Με την συμπλήρωση ενός έτους από την Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, το ενδιαφέρον πολλών αναλυτών και αρθρογράφων εξακολουθεί να επικεντρώνεται στο θέμα με κοινό σημείο αναφοράς το πώς μέσα σε 12 μήνες έχει αλλάξει κυριολεκτικά ο παγκόσμιος γεωπολιτικός χάρτης της ενέργειας. Βασικό αποτέλεσμα της άμεσης και κοινής αντίδρασης 

ΗΠΑ- ΕΕ, που στόχο είχε τον όσο το δυνατό μεγαλύτερο αποκλεισμό της Ρωσίας ως βασικού ενεργειακού προμηθευτή της Δύσης, τη στιγμή που η Μόσχα μέχρι τις αρχές του 2022 ήτο υπεύθυνη για την κάλυψη του 25% των συνολικών ενεργειακών αναγκών της υφηλίου.

Σήμερα η Ρωσία έχει περιθωριοποιηθεί ενεργειακά από την Ευρώπη και τις χώρες του G7 ενώ έχει αναπτύξει τις πετρελαϊκές εξαγωγές της προς Κίνα και Ινδία, χάνοντας πολύ μικρό μερίδιο της διεθνούς αγοράς αλλά υφιστάμενη σημαντικές οικονομικές απώλειες αφού είναι υποχρεωμένη να πωλεί αργό και προϊόντα με τεράστιο discount (35% και άνω!). 

Πέρα από την αναδιάταξη του διεθνούς γεωπολιτικού χάρτη