και πολύ περισσότερο στην Κύπρο που παραμένει δέσμια του μαζούτ και του ντίζελ για να παράγει ηλεκτρική ενέργεια.
Σε αντίθεση με την πραγματικότητα στην ΝΑ Ευρώπη και δη στην αμιγώς βαλκανική γειτονιά μας όπου η χρήση ατομικών αντιδραστήρων για ηλεκτροπαραγωγή είναι διαδεδομένη. Στην Βουλγαρία υπάρχει ήδη σε λειτουργία ο μεγάλος πυρηνικός σταθμός του Κοζλοντούι που λειτουργεί από τον Σεπτέμβριο του 1974 αλλά σχεδιαζόταν από το 1966 σε σύμπραξη με την πάλαι ποτέ Σοβιετική που παρείχε και τον βασικό εξοπλισμό (ράβδοι κλπ).
Ο σταθμός που διέθετε αρχικά έξι αντιδραστήρες, λειτουργεί σήμερα με δύο, συνολικής ισχύος 1000 MG έκαστος, ενώ προγραμματίζεται η κατασκευή ακόμη δύο αυτή τη φορά με αμερικανικό εξοπλισμό που θα παρέχει η Westinghouse.
Στην γειτονική Τουρκία προγραμματίζεται ήδη η κατασκευή ακόμη δύο πυρηνικών εργοστασίων εκτός από εκείνο στο Ακούγιου, καθώς στόχος της Άγκυρας είναι να εγκαταστήσει 7,2 GW σε πυρηνική ισχύ έως το 2035 και να τα αυξήσει στα 20 GW έως το 2050. Όπως ανέφερε τον περασμένο Μάρτιο ο υπουργός Ενέργειας της Τουρκίας: «Θέλουμε να αναπτύξουμε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Υπάρχει τεράστιο δυναμικό στη χώρα μας. Θέλουμε να αυξήσουμε την υπάρχουσα χωρητικότητα. Πρέπει όμως να εξισορροπήσουμε αυτές τις διακοπτόμενες πηγές, όπως η ηλιακή και η αιολική ώστε να καλύπτουμε τα βασικά μας φορτία».
Σημειώνουμε ότι η αγορά ηλεκτρισμού της Τουρκίας αναμένεται να επεκταθεί με μέσο ετήσιο ρυθμό 4% κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες, και για αυτό το σκοπό θα χρειαστεί να παραχθεί περισσότερη ενέργεια για να καλυφθεί η αυξανόμενη βιομηχανική ζήτηση. Για τους ιθύνοντες πολιτικής της γειτονικής χώρας, αυτό μπορεί να συμβεί με ένα συνδυασμό ΑΠΕ και πυρηνικής ισχύος. Για να επιτευχθεί αυτό ο στόχος η Τουρκία θα εγκαταστήσει τέσσερις αντιδραστήρες ισχύος 4,8 GW στο Ακούγιου, άλλους τέσσερις σστον σχεδιαζόμενο σταθμό πυρηνικής ενέργειας στην Σινώπη ακόμη τέσσερις σε ένα τρίτο εργοστάσιο που αναμένεται να ανεγερθεί στην περιοχή της ανατολικής Θράκης. Επίσης, η Άγκυρα σχεδιάζει να αναπτύξει και μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες που θα συνεισφέρουν ακόμη 5 GW για τα επόμενα 20 -30 χρόνια.
Αλλά και άλλες χώρες της περιοχής μας ενδιαφέρονται σοβαρά για την ανάπτυξη πυρηνικών σταθμών ενέργειας. Η Σλοβενία έχει υπογράψει από τις 17 του περασμένου Σεπτεμβρίου, συμφωνίες με την Γαλλία, για συνεργασία στην πυρηνική ενέργεια. Η Σερβία προχωρά ήδη στην εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας για την ανάπτυξη πυρηνικών αντιδραστήρων στη χώρα, σε συνεργασία με την γαλλική EDF.
Οι ηγέτες της Σλοβενίας, της Κροατίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Τουρκία τάχθηκαν υπέρ της επέκτασης της πυρηνικής ενέργειας στη διάρκεια της Nuclear Energy Summit 2024 που πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες.
Τον περασμένο Μάιο ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας ανέφερε, στο Ενεργειακό Φόρουμ του Βελιγραδίου, ότι η ενεργειακή πολιτική έχει καταντήσει όμηρος ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και υποκρισίας, και εξέφρασε την άποψη ότι η εξάπλωση της πυρηνικής ενέργειας παντού, καθώς και η επιτάχυνση του εξηλεκτρισμού των οδικών μεταφορών αποτελούν τις βασικές προϋποθέσεις για ένα μέλλον, ασφαλές, υπεύθυνο και απαλλαγμένο από τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Οι λόγοι πίσω από την ολοένα και εντεινόμενη δημόσια συζήτηση για την επέκταση λύσεων πυρηνικής ενέργειας στο ευρωπαϊκό σύστημα είναι η ραγδαία αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής, η κατακόρυφη άνοδος της ζήτησης για θέρμανση και ψύξη, καθώς και οι μεταφορές που αναμένονται να διπλασιάσουν την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας έως το τέλος της δεκαετίας που διανύουμε.
