Το τελευταίο διάστημα όλος ο κόσμος έχει στρέψει το βλέμμα τους προς την ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του ερχόμενου Νοεμβρίου. Το ενδεχόμενο νίκης του Ντόναλντ Τραμπ επισκίασε τις εργασίες του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός ενώ η ΕΕ ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την ολική επαναφορά του. Και ενώ ο τρόμος έχει κυριεύσει ορισμένες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και κυρίως τους τελευταίους ορόφους του Berlaymont στις Βρυξέλλες, οι πιο ψύχραιμες φωνές υποστηρίζουν ότι μια επικράτηση του Τραμπ δεν θα φέρει και την συντέλεια του κόσμου. Μπορεί ο πρώην Αμερικανός Πρόεδρος να μην είχε και τις καλύτερες σχέσεις

με την φον ντερ Λάυεν και το επιτελείο της. Αλλά και η επικεφαλής της Κομισιόν έχει κατηγορηθεί ουκ ολίγες φορές για υπερβολικά φιλοαμερικανική πολιτική που έχει αποβεί εις βάρος των ευρωπαϊκών συμφερόντων.

Πού βρίσκεται εν τέλει η αλήθεια; Και πόσο ανατρεπτικός θα είναι ο Τραμπ στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής; Στον αντίποδα αυτών που εκτιμούν ότι μια νέα θητεία του Τραμπ θα έχει δραματικές εξελίξεις διεθνώς, υπάρχουν αρκετοί που πιστεύουν ότι ο Τραμπ δεν θα έκανε κάτι πολύ διαφορετικό από ότι ο Μπάιντεν αν εκλεγόταν και για δεύτερη θητεία στο ουκρανικό, την Μέση Ανατολή αλλά και την Κίνα. Όσον αφορά την Ουκρανία, υπάρχει ο φόβος ότι οι Ρεπουμπλικάνοι υπό τον Τραμπ θα σταματήσουν να χρηματοδοτούν τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ ο ίδιος ο Τραμπ έχει καυχηθεί ότι «μπορεί να τελειώσει τον πόλεμο σε μια ημέρα».

Παρά τις βαρύγδουπες δηλώσεις του, το μόνο βέβαιον είναι ότι ο Τραμπ θα επιθυμούσε ο πόλεμος αυτός να λήξει. Αλλά και ο Μπάιντεν είναι πιθανό να ακολουθήσει παρόμοιο δρόμο αν κερδίσει άλλη μια θητεία, ακόμα κι αν το επιδιώξει με διαφορετικό τρόπο. Η έκβαση του πολέμου δεν ωφελεί την Ουκρανία και παρόλο που οι υποστηρικτές της συνεχίζουν να επινοούν αισιόδοξα σχέδια για την αναστροφή της τύχης της και την απελευθέρωση του εδάφους που παράνομα έχει κατακτήσει και προσαρτήσει η Ρωσία, οι ελπίδες τους είναι σχεδόν ανύπαρκτες, και το Υπουργείο Άμυνας πιθανώς το γνωρίζει. Ο Μπάιντεν και το επιτελείο του δεν πρόκειται να το παραδεχτούν πριν από τις εκλογές, γιατί θα δημιουργούσε αμφιβολίες για τον χειρισμό του πολέμου μέχρι τώρα. Εάν επιστρέψουν στην εξουσία, ωστόσο, είναι πιθανό να πιέσουν το Κίεβο να υιοθετήσει πιο ρεαλιστικούς στόχους και να προχωρήσει προς μια διευθέτηση.

Ο Stephen M. Walt, καθηγητής των διεθνών σχέσεων στο Harvard εκτιμά ότι όσον αφορά την τελική διευθέτηση στην Ουκρανία, ο Μπάιντεν θα το έκανε με μετρημένο τρόπο και θα προσπαθούσε να βοηθήσει το Κίεβο να επιτύχει την καλύτερη συμφωνία που μπορούσε. Αντίθετα, ο Τραμπ πιθανότατα θα επέδειχνε την ίδια διπλωματική ικανότητα που έδειξε στην ερασιτεχνική του φιλοσοφία με τον Βορειοκορεάτη Κιμ Γιονγκ Ουν (δηλαδή, καμία). Το κοινό σημείο, ωστόσο, είναι ότι και οι δύο κυβερνήσεις θα προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν τον τερματισμό του πολέμου μετά τον Ιανουάριο του 2025 και η συμφωνία που θα προκύψει είναι πιθανό να είναι πολύ πιο κοντά στους δηλωμένους πολεμικούς στόχους της Ρωσίας από ό,τι του Κιέβου.

Όσον αφορά την στάση απέναντι στο Πεκίνο, ο ίδιος εκτιμά ότι η πολιτική έναντι της Κίνας δεν πρόκειται να αλλάξει πολύ, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα τον προσεχή Νοέμβριο. Επίσημες δηλώσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν και της προηγούμενης κυβέρνησης Τραμπ προσδιόρισαν την Κίνα ως έναν από τους κύριους αμφισβητίες της παγκόσμια πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, και αυτή η άποψη είναι, αν μη τι άλλο, ακόμη πιο έντονη σήμερα. Ο Τραμπ μπορεί να υιοθετήσει μια κάπως πιο συγκρουσιακή στάση απέναντι στους Ασιάτες συμμάχους της Αμερικής (τους οποίους έχει κατηγορήσει επανειλημμένα ότι εξαρτώνται υπερβολικά από την αμερικανική προστασία), αλλά δεν μπορεί να τους εγκαταλείψει αν πράγματι θέλει να αντιμετωπίσει δραστικά μια τυχόν επέλαση του Πεκίνου, που είναι πιο απειλητικό από ποτέ μαζί με τους συμμάχους του στην ομάδα των BRICS.

Όσον αφορά την Μέση Ανατολή, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν αρκετές διπλωματικές πρωτοβουλίες στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ του Ισραήλ και ορισμένων αραβικών χωρών, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Σουδάν και το Μαρόκο. Αυτό θεωρήθηκε ως ένα σημαντικό επίτευγμα στην περιοχή. Ωστόσο, η προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ στη Μέση Ανατολή σημαδεύτηκε επίσης από ορισμένες αμφιλεγόμενες αποφάσεις, όπως η αποχώρηση από την πυρηνική συμφωνία του Ιράν, η μετεγκατάσταση της πρεσβείας των ΗΠΑ στο Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, και την απόφαση αναγνώρισης της κυριαρχίας του Ισραήλ στα Υψίπεδα του Γκολάν. Αυτές οι κινήσεις προκάλεσαν ανησυχία μεταξύ ορισμένων περιφερειακών και διεθνών παικτών και θεωρήθηκαν ως παράγοντες που περιπλέκουν την επιδίωξη της ειρήνης και της σταθερότητας στη Μέση Ανατολή.

Παρά ταύτα όποιος και αν εκλεγεί, δεν είναι πιθανό να ασκήσει ουσιαστική πίεση στο Ισραήλ να αλλάξει πορεία. Μια δεύτερη θητεία Μπάιντεν μπορεί να δει μια προσπάθεια αναβίωσης κάποιου είδους ειρηνευτικής διαδικασίας, αλλά είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα επιτύχει περισσότερα. Άλλωστε, ο άνθρωπος που φέρεται να υπονόμευσε τις προσπάθειες του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα να επιτύχει μια λύση δύο κρατών δεν είναι πιθανό να το πετύχει ο ίδιος. Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ μπορεί να προσπαθήσει να σώσει ότι μπορεί από τις συμφωνίες του Αβραάμ. Όπως και με την Ουκρανία και την Κίνα, και στην Μέση Ανατολή το αποτέλεσμα δεν αναμένεται να είναι πολύ διαφορετικό παρά την διαφορά στην προσέγγιση και το διπλωματικό στυλ.

Η Ελλάδα

Όσον αφορά την Ελλάδα, η επιστροφή των Ρεπουµπλικανών υπό τον Τραμπ δεν θα φέρει δραματικές αλλαγές στις σχέσεις Αθήνας-Ουάσιγκτον. Εκτιμάται ότι οι σχέσεις των δύο κρατών δεν πρόκειται να αλλοιωθούν είτε µε ∆ηµοκρατικούς είτε µε Ρεπουµπλικανούς. Η πρωθυπουργία Μητσοτάκη και η αναβάθµιση των σχέσεων µε τις ΗΠΑ, από την εποχή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ακόµη εξελίχθηκαν σε µεγάλο βαθµό επί προεδρίας Τραµπ στον Λευκό Οίκο. Ο μόνος προβληματισμός αφορά στο αν ο Τράμπ θα δώσει µεγαλύτερο χώρο στον «σουλτάνο» Ερντογάν. Ωστόσο όλοι έχουν παραδεχτεί ότι η πώληση των F-16 στην Άγκυρα είναι απλά θέμα χρόνου, ενώ η συμμαχία Ελλάδος-ΗΠΑ εξαρτάται κυρίως και από την διάθεση των Αθηνών να ικανοποιήσουν τα γενικώτερα γεωστρατηγικά σχέδια των ΗΠΑ στην περιοχή, που δεν έχουν κρύψει ουδέποτε ότι επιθυμούν την ειρήνη στην Μεσόγειο, με ότι αυτό συνεπάγεται.