Όπως είχαν ήδη προαναγγείλει κορυφαίοι Αμερικανοί αναλυτές και ειδικοί στην γραφούσα, οι ΗΠΑ δεν είχαν επιλογή παρά να ανοίξουν μια γέφυρα επικοινωνίας με το Πεκίνο. Έτσι την περασμένη Τετάρτη πραγματοποιήθηκε η πολυαναμενόμενη συνάντηση του Κινέζου πρόεδρου Σι Τζινπίνγκ και του Προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, στο περιθώριο της  συνόδου κορυφής της APEC στο Σαν Φρανσίσκο. Ήταν η δεύτερη κατ' ιδίαν συνάντησή τους από τότε που ο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του, τον Ιανουάριο του 2021 και το πρώτο ταξίδι του Σι στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2017. Και μάλιστα όπως έγινε γνωστό

την Δευτέρα από τον Λευκό Οίκο οι δύο ηγέτες θα συναντηθούν ξανά.

Σύμφωνα με τον Μπάιντεν, οι συζητήσεις τους, οι οποίες διήρκεσαν περίπου τέσσερις ώρες, «ήταν  από τις πιο εποικοδομητικές και παραγωγικές συζητήσεις που είχαμε». Από την άλλη, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών Wang Yi, στην ενημέρωσή του στον Τύπο, χαρακτήρισε τη σύνοδο κορυφής «ιστορική», μια σύνοδο κορυφής «στρατηγικής σημασίας και βαθιάς επιρροής». Σύμφωνα με τον Wang, οι δύο πλευρές αποχώρησαν από τη συνάντηση συμφωνώντας σε επτά βασικές αρχές: αμοιβαίο σεβασμό, ειρηνική συνύπαρξη, διατήρηση της επικοινωνίας, πρόληψη συγκρούσεων, τήρηση του Χάρτη του ΟΗΕ, συνεργασία για κοινά συμφέροντα και υπεύθυνη διαχείριση του ανταγωνισμού. Επί του πρακτέου, τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Σι υπογράμμισαν την κινεζική δέσμευση να βοηθήσουν να σταματήσουν οι μεταφορές παράνομης φαιντανύλης στις ΗΠΑ, αν και αυτή είναι μια δέσμευση που η Κίνα έχει αναλάβει και στο παρελθόν. Υπήρξαν επίσης συμφωνίες για την αύξηση των εμπορικών πτήσεων και του τουρισμού. Ο Σι ανακοίνωσε ένα σχέδιο για την υποδοχή 50.000 Αμερικανών φοιτητών τα επόμενα πέντε χρόνια και ανέφερε ότι η Κίνα θα στείλει και πάλι Πάντα σε ζωολογικούς κήπους των ΗΠΑ, μόλις λίγες εβδομάδες αφότου τα έφερε πίσω εν μέσω διπλωματικών εντάσεων. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συνεργαστούν περισσότερο σε θέματα κλιματικής αλλαγής και ανακοίνωσαν τη σύσταση ομάδας εργασίας για να συζητήσουν την ταχεία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης.

Όπως ήταν αναμενόμενο, καμία πλευρά δεν άλλαξε ουσιαστικά τη στάση της στα μείζονα θέματα. Στην πραγματικότητα Μπάιντεν και του Σι επανέλαβαν σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις τους για μακροχρόνια ζητήματα έντασης, από την Ταϊβάν και τους ελέγχους των εξαγωγών (για την Κίνα) μέχρι τα ανθρώπινα δικαιώματα και την «ελευθερία ναυσιπλοΐας και υπερπτήσεων» (για τις ΗΠΑ). Ωστόσο παρ ότι η συνάντηση αυτή δεν γεφύρωσε τις σημαντικές διαφορές των δύο χωρών και μόνο το γεγονός ότι πραγματοποιήθηκε, έχει ιδιαίτερη σημασία. Ειδικά αν αναλογισθεί κανείς τί ανέφερε το δόγμα εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ πριν από σχεδόν ένα χρόνο. Τότε η Ουάσιγκτον είχε χαρακτηρίσει το Πεκίνο  τη «σημαντικότερη γεωπολιτική πρόκληση», τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται «στην καρδιά ενός στρατηγικού ανταγωνισμού που θα σχηματίσει το μέλλον της παγκόσμιας τάξης». «Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι η μόνη ανταγωνιστική δύναμη που έχει τόσο την πρόθεση να επαναπροσδιορίσει την παγκόσμια τάξη όσο και την ολοένα μεγαλύτερη οικονομική, διπλωματική, στρατιωτική και τεχνολογική δύναμη για να το πετύχει», ανέφερε χαρακτηριστικά το σχετικό κείμενο τον Οκτώβριο του 2022.

Εντούτοις οι  ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις και τα πολλαπλά μέτωπα που έχουν ανοίξει πλέον για τις ΗΠΑ από τον Καύκασο μέχρι την Συρία, δεν τους επιτρέπουν να έρθουν σε μετωπική σύγκρουση και με έναν ακόμη πολύ ισχυρό αντίπαλο. Οι δε νέες συμμαχίες που σχηματίζονται και οι ανακατατάξεις σε Αφρική και Μέση Ανατολή με κέντρο το Πεκίνο έχουν προκαλέσει συναγερμό όχι μόνο τις ΗΠΑ αλλά την Δύση γενικότερα. Στο εμπορικό σκέλος,  η Κίνα είναι πλέον χωρίς αμφιβολία το μεγάλο εργαστήριο του κόσμου. Όπως τόνισε ο Keith Bradsher στους New York Times νωρίτερα αυτό το μήνα: «Η Κίνα έχει ήδη κατασκευάσει αρκετά εργοστάσια ηλιακών πάνελ για να καλύψει τις ανάγκες ολόκληρου του κόσμου. Έχει κατασκευάσει αρκετά εργοστάσια αυτοκινήτων για να κάνει κάθε αυτοκίνητο που πωλείται στην Κίνα, την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και μέχρι το τέλος του 2024, η Κίνα θα έχει κατασκευάσει μέσα σε μόλις πέντε χρόνια τόσα πετροχημικά εργοστάσια όσα όλα αυτά που λειτουργούν τώρα στην Ευρώπη συν την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα». Επίσης , η Κίνα κατασκευάζει το 46% των πλοίων του κόσμου. Μέχρι το 2026, θα παράγει το 42% των λιγότερο προηγμένων ημιαγωγών που είναι απαραίτητοι για τις σύγχρονες συσκευές, ενώ οι περισσότερες μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων κατασκευάζονται στην Κίνα.

Μάλιστα το γεγονός ότι το Πεκίνο δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στον χαρακτηρισμό του Σι ως «δικτάτορα» από τον ίδιο τον Μπάιντεν δείχνει ότι υπάρχει πρόθεση αποκλιμάκωσης της έντασης που χαρακτήριζε τις σχέσεις των δύο χωρών από την εποχή Τραμπ. Μια σχέση που φαίνεται να μπαίνει σε πιο σταθερή πορεία, τουλάχιστον προς στιγμήν. Με τις εκλογές να πλησιάζουν στην Ταϊβάν και τις Ηνωμένες Πολιτείες και την αναταραχή που επικρατεί σε ολόκληρο τον κόσμο, οι δύο πλευρές δείχνουν να θέλουν να αποφύγουν μια νέα σύγκρουση. Προς το παρόν.