Η πυρηνική ενέργεια μπορεί να παρέχει με ασφάλεια και αξιοπιστία επαρκή και φθηνή ηλεκτρική ενέργεια, με προστασία του περιβάλλοντος και τυχόν εξοστρακισμός της από το μείγμα πολιτικής θα καταδικάσουν σε αποτυχία τους στόχους για την πράσινη ανάπτυξη.
O προβληματισμός της Ελλάδας
Οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών αποκρούουν κάθε ιδέα για την ανάπτυξη πυρηνικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα μας, και δεν τους εντάσσουν στον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό. Όπως είπε χαρακτηριστικά και ο Νίκος Τσάφος, ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού σε ζητήματα ενέργειας, «η κυβέρνηση έχει ανοικτές τις κεραίες της, αλλά καθοδηγείται από τα πραγματικά δεδομένα», ό,τι κι αν αυτό σημαίνει.
Η απροθυμία της ελληνικής Πολιτείας να προωθήσει την κατασκευή πυρηνικών αντιδραστήρων στη χώρα οφείλεται- σε ένα βαθμό- και στο γεγονός ότι οι Έλληνες πολίτες εμφανίζονταν, πριν από λίγα χρόνια, να μην επιθυμούν να παράγουμε ηλεκτρισμό από πυρηνικά εργοστάσια. Όμως, η λογική πίσω από το 74% κατά, στη δημοσκόπηση του 2018 αλλά και ο αφορισμός του πρωθυπουργού το 2021, ότι η χώρα δεν θα στραφεί ποτέ στην πυρηνική ενέργεια, μπορεί να έχει ανατραπεί από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, τα τελευταία χρόνια, ο Έλληνας καταναλωτής με το υψηλό κόστος της ενέργειας.
Μετά το άλμα των τιμών του φυσικού αερίου, το καλοκαίρι του 2021 και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, που επαναχάραξε τους δρόμους της ενέργειας, αυτοί οι αφορισμοί μοιάζουν παρωχημένοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι το καλοκαίρι που πέρασε, ο πρωθυπουργός προέβη σε θετική αναφορά στην πυρηνική ενέργεια, με αποτέλεσμα να αναθερμάνει το δημόσιο διάλογο γύρω από το θέμα.
Ο κ. Μητσοτάκης είχε παρατηρήσει, σε ομιλία του στο 28ο «Economist Government Roundtable», ότι η Ευρώπη ήταν και παραμένει ηγέτιδα δύναμη στην πυρηνική τεχνολογία.
«Η Ελλάδα δεν διαθέτει πυρηνική ενέργεια. Δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουμε στο ουδέτερο ισοζύγιο εκπομπών χωρίς την πυρηνική ενέργεια. Επενδύουμε, λοιπόν, ως Ευρωπαίοι, στην επόμενη γενιά μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων» τόνισε.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό αυτή την «ενθουσιώδη» στροφή στην πυρηνική ενέργεια που εκδηλώνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Ήταν, άλλωστε, ο κ. Τραμπ, από την πρώτη του θητεία ως πρόεδρος των ΗΠΑ που είχε προωθήσει πολιτικές υπέρ της πυρηνικής ενέργειας και παρείχε δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια για την κατασκευή πυρηνικών εργοστασίων στη χώρα, κυρίως μονάδες μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMR).
Το κλείσιμο του ματιού σε αυτή την πράσινη τεχνολογία αναδείχτηκε και στην χώρα μας, με αφορμή και την μελέτη για τους SMR στην Ελλάδα που εκπόνησε ο καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Παντελής Μπίσκας, και παρουσίασε κατ΄ αποκλειστικότητα στο 28ο Εθνικό Συνέδριο «Ενέργεια και Ανάπτυξη 2024» του ΙΕΝΕ.
Ο κ. Μπίσκας υποστήριξε ότι έχουν μεν μικρό μεταβλητό κόστος λειτουργίας, μικρές απαιτήσεις καυσίμου (3-7 χρόνια χρειάζονται για την ανανέωσή του, τόνισε) διαθέτουν καλύτερα πρότυπα ασφαλείας και ενέχουν λιγότερο ρίσκο αφού είναι προκατασκευασμένες μονάδες, εν τούτοις έχουν υψηλό επενδυτικό κόστος κατασκευής (κυμαίνεται μεταξύ 1,9-3,9 δισ. ευρώ, ή από 5.500 ευρώ μέχρι 11.600 ευρώ ανά Kw), κίνδυνο αποβλήτων και ορθώνουν σοβαρές προκλήσεις σε ρυθμιστικό επίπεδο.
Επί του παρόντος, και παρά την έντονη φημολογία που αναπτύσσεται για το θέμα, η θέση της ελληνικής κυβέρνησης περιορίζεται σε “συζητήσεις” με τις γειτονικές χώρες, για την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας από πυρηνικές μονάδες.
