Η ανακοίνωση την περασμένη Πέμπτη (30/3) από το ΤΑΙΠΕΔ, την εταιρεία μέλους του Υπερταμείου, ότι ολοκληρώθηκε δίχως υποβολή προσφορών η β΄ Φάση του διεθνούς διαγωνισμού για την παραχώρηση της χρήσης, ανάπτυξης και εκμετάλλευσης της υπόγειας φυσικής δεξαμενής που προκύπτει από το σχεδόν εξαντληθέν κοίτασμα φυσικού αερίου « Νότια Καβάλα», με σκοπό την μετατροπή του σε μόνιμη υπόγεια αποθήκη αερίου (ΥΑΦΑ), φέρνει για

μια ακόμα φορά στο προσκήνιο την πλήρη αδυναμία της πολιτείας να χαράξει και να εφαρμόσει μια ενεργειακή πολιτική που να διασφαλίζει την απαιτούμενη ενεργειακή ασφάλεια για την χώρα.

Δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε σε εμπεριστατωμένες αναλύσεις για να τονίσουμε το προφανές, που δεν είναι άλλο από την ανάγκη ενίσχυσης του εθνικού δικτύου φυσικού αερίου μέσω της διασύνδεσής του με μια μόνιμη υπόγεια δεξαμενή φ. αερίου η οποία θα μπορεί σε χρονικά διαστήματα, όπου παρατηρείται δυσκολία στην προμήθεια, να παρέχει την αναγκαία ρευστότητα στο δίκτυο, ενώ ταυτόχρονα τόσο ο Διαχειριστής, δηλ. ο ΔΕΣΦΑ, όσο  και οι εταιρείες να μπορούν να αξιοποιήσουν την διαεποχικότητα της υπόγειας αποθήκης ώστε να εξασφαλίσουν βέλτιστους οικονομικούς όρους στην προμήθεια αερίου.

Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση του ΤΑΙΠΕΔ, «το Ταμείο θα αξιολογήσει τις συνθήκες στις διεθνείς αγορές φυσικού αερίου, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα που έχουν δημιουργήσει η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο του σχεδίου REPowerEU, προκειμένου να εξετάσει το ενδεχόμενο προκήρυξης νέου διαγωνισμού στο άμεσο μέλλον για την αξιοποίηση του υπόγειου χώρου του κοιτάσματος φυσικού αερίου ως ΥΑΦΑ. Μεταξύ των παραμέτρων που θα εξεταστούν θα είναι η δυνατότητα αποθήκευσης υδρογόνου, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο σχέδιο REPowerEU για την ταχύτερη απεξάρτηση από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας των κρατών μελών». Το ΤΑΙΠΕΔ αφήνει, πάντως, ανοιχτό το ενδεχόμενο προκήρυξης νέου διαγωνισμού, αφού αξιολογήσει τις συνθήκες στις διεθνείς αγορές. Με αλλά λόγια το όλο θέμα παραπέμπεται στις Ελληνικές καλένδες ή όπως λέει ο θυμόσοφος λαός μας, «ζήσε, Μάη μου, να φας τριφύλλι».

Εν τω μεταξύ οι συμμετέχουσες εταιρείες έχουν κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι οι όροι τους οποίους έχει θέσει το ΤΑΙΠΕΔ για την εκμετάλλευση της υπόγειας δεξαμενής από το ανάδοχο σχήμα είναι τελείως ασύμφορες λόγω της αλλαγής του τιμολογιακού περιβάλλοντος στην Ευρώπη, των αναγκών της εγχώριας αγοράς και της τεράστιας αβεβαιότητας που έχει δημιουργηθεί πλέον στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία (Φεβρουάριος 2022). Η αποτυχία του διαγωνισμού ήταν εν πολλοίς αναμενόμενη, αφού τα δύο επενδυτικά σχήματα που συμμετείχαν στον διαγωνισμό (ΔΕΣΦΑ – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και Energean) είχαν ενημερώσει εδώ και μήνες την πολιτική ηγεσία ότι, με τους όρους που έχουν διαμορφώσει οι ρυθμιστικές αποφάσεις της ΡΑΕ, δεν πρόκειται να υποβάλουν προσφορά. Η ΡΑΕ, με γνώμονα τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση των καταναλωτών, ενέκρινε 50% ποσοστό κοινωνικοποίησης του έργου, έναντι 100% που πρότειναν οι υποψήφιοι επενδυτές. Έθετε επίσης «ταβάνι» στα συνολικά έσοδα που μπορεί να αντλήσει ο επενδυτής από τη λειτουργία της αποθήκης τα 160 εκατ. ευρώ. «Αυτοί είναι αφόρητα στενοί και ιδιαίτερα περιοριστικοί όροι που αποθαρρύνουν κάθε σοβαρό επενδυτή που σχεδιάζει επενδύσεις της τάξης των €800 εκατ. από το να συνεταιριστεί με το κράτος», δήλωσαν προς το Energia.gr παράγοντες της αγοράς.

