Ακόμα και αν υποθέσει κανείς ότι υπάρχουν, εκατέρωθεν, οι καλύτερες των προθέσεων, κάθε φορά που προκύπτει ένα ζήτημα διπλωματικής ουσίας ή ταυτότητας, τότε αποτυπώνεται η πραγματική απόσταση, ή αλλιώς το χάσμα, που χωρίζει τις δύο πλευρές του Αιγαίου. Και μαζί αποκαλύπτονται τα εξαιρετικά στενά περιθώρια μιας πιθανής, εποικοδομητικής σύγκλισης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Λίγες ημέρες πριν από την πολυαναμενόμενη επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Αγκυρα –και ενώ πλέον συμπληρώνονται σχεδόν 18 μήνες νηνεμίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο– το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Εχει ημερομηνία λήξης ο ελληνοτουρκικός διάλογος; Και τι ακριβώς επιδιώκει η Αθήνα από την εν εξελίξει διαδικασία;

Στην Αθήνα δεν περίμεναν ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα προχωρούσε, ακριβώς μία εβδομάδα πριν από τη συνάντηση κορυφής με τον Πρωθυπουργό, στα εγκαίνια της Μονής της Χώρας ως μουσουλμανικού τεμένους. Η σχετική απόφαση ελήφθη στις 21 Αυγούστου του 2020, υλοποιήθηκε όμως σε ζωντανή μετάδοση μόλις τη Δευτέρα του Πάσχα, με διπλωματικές πηγές που γνωρίζουν σε βάθος τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας του τούρκου προέδρου να επισημαίνουν στο Protagon ότι η τελετή θα μπορούσε να γίνει για παράδειγμα στο τέλος της επόμενης εβδομάδας ή ακόμα και αργότερα, προκειμένου να μην κλονιστεί το γενικότερο θετικό κλίμα και κυρίως το εν λόγω ζήτημα να μην επισκιάσει το ταξίδι του Κυριάκου Μητσοτάκη στην τουρκική πρωτεύουσα.

Πέραν αυτών, όμως, η μετατροπή του ιστορικού βυζαντινού μνημείου του 4ου αιώνα σε τζαμί, στα πρότυπα της Αγίας Σοφίας, αποτελεί ακόμα ένα βήμα στην προσπάθεια του Ερντογάν να σφυρηλατήσει μια νέο-οθωμανική συλλογική ταυτότητα στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου ισλαμο-εθνικιστικού αφηγήματος, σύμφωνα με το οποίο η Τουρκία είναι μια περιφερειακή δύναμη που δεν περιορίζεται στην άσκηση επεκτατικής διπλωματίας, αλλά χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως εργαλείο επιρροής, τόσο στο εσωτερικό, όσο όμως και στην ευρύτερη περιοχή και δη στα Βαλκάνια.

Για τον τούρκο πρόεδρο, η βυζαντινή κληρονομιά- και ειδικά αυτή της Κωνσταντινούπολης- πρέπει να απαλειφθεί. Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι η αντίδραση του Υπουργείου Εξωτερικών ήταν και πάλι σχετικά ήπια, με αναφορά στη διεθνή διάσταση του ζητήματος, καθότι η Μονή της Χώρας ανήκει στα μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, ενώ από την ελληνική πλευρά υπενθυμίζουν ότι μετά την ήττα στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ο Ερντογάν τελεί υπό πίεση, μετρώντας σημαντικές απώλειες, ιδίως στο ισλαμιστικό ακροατήριο του.

Αυτό, όμως, που δεν μπορεί να παραβλεφθεί είναι ότι η υπόθεση της Μονής της Χώρας έρχεται σε συνέχεια μιας σειράς παραφωνιών, που τις τελευταίες εβδομάδες φέρνουν ξανά στην επιφάνεια τις δομικές ελληνοτουρκικές διαφορές. Είναι ενδεικτικό ότι η συζήτηση για τα θαλάσσια πάρκα, παρότι εξαιρετικά πρώιμη τουλάχιστον όσον αφορά τις προθέσεις της Αθήνας, έλαβε σχεδόν ανεξέλεγκτη τροπή και έκταση, με την Αγκυρα να εργαλειοποιεί ένα περιβαλλοντικό ζήτημα προκειμένου να επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών», αιχμή του δόρατος της τουρκικής αναθεωρητικής στρατηγικής αμφισβήτησης του Αιγαίου.

Στην ελληνική πρωτεύουσα καταγράφεται, επίσης, αντίστοιχος προβληματισμός τόσο για τη συμπερίληψη του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» στα σχολικά εγχειρίδια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Τουρκία, όσο και για τη διεξαγωγή στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο της μεγάλης στρατιωτικής άσκησης «Θαλασσόλυκος», με τη συμμετοχή περισσότερων από 90 μονάδων του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού. Σημειώνεται, ότι πέρσι η άσκηση είχε ακυρωθεί στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.

