Την στιγμή που η κυβέρνηση, μέσω της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ αλλά και του ίδιου του πρωθυπουργού, δεν χάνει ευκαιρία με δηλώσεις της να επαίρεται για τον κομβικό ρόλο που διαδραματίζει η Ελλάδα στην ενεργειακή τροφοδοσία της περιοχής μέσω εξαγωγών φυσικού αερίου, κάτι που πρόκειται να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο μέσα από υποδομές που είναι υπό κατασκευή ή ανάπτυξη την τρέχουσα περίοδο

(βλέπε τέρμιναλ FSRU, νέοι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί, δίκτυα κλπ), προκαλεί την κοινή λογική η στάση της σε ότι αφορά τις προοπτικές του ευγενούς αυτού καυσίμου στο πλαίσιο της ακολουθούμενης σήμερα ενεργειακής πολιτικής..

Με την επίσημη ενεργειακή πολιτική να εκφράζεται πλέον μέσα από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) το οποίο παρουσιάστηκε σε πλήρως αναθεωρημένη μορφή (σε σύγκριση με το αρχικό σχέδιο του Ιανουαρίου 2023) τον περασμένο Αύγουστο και τέθηκε άμεσα σε δημόσια διαβούλευση. Με την ολοκλήρωση της οποίας δεν αναμένεται να υπάρξουν ριζικές αλλαγές.

Πλην όμως το σχέδιο αυτό αποσιωπά πλήρως την ανάγκη για ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, μεγάλο μέρος της οποίας στηρίζεται στο φυσικό αέριο ενώ παράλληλα αγνοεί προκλητικά τον ρόλο του πετρελαίου, που μαζί με το φ.αέριο καλύπτουν το 73 % της ακαθάριστης εγχώριας ενεργειακής κατανάλωσης (και το 58% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης). Και αντ´αυτού επικεντρώνεται στις ΑΠΕ και τον ηλεκτρισμό που όμως καλύπτουν πολύ μικρότερο μέρος της συνολικής ζήτησης.

Σύμφωνα με την λογική του ΕΣΕΚ, την οποία προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε, οι ΑΠΕ, η αποθήκευση και το υδρογόνο είναι τα καύσιμα του μέλλοντος και άρα μόνο αυτά πρέπει να μας απασχολούν, ενώ το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, πέρα του ότι είναι ρυπογόνα, ανήκουν στο παρελθόν και άρα δεν αξίζει να ασχολούμαστε. Χωρίς να μπαίνει καν στον κόπο να εξετάσει το ενδιάμεσο στάδιο, που υποτίθεται οτι ευρισκόμαστε, όπου συνυπάρχουν τα ορυκτά καύσιμα με τις ΑΠΕ και το υδρογόνο. Με την διαφορά ότι αυτό το ενδιάμεσο στάδιο θα κρατήσει 30 με 40 χρόνια με το φυσικό αέριο να έχει εδώ και πολύ καιρό λάβει το χρήσμα του ενδιάμεσου καυσίμου και προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται όλοι οι μεγάλοι διεθνείς προμηθευτές.(λχ βλέπε 20 έτη και 30 έτη συμβόλαια προμήθειας).

Απώτερος στόχος του ΕΣΕΚ είναι η πλήρη αναδιάταξη του ενεργειακού μείγματος, σε απόλυτο συντονισμό με τις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες, έτσι ώστε σε λίγα χρόνια (με ορόσημα το έτη 2030 και 2040) σχεδόν το σύνολο της ηλεκτροπαραγωγής και το μεγαλύτερο ενεργειακής ζήτησης να καλύπτεται από ΑΠΕ. Κάτι που όμως δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς την απαραίτητη συνδρομή του εισαγόμενου- κατά 100% - φυσικού αερίου αφού προσφέρει τα απαραίτητα φορτία βάσης στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής χωρίς τα οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει. Σήμερα το φ.αέριο καλύπτει το σχεδόν το 40% με 45% της ηλεκτροπαραγωγής και το 25% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης της χώρας. Η δε συμμετοχή του, σύμφωνα με το κεντρικό σε σενάριο του ΕΣΕΚ, παραμένει σημαντική στο ενεργειακό ισοζύγιο μέχρι το 2050.

Εάν μάλιστα λάβουμε υπ´όψη την συμμετοχή του πετρελαίου (το οποίο και αυτό εισάγεται 99% αλλά διυλίζεται εγχώρια) στο ενεργειακό μίγμα τότε θα δούμε ότι μαζί με το φυσικό αέριο καλύπτουν το 75% της συνολικής ενεργειακής ζήτησης. Ένα ποσοστό που δύσκολα θα πέσει κάτω από το 65%, όσες ανεμογεννήτριες και όσα φωτοβολταϊκά και εάν προσθέσουμε στο σύστημα για τον απλούστατο λόγο ότι η όλη η παραγόμενη από αυτά ενέργεια διοχετεύεται αποκλειστικά στην ηλεκτροπαραγωγή. Με αλλά λόγια υπάρχει ξεκάθαρη ανάγκη χάραξης πολιτικής για το πως θα διαχειριστούμε το πετρέλαιο τα επόμενα χρόνια της μετάβασης σε πράσινα καύσιμα χαμηλού ανθρακικού περιεχομένου, και όχι να προσπερνάμε το θέμα (δηλ.τον ελέφαντα στο δωμάτιο) προσποιούμενοι ότι σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει πετρέλαιο και φ.αέριο αφού με κάποιο μαγικό τρόπο θα έχουν εξαφανιστεί από την εικόνα.