Οι πρώτες ενδείξεις περί αυτού εμφανίστηκαν αμέσως μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όταν ο πρωθυπουργός φέρεται να εξέτασε σοβαρά “εναλλακτικά σενάρια ενεργειακής θωράκισης για τη χώρα», και προσέγγισε την βουλγαρική πλευρά για το ενδεχόμενο η Ελλάδα να προμηθευτεί, μέσω διμερών συμφωνιών, ηλεκτρική ενέργεια από το Ακούγιου.
Τον Δεκέμβριο του 2023, ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρότεινε η χώρα του να προμηθεύει την Ελλάδα με ηλεκτρική ενέργεια από το σχεδιαζόμενο πυρηνικό εργοστάσιο στην Σινώπη...
Αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έδωσε λαβή για την εκκίνηση του διαλόγου για τα πυρηνικά όταν δήλωσε, πρόσφατα, σε Συνέδριο για την Τεχνητή Νοημοσύνη: «Σε ό,τι αφορά στην πυρηνική τεχνολογία, έχω υποστηρίξει ότι όταν μιλάμε για τη μείωση των εκπομπών ρύπων πρέπει να είμαστε τεχνολογικά αγνωστικιστές. Επομένως, δεν θα πρέπει να λέμε “αυτός είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσουμε απαραίτητα”. Υλοποιούνται τόσο μεγάλες επενδύσεις στην καθαρή τεχνολογία που πιθανόν σε πέντε χρόνια θα γνωρίζουμε πολύ περισσότερα. Και δεν θέλω να βάλουμε όλα τα αυγά μας σε ένα καλάθι και να συνειδητοποιήσουμε ότι κάποια στιγμή θα υπάρξει μια άλλη τεχνολογία που θα έχει αναπτυχθεί. Για παράδειγμα, αυτό που συμβαίνει με τους SMR, τους μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες, με ενδιαφέρει πολύ. Δεν έχουμε υπόβαθρο πυρηνικής ενέργειας στην Ελλάδα, αλλά σίγουρα θα μας ενδιέφερε να ακολουθήσουμε αυτή την τεχνολογία και να δούμε πού μπορεί να μας οδηγήσει. Έχουμε νησιά, για παράδειγμα, που χρειάζονται αποκεντρωμένα συστήματα. Δεν είναι απαραίτητο ότι όλα αυτά θα είναι πάντα ή μπορούν να είναι διασυνδεδεμένα».
Ενδείξεις ότι εμφορείται πλέον από περισσότερη δόση πραγματισμού ανεφάνησαν και κατά την ομιλία του στην Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα (COP29), στο Μπακού όταν ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι παραμένει μεν προσηλωμένος περισσότερο από ποτέ στην Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ, αντέτεινε όμως, πρώτον, ότι η Ευρώπη και ο κόσμος πρέπει να είναι πιο ειλικρινείς όσον αφορά στα αντισταθμίσματα που συνεπάγεται η ενεργειακή μετάβαση, και αναγνώρισε αυτή η μετάβαση δεν θα είναι ανώδυνη.
«Πρέπει να προβληματιστούμε σχετικά με μία πορεία που γίνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς και οδηγεί σε μείωση της ανταγωνιστικότητάς μας και μια άλλη πορεία που εξελίσσεται μεν κάπως πιο αργά, επιτρέπει δε στη βιομηχανία να προσαρμοστεί και να ευημερεί. Είναι δική μας ευθύνη να αξιολογήσουμε προσεκτικά αυτά τα αντισταθμίσματα, και όχι να ελπίζουμε ότι θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας», είπε για να προσθέσει ότι η Ευρώπη χρειάζεται επανεκκίνηση όσον αφορά στο ρυθμιστικό πλαίσιο. «Ξοδεύουμε πάρα πολλά για την επίτευξη στόχων που, στην πραγματικότητα, υπόκεινται σε περιορισμένο έλεγχο και απολαμβάνουν περιορισμένης νομιμοποίησης. Το πήραμε το μάθημά μας όταν προσπαθήσαμε να φέρουμε τη μετάβαση στους αγρότες μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε μικροδιαχείριση αυτής της μετάβασης.»
«Η Ευρώπη πρέπει και θα παραμείνει παγκόσμιος ηγέτης στη μετάβαση. Αλλά πρέπει να είμαστε έξυπνοι και πραγματιστές, να επικεντρωνόμαστε στα δεδομένα και στην επιστήμη, με αυξημένη ευελιξία και με μια ανανεωμένη αίσθηση των πραγμάτων που η Ευρώπη, ενωμένη, μπορεί να επιτύχει. Δεν μπορούμε να αμφιταλαντευόμαστε όσον αφορά στην αποφασιστικότητά μας να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή αλλά πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να διασφαλίσουμε ότι μπορούμε και πρέπει να συνεχίσουμε αυτό το ταξίδι απρόσκοπτα και χωρίς να αφήσουμε κανέναν πίσω».