Οπως λένε ανώτερες διπλωματικές πηγές με άριστη γνώση των εξελίξεων, αλλά και διαχρονική εμπειρία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, όσο περνούν οι μήνες τόσο στενεύουν τα περιθώρια ενός ρεαλιστικού και κυρίως ειλικρινούς διαλόγου μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, τουλάχιστον όσον αφορά την ουσία της διπλωματίας. «Δεν φαίνεται τίποτα στον ορίζοντα», σημειώνουν οι ίδιες πηγές, με δεδομένο άλλωστε ότι ειδικά για τη διαφορά που αναγνωρίζει η Ελλάδα, δηλαδή την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, δεν έχει ξεκινήσει καν σχετική συζήτηση. Ακόμα και η αντικατάσταση του αρμόδιου υφυπουργού Εξωτερικών Μπουράκ Ακτσαπάρ, κάτι βέβαια σύνηθες για την τουρκική διπλωματία, δείχνει ότι ουδείς βιάζεται. Το γεγονός, άλλωστε, ότι οι δύο πλευρές δεν έχουν καταλήξει στη μορφή και το σχήμα υπό το οποίο θα μπορούσαν να ξεκινήσουν οι αναβαθμισμένες και υπό πολιτική αιγίδα διερευνητικές επαφές όπου και θα συζητηθούν τα νομικά- διπλωματικά ζητήματα, αποτυπώνει την ατμόσφαιρα της συγκυρίας.

Στην Αθήνα αντιλαμβάνονται ότι αυτή τη στιγμή απόλυτη προτεραιότητα της Τουρκίας αποτελεί η Μέση Ανατολή, με τον Ταγίπ Ερντογάν μάλιστα να αναλαμβάνει αλλεπάλληλες πρωτοβουλίες προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, αντίθετη με αυτή της δυτικής συμμαχίας. Με την κατάσταση στη Ράφα να είναι στην κόψη του ξυραφιού, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών βρίσκεται σε εγρήγορση, καθώς όσα μεσολαβήσουν έως τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν, θα μπορούσαν να καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια παρουσία των δύο ηγετών την επόμενη Δευτέρα στην Άγκυρα, και ειδικότερα αυτή του τούρκου προέδρου, ο οποίος ουδόλως αποκλείεται να χρησιμοποιήσει το βήμα στο πλάι του Έλληνα πρωθυπουργού ώστε να επιτεθεί ξανά, σκαιότατα, κατά του Ισραήλ, των Ηνωμένων Πολιτείων και εν γένει της Δύσης.

Η ελληνική διπλωματία επιχείρησε τις προηγούμενες ημέρες, δια και της συνάντησης Γεραπετρίτη- Φιντάν, να μειώσει τις πιθανότητες μιας τέτοιας εξέλιξης, με το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη να ετοιμάζεται πάντως για κάθε ενδεχόμενο, θεωρώντας όμως ότι οι σχετικές απαντήσεις θα είναι σχετικά εύκολες, καθώς μπορεί οι δύο πλευρές να ανήκουν σε διαφορετικά «στρατόπεδα» σε ότι αφορά τη Μέση Ανατολή, αλλά συμφωνούν τόσο στην ανάγκη αντιμετώπισης των ανθρωπιστικών επιπτώσεων στη Λωρίδα της Γάζας, όσο και στη βασική θέση της διεθνούς κοινότητας περί ίδρυσης Παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 και με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.

Ενα ακόμα ζητούμενο από την πλευρά της Αθήνας είναι να υπογραφεί τη Δευτέρα τουλάχιστον μία ακόμα διακριτή συμφωνία, εκτός από αυτές της λεγόμενης θετικής ατζέντας, δια της οποίας θα αποδειχθεί ότι οι δύο πλευρές υλοποιούν, απρόσκοπτα και ανεξαρτήτως των όποιων αντιπαραθέσεων, έμπρακτα βήματα συνεργασίας, όπως συμβαίνει τόσο στο μεταναστευτικό, όσο και στην παροχή τουριστικής βίζας σε δέκα ελληνικά νησιά. Στο πλαίσιο αυτό, συνεχίζονται οι συζητήσεις πέριξ ενός πρωτοκόλλου συνεργειών στον τομέα της Πολιτικής Προστασίας, με τις δύο χώρες άλλωστε να έχουν επιχειρήσει από κοινού αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών.

Το ταξίδι του Κυριάκου Μητσοτάκη, τέλος, είναι κομβικό, όχι απλώς διότι ολοκληρώνεται ο πρώτος διευρυμένος κύκλος των ελληνοτουρκικών επαφών, αλλά επειδή θα πρέπει να καθοριστούν τα επόμενα βήματα μιας διαδικασίας, η οποία είναι φανερό ότι έχει απωλέσει την όποια αρχική δυναμική της. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να αποκρυσταλλωθούν τόσο οι προτεραιότητες, όσο και οι στόχοι της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτόν τον ιδιότυπο διάλογο με την Τουρκία. Διότι δεν αρκεί απλώς να κρύβουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί, όπως επισημαίνουν οι επιφυλακτικότεροι παρατηρητές της ελληνικής πλευράς, αντιδρώντας όλο και λιγότερο στις αναθεωρητικές πρακτικές της Άγκυρας και απλώς αναμένοντας πότε θα κρίνει ο Ερντογάν ότι ήρθε η ώρα να αλλάξει την ατζέντα. Το τίμημα της ηρεμίας δεν μπορεί να είναι ανεξάντλητο.

*Από το Protagon.gr