Αυξάνονται τα καμπανάκια της αγοράς σχετικά με τον «κανιβαλισμό» στην αγορά ΑΠΕ. Όπως έχει επανειλημμένα γράψει το energia.gr (εδώ), οι άνθρωποι της ελληνικής αγοράς ενέργειας προειδοποιούν εδώ και καιρό για τη μη βιωσιμότητα των επενδύσεων ΑΠΕ εξαιτίας των μηδενικών εσόδων. Το πρόβλημα ξεκινά από την ιδιαίτερα χαμηλή ζήτηση που καταγράφεται στην Ελλάδα και η οποία δεν μπορεί να απορροφήσει την πλεονάζουσα προσφορά ηλεκτρικής ενέργειας

Το φαινόμενο αυτό εντείνεται περιοδικά, για παράδειγμα τις μεσημβρινές ώρες όταν οι μονάδες ηλιακής ενέργειας παράγουν μεγάλες ποσότητες, καθώς και την άνοιξη και το φθινόπωρο όταν η ζήτηση μειώνεται εξαιτίας της καλοκαιρίας. Ως εκ τούτου, οι τιμές χονδρικής προσεγγίζουν το μηδέν και ο μόνος λόγος που δεν κινούνται σε αρνητικές τιμές είναι ότι αυτό απαγορεύεται στην Ελλάδα. Με την ισορροπία του εθνικού δικτύου να κινδυνεύει εξαιτίας των πλεοναζόντων φορτίων, οι Διαχειριστές συχνά αναγκάζονται να περικόψουν μονάδες. Το φαινόμενο αυτό δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο, με τους επενδυτές ΑΠΕ να είναι αβέβαιοι σχετικά με το μέλλον των χαρτοφυλακίων τους.

Με αυτό το δισεπίλυτο πρόβλημα να παραμένει, οι κρατικές αρχές κατηγορούνται ότι αδιαφορούν για την πραγματικότητα της αγοράς, καθώς δεν φαίνονται πρόθυμες να θέσουν όρια στο ζήτημα των επενδύσεων ΑΠΕ. Επί του παρόντος, λειτουργούν 11,8 GW εγκατεστημένης ισχύος από ΑΠΕ, με τον υφιστάμενο σχεδιασμό να προβλέπει αύξηση στα 27,5 GW συνολικά. Υπενθυμίζεται ότι το όριο απορρόφησης ενέργειας ΑΠΕ από το δίκτυο υπολογίζεται περί τα 30 GW. Πέραν αυτού, ο ΑΔΜΗΕ έχει δεχθεί αιτήσεις για εγκατάσταση 37 GW ακόμα, ενώ τα πολυσυζητημένα υπεράκτια αιολικά πάρκα με επίκεντρο την Κρήτη αγγίζουν τα 3 GW. Δηλαδή, οι εγκατεστημένες ΑΠΕ στην Ελλάδα θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα 67,5 GW.

Η αδυναμία απορρόφησης αυτής της ισχύος είναι γνωστή σε όσους καταλαβαίνουν την ελληνική αγορά, και πολύ περισσότερο στους ιθύνοντες που αποφασίζουν για τον σχεδιασμό του δικτύου. Ο ΑΔΜΗΕ υπολογίζει ότι θα υπάρχουν 30 GW εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ μέχρι το 2030, κάτι που θα αύξανε τη διαθέσιμη ενέργεια σε 67 TWh. Προσθέτοντας τα 2 TWh από διεθνείς διασυνδέσεις, η διαθέσιμη ενέργεια ξεπερνά τις 69 TWh, με τη συνολική ζήτηση να κινείται στις 59 TWh. Επομένως, θα υπάρχουν τουλάχιστον 10 TWh πλεονάζουσας ενέργειας, για την οποία μέχρι στιγμής δεν υπάρχει σχέδιο.

Είναι μάλλον απίθανο ότι η ζήτηση στην ελληνική αγορά θα αυξηθεί κατακόρυφα, ειδικά όταν καταγράφεται τάση αποβιομηχάνισης και οι εν λειτουργία βιομηχανικές μονάδες δυσκολεύονται να συνδεθούν με τις ΑΠΕ. Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας δεν είναι ανταγωνιστικές, καθώς τα γειτονικά κράτη αντιμετωπίζουν παρόμοια ζητήματα με την περιοδική υπερπροσφορά. Επιπροσθέτως, μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν αποτελεσματικές μέθοδοι αποθήκευσης ώστε η πλεονάζουσα ενέργεια να αποθηκεύεται για ένα εύλογο χρονικό διάστημα και να διατίθεται στο δίκτυο όταν υπάρχουν ελλείψεις, λόγου χάρη στις σπάνιες περιπτώσεις παρατεταμένου νεφελώδους καιρού. Τέλος, μία απευκταία λύση είναι η αποσύνδεση μονάδων, η οποία θα οδηγούσε σε υποβάθμιση των υποδομών, με καταστροφικές συνέπειες για τους επενδυτές.

Έχοντας ως παράδειγμα την περίπτωση της Ισπανίας, όπου οι χρεωκοπίες στις πράσινες ενεργειακές επενδύσεις θεωρούνται πλέον θέμα χρόνου, η ελληνική αγορά καλεί τις αρχές να αρχίσουν να μεριμνούν. Οι σχεδόν μηδενικές τιμές χονδρικής όχι απλώς δεν προσελκύουν νέους επενδυτές, αλλά ενδεχομένως να ωθήσουν και υφιστάμενες μονάδες προς αποεπένδυση. Μία τέτοια εξέλιξη θα έστελνε το λάθος μήνυμα στην ευρύτερη αγορά, ενώ θα έθετε σε κίνδυνο τα θετικά οικονομικά αποτελέσματα της κυβέρνησης. Ο επανασχεδιασμός του δικτύου ΑΠΕ με βάση τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς δεν αποτελεί πλέον προτροπή, αλλά ανάγκη.