒΗΜΑ")