Με την τιμή των futures φυσικού αερίου για παραδόσεις Δεκεμβρίου στον κόμβο TTF να κινούνται σε ελαφρώς ανοδική τροχιά και να κλείνουν χθες στα 44,616 ευρώ/MWh, με ενδοημέρησια κέρδη 1,25%, αλλά να καταγράφει μικρό ράλι από το πρωί και να κινείται πάνω από τα 46,300 ευρώ/MWh, με ποσοστιαία άνοδο σχεδόν 4%, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε ορισμένες βασικές παραμέτρους της αγοράς, τόσο σε εγχώριο όσο και διεθνές επίπεδο. Κατ΄αρχάς, ένα ποσοστό που ξεπερνά το 95% των συνολικά 700 εταιρειών, παγκοσμίως, που δραστηριοποιούνται στην εξόρυξη 

και εκμετάλλευση πετρελαίου και φυσικού αερίου, συνεχίζουν να αναπτύσσουν νέα κοιτάσματα υδρογονανθράκων, σύμφωνα με έκθεση μη κυβερνητικών οργανώσεων. 

Πρόκειται για έργα τα οποία ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει χαρακτηρίσει ως μη απαραίτητα! Πρόκειται για τον ίδιο Οργανισμό που την άνοιξη του  2022, υπό το φως της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία είχε καλέσει τα κράτη να πάψουν να έχουν ενοχές για το αν θα πρέπει να εκπέμπουν περισσότερα αέρια του θερμοκηπίου και  άρα, να μην «πιάσουν» εγκαίρως τους στόχους για το Κλίμα, και αντ’ αυτού, να αυξήσουν κατακόρυφα τη χρήση ορυκτών καυσίμων για να μην ξεμείνουν από ενέργεια!

Πίσω στην έκθεση με τίτλο “Global Oil and Gas Exit List (GOCEL)”, οι επενδυτικές δαπάνες του τομέα στην έρευνα για νέα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου αυξήθηκαν πάνω από 30%, από το 2021. Πιο συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται σχετικά, οι εταιρείες δαπάνησαν συνολικά 170,4 δισεκατομμύρια δολάρια για έργα σε αυτό τον κλάδο, την τελευταία τριετία.

Μεταξύ των εν λόγω εταιρειών συμπεριλαμβάνονται οι κινεζικές China National Petroleum Corp., CNOOC και Sinopec, η ARAMCO, η μεξικανική PEMEX, η αμερικανική Pioneer Natural Resources, και η Shell.

Σε μια άλλη εξέλιξη που αποδεικνύει την ασταθή φύση των αγορών σε αυτή την περίοδο που έπεται τριών σοβαρών κρίσεων από το 2020, και αφορά στον τομέα του φυσικού αερίου, φαίνεται ότι τα νέα τερματικά LNG που έσπευσε να κατασκευάσει πυρετωδώς η Ευρώπη υπό την απειλή της γιγάντωσης της ενεργειακής κρίσης παραμένουν κατά κύριο λόγο, αδρανή. Αιτία είναι οι ασυνήθιστα θερμότερες καιρικές συνθήκες που επιφέρουν βραδύτερη άντληση του αερίου που βρίσκεται αποθηκευμένο στην Γηραιά ήπειρο.

Είναι ενδεικτικό της κατάστασης ότι η στάθμη έχει υποχωρήσει από το 99,63% στις 6 Νοεμβρίου, σε 99,45% στην αρχή της προηγούμενης εβδομάδας, πράγμα που υποδηλώνει ακόμα χαμηλή ζήτηση στην ήπειρο.

Όπερ σημαίνει ότι  σε περίπτωση που οι αποθήκες διατηρήσουν το μεγαλύτερο μέρος του όγκου αερίου που φιλοξενούν σήμερα, στο τέλος της χειμερινής περιόδου, χάρη στον ήπιο καιρό και εφόσον δεν προκύψουν περαιτέρω γεωπολιτικές διαταράξεις στην αγορά, η Ευρώπη είναι πιθανό θα δει τις τιμές του καυσίμου να υποχωρούν ραγδαία, αφού δεν θα χρειάζεται μεγάλες ποσότητες για να γεμίσει εκ νέου τις αποθήκες της.

Από την άλλη, όμως, τα τερματικά LNG που ακριβοπλήρωσε να παραμείνουν στον πάγο, σε μια ακόμη απόδειξη του πανικού υπό τον οποίο σχεδίασε την πολιτική της η ΕΕ!