Όμως, εδώ αναδεικνύεται για μια ακόμα φορά η απόλυτη ένδεια της κυβέρνησης να λάβει τις αναγκαίες και ρηξικέλευθες αποφάσεις ώστε να διασφαλίσει τους ελάχιστους όρους για την ασφάλεια λειτουργίας του εθνικού δικτύου την στιγμή που το φυσικό αέριο έχει αναδειχθεί ως το κατ´ εξοχήν στρατηγικό καύσιμο. Το όλο θέμα περιπλέκεται γραφειοκρατικά γιατί το όχι και τόσο μακρινό 2011 η τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ υπό την αφόρητη πίεση της Τρόικα (και παρά τις αντιρρήσεις του τότε υπουργού Γιάννη Μανιάτη) εκχώρησε «παράνομα» τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου (τα οποία τα είχε τότε εκχωρήσει στην εταιρεία Energean η οποία είχε νόμιμα την παραχώρηση όλης της περιοχής Πρίνου και Νοτίου Καβάλας και είχε, μάλιστα, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της, υποβάλει σχέδιο εκμετάλλευσης της Ν. Καβάλας το οποίο ούτε καν αξιολογήθηκε από την τότε κυβέρνηση) στην υπόγεια αποθήκη της Ν. Καβάλας στο ΤΑΙΠΕΔ, δηλαδή στους δανειστές της χώρας, ενώ μπορούσε κάλλιστα να το είχε αποφύγει επικαλούμενη λόγους εθνικής ασφάλειας. Όπως ακριβώς έκανε για σειρά άλλων έργων (λ. χ. υδροηλεκτρικά φράγματα) Αυτό, κατά την άποψη μας, αποτέλεσε και το «προπατορικό αμάρτημα» που υπονομεύει την εξέλιξη του συγκεκριμένου έργου, στέλνοντας την όλη υπόθεση στα γραφειοκρατικά γρανάζια του ΤΑΙΠΕΔ ο οποίος δεν είναι και ο πλέον αρμόδιος φορέας να διαχειριστεί ένα σύνθετο ενεργειακό έργο ενώ δεν επείγετο καθόλου για την προώθηση του.

Ενώ ουδείς, πλέον, από τους εμπλεκόμενους φορείς αμφισβητεί την αναγκαιότητα της δημιουργίας υπόγειας δεξαμενής φ. αερίου στο κοίτασμα της Νότιου Καβάλας, εν τούτοις το έργο δεν πρόκειται να προχωρήσει όσο είναι υπό την κηδεμονία του ΤΑΙΠΕΔ. Γι’ αυτό, όπως παρατηρούν παράγοντες της αγοράς με καλή γνώση της όλης υπόθεσης, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει το ταχύτερο δυνατό να έρθει σε κάποια συνεννόηση με το Υπερταμείο, προσφέροντας εν ανάγκη τα απαραίτητα ανταλλάγματα, ώστε να περιέλθει πάλι η αρμοδιότητα και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της Ν. Καβάλας στο Ελληνικό Δημόσιο. «Τότε, και μόνο τότε, θα μπορέσει το έργο να μπει σε τροχιά υλοποίησης», παρατηρούν οι ως άνω παράγοντες. Με πράξη νομοθετικού περιεχομένου θα μπορέσει τότε το ΥΠΕΝ να προχωρήσει σε νέο διαγωνισμό, με νέους όρους συμβατούς με τις ανάγκες της αγοράς.

Ωστόσο, παράγοντες της αγοράς και παρά τις προφανείς δυσκολίες υλοποίησης του έργου, παρατηρούν ότι υπάρχει μεγάλη σκοπιμότητα για την ύπαρξη και λειτουργία μιας οργανωμένης υπόγειας αποθήκης φυσικού αερίου ικανής να ικανοποιήσει τις αυξανόμενες ανάγκες του εθνικού δικτύου. Ως γνωστόν, η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ που δεν διαθέτει οργανωμένη υπόγεια αποθήκη φ. αερίου με ό, τι κίνδυνο αυτό ενέχει για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.

Τέλος, η έλλειψη μιας οργανωμένης υπόγειας αποθήκης στερεί από τις επιχειρήσεις, και κατ’ επέκταση υπό την χώρα, την δυνατότητα να αξιοποιεί την όποια ευνοϊκή συγκυρία στην αγορά, δηλ. όταν οι τιμές αερίου είναι χαμηλές, όπως ακριβώς συμβαίνει αυτή την περίοδο, να μπορεί να γεμίζει την αποθήκη με αέριο το οποίο να χρησιμοποιεί αργότερα. Είναι κοινή η διαπίστωση ότι ένα εκτενές εθνικό σύστημα όπως το ελληνικό σήμερα (με περισσότερα από 5000 χλμ. αγωγών) που δεν διαθέτει την δυνατότητα διαεποχιακής αποθήκευσης, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά σε μακροχρόνια βάση εξασφαλίζοντας χαμηλές και ανταγωνιστικές τιμές προς όφελος των καταναλωτών, είτε αυτοί είναι νοικοκυριά η επιχειρήσεις.