Όσο η ευρωπαϊκή οικονομία θα συνεχίζει να διολισθαίνει, τόσο θα εμποδίζεται μια ουσιαστική ανάκαμψη της ζήτησης φυσικού αερίου, όπως εκτιμούν ειδικοί αναλυτές. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τις εκτιμήσεις τους, ένα ποσοστό κοντά στο 50% της ευρωπαϊκής ζήτησης φυσικού αερίου που εξαλείφθηκε την τελευταία διετία λόγω των υψηλών τιμών του ορυκτού καυσίμου και της διαταραχής στις αγορές, δεν θα επιστρέψει.

Σύμφωνα με το Montel, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας ανακοίνωσε η ζήτηση φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχει μειωθεί κατά περίπου 20% από το 2021, ήτοι, τη χρονιά πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, και ανήλθε σε 488 bcm,το περασμένο έτος.

Πρόκειται για πολύ μεγαλύτερη μείωση από το στόχο του 15% που είχε θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αρχή της κρίσης με σκοπό να χαλιναγωγήσει τις ακραίες τιμές του ορυκτού.

Κατά τους ίδιους αναλυτές, οι τομείς που επλήγησαν περισσότερο ήταν τα λιπάσματα και τα χημικά και σε κάποιο βαθμό τα μέταλλα. Ειδικότερα, ο τομέας των λιπασμάτων έχει απωλέσει μεταξύ 15-20% της παραγωγής, που αναμένεται να μην ανακάμψει, τουλάχιστον προσεχώς, εκτός και αν συνεχίσουν να ισχύουν οι τρέχουσες συνθήκες στην αγορά.

«Οι τιμές είναι χαμηλότερες, αλλά δεν είναι αρκετά χαμηλές για να μας βάλουν ξανά στο σωστό δρόμο», αναφέρει κορυφαίος ειδήμων της αγοράς,ο οποίος σημείωσε ότι δεν είναι αρκετό ότι οι ευρωπαϊκές τιμές αναφοράς του φυσικού αερίου, στο TTF, έχουν υποχωρήσει κάτω από τα 30 ευρώ/MWh, από το στρατοσφαιρικό επίπεδο των σχεδόν 350 ευρώ/MWh το 2022.

Το βασικό ερώτημα για τους αναλυτές παραμένει το κατά πόσο ακόμα θα μειωθούν οι τιμές του φυσικού αερίου την προσεχή διετία. Ορισμένοι, ωστόσο τάσσονται υπέρ της άποψης ότι η μείωση της ζήτησης στην Ευρώπη θα αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα.

Εν τω μεταξύ, η ανάδυση της τεχνητής νοημοσύνης εκτιμάται ότι θα εκτοξεύσει τη ζήτηση φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια, αναφέρει έκθεση της επενδυτικής τράπεζας Tudor Pickering Holt & Co. Σύμφωνα με αυτή, η αύξηση της χρήσης ενέργειας από data centers τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τη ζήτηση φυσικού αερίου κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας που διανύουμε, μέχρι και κατά 8,5 bcf ανά ημέρα.