Οι σταθμοί επαναεριοποίησης LNG που σχεδιάστηκαν να λειτουργήσουν έως το 2030 θεωρείται πολύ πιθανό να διαθέτουν πλεόνασμα δυναμικότητας εκείνο το έτος, αφού από  τα τρέχοντα 406 bcm που επεξεργάζονται σήμερα η ζήτηση δεν θα ξεπερνά τα 400 bcm!

«Η Ευρώπη πρόσθεσε 36,5 bcm σε νέα δυναμικότητα LNG από την αρχή του 2022, ενώ η κατανάλωση καυσίμου αυξήθηκε κατά μόλις 4,8 bcm, φέτος μετά την άνοδο των 46,2 bcm την αντίστοιχη χρονική περίοδο πέρυσι, σχολιάζουν οι ειδικοί.

Παρά ταύτα, ο παγκόσμιος κλάδος του LNG θα πρέπει να προσθέσει ετησίως, παραγωγή ύψους 90 εκατ. τόνων για να καλυφθεί η ζήτηση έως το 2035, σύμφωνα με την Wood Mackenzie.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η προγραμματιζόμενη για το α’ τρίμηνο του 2024, διεξαγωγή του market  test για τον αμφιλεγόμενο αγωγό, East Μed, με τις πρώτες πληροφορίες να αναφέρουν εντεινόμενο ενδιαφέρον για συμμετοχή και υποβολή προσφορών, από επενδυτές.

Εν τω μεταξύ, η Goldman Sachs προέβλεψε πρόσφατα ότι η τιμή των futures του TTF θα κυμανθούν στη ζώνη εύρους  των μεταξύ 70-100 ευρώ/MWh, το 2024 εξαιτίας των καιρικών συνθηκών, των προβλημάτων στην προσφορά και της πιθανής αναζωπύρωσης των γεωπολιτικών κινδύνων. Σύμφωνα με τον διεθνή Οίκο, η ζήτηση αερίου θα αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 1,6% ετησίως, μεταξύ 2022 και 2026, όταν το ποσοστό αύξησης την περίοδο 2017-2021 ήταν 2,5%.

Στην Ελλάδα, η ζήτηση για φυσικό αέριο υποχώρησε κατά  -15% στο εννεάμηνο του 2023 από -20% το 2022, έναντι του 2021.

Σημειώνουμε ότι ο ΔΕΣΦΑ δέσμευσε, για το 2027, συνολικά 42 στα 45 slots, ενώ στις δημοπρασίες για το 2028, οι χρήστες δέσμευσαν συνολικά 30 slots από τα 44 που διατέθηκαν για το εν λόγω έτος. Η συμμετοχή κρίνεται μικρή, όμως θα πρέπει να επισημανθεί ότι τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι αρκετοί από αυτούς έχουν ήδη δεσμεύσει θέσεις στο FSRU Αλεξανδρούπολης που θα λειτουργήσει από την αρχή του 20244 και θα εξυπηρετεί κατά κύριο λόγο φορτία LNG προς εξαγωγή.

Σε γενικές γραμμές όμως και σύμφωνα με τα αποτελέσματα των δημοπρασιών, η ελληνική αγορά μοιάζει να στηρίζεται κατά κόρον στο σταθμό της Ρεβυθούσας που προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία και διατηρεί τη ρευστότητα της αγοράς.

Όσον αφορά στην πλατφόρμα εμπορίας φυσικού αερίου, ο μέσος όρος της τιμής κλεισίματος, την εβδομάδα 13 Νοεμβρίου - 19 Νοεμβρίου 2023, διαμορφώθηκε στα 42,15 ευρώ/MWh, με τις συνολικές ποσότητες που διαπραγματεύτηκαν να φθάνουν σε 141,683 MWh. 

Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με στοιχεία που περιέχονται στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδοο για την Ενέργεια και το Κλίμα, από τα 7,5 bcm που διακινήθηκαν στο ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς, το 2022, τα 2,6 bcm ή ποσοστό 35% του συνόλου αφορούσαν σε διαμετακόμιση.

Επίσης, κατά το α’ εξάμηνο του έτους που διανύουμε, από τα 2,9 bcm, που διακινήθηκαν, το 0,85 bcm, ή ποσοστό 29,4%, αφορούσε σε διαμετακόμιση. Το φαινόμενο αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω μετά την ολοκλήρωση των νέων FSRU.

Υπ’ αυτή την έννοια ο ΔΕΣΦΑ αναβαθμίζει συστηματικά τη μεταφορική ικανότητα του Συστήματος, με εγκατάσταση νέων σταθμών συμπίεσης, προκειμένου να αυξηθεί η δυναμικότητα διαμετακόμισης έως το 2026, στα 8,5 bcm σε ετήσια βάση,  από  3,1 bcm ετησίως, σήμερα.