Με τους υδρογονάνθρακες όμως να αποτελούν, και απ´ότι φαίνεται θα εξακολουθήσουν για πολλά χρόνια ακόμα, τους πυλώνες του όλου συστήματος. Η δε εξάπλωση της ηλεκτροκίνησης δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα διοχέτευσης της πλεονάζουσας παραγωγής ΑΠΕ αφού μέρος της αυξανόμενης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας ενέργειας θα καλύπτεται από φυσικό αέριο, όπως ακριβώς προβλέπει το ΕΣΕΚ. Ας μην ξεχνάμε ότι το πετρέλαιο (που η ΕΕ και η πειθήνια Ελλάδα θέλουν να εξαφανίσουν από την ενεργειακή εξίσωση), πέρα από την απόλυτη χρήση του στις μεταφορές (που αντιστοιχούσε στο 37,2 % της συνολικής κατανάλωσης του 2021) χρησιμοποιείται από εκατομμύρια νοικοκυριά και πολλές επιχειρήσεις για κεντρική θέρμανση ενώ σε αυτό να βασίζεται η ηλεκτροπαραγωγή σε δεκάδες νησιά, που παρά την ηλεκτρική τους διασύνδεση με το εθνικό δίκτυο, θα εξακολουθήσουν για πολλά χρόνια ακόμα να καταναλώνουν πετρέλαιο μέσα από τις υφιστάμενες μονάδες για συμπληρωματική κάλυψη των αναγκών. Άρα, πολύ δύσκολα με μακρόσυρτους ρυθμούς το πετρέλαιο θα δώσει την θέση του στο all electric σύστημα του μέλλοντος, που ορισμένοι ονειρεύονται ως την σωτηρία από την επερχόμενη «κλιματική καταστροφή».

Με τέτοια αρνητική προδιάθεση έναντι των υδρογονανθράκων, που όμως καλύπτουν τα 2/3 της ενέργειας στην Ελλάδα, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το ΕΣΕΚ δεν αναφέρεται καθόλου στην προοπτική ερευνών για την ανακάλυψη και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Παρά το γεγονός ότι οι έρευνες σε έξι (6) παραχωρήσεις ευρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο με αναδόχους μεγάλες και καταξιωμένες διεθνείς εταιρείες. Με τις πρώτες ερευνητικές γεωτρήσεις να έχουν προγραμματιστεί για το 2024 θα περίμενε κάποιος ότι το ΕΣΕΚ θα περιελάμβανε μια ανάλυση για τις δυνατότητες κάλυψης ενός μέρους των ενεργειακών αναγκών από τα εγχώρια κοιτάσματα και πως αυτό θα βοηθούσε στην μείωση της τεράστιας ενεργειακής εξάρτησης της χώρας που το 2022 έφθασε το 77% και είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ.

Η νέα κρίση στην Μ. Ανατολή,μετά την απρόκλητη και μεγάλης κλίμακας επίθεση της Παλαιστινιακής Χαμάς κατά του κράτους του Ισραήλ, και οι ευρύτερες επιπτώσεις που αυτή η εξέλιξη θα έχει για τις γεωπολιτικές ισορροπίες της περιοχής, έδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο το ποσό ενεργειακά ευάλωτη είναι η Ευρώπη και η χώρα μας ιδιαίτερα με τόσο υψηλή ενεργειακή εξάρτηση. Κάτι που όμως η κυβέρνηση δεν θέλει επ ουδενί να παραδεχθεί σφυρίζοντας αδιάφορα προσηλωμένη στην πολλά υποσχόμενη « πράσινη μετάβαση» του αύριο, αρνούμενη να ασχοληθεί με τα τετριμμένα ενεργειακά θέματα του σήμερα. Που όμως επηρεάζουν άμεσα την πραγματική οικονομία, το εμπόριο, την γεωπολιτική και την εθνική ασφάλεια.

Τέλος, συνοψίζοντας,παρατηρούμε ότι υπάρχει μια σοβαρή αντίφαση μεταξύ του γεωπολιτικού οράματος της κυβέρνησης που θέλει την Ελλάδα να εγγυάται την ενεργειακή ασφάλεια των Βαλκανίων και της ευρύτερης περιοχής, προφανώς μέσω της ασφαλούς και συνεχούς ροής πετρελαίου και φυσικού αερίου που εγγυάται η χώρα μας (βλέπε διυλιστήρια, υποδομές φ.αερίου) και της άρνησης της να αποδεχθεί την ύπαρξη των δύο αυτών μορφών ενέργειας σε μέσο-μακροπρόθεσμο βάση στο εγχώριο ενεργειακό ισοζύγιο. Πολλώ δε μάλλον στην αναγκαιότητα εγχώριας παραγωγής, από μικρά και μεγάλα κοιτάσματα ανεξαιρέτως, με στόχο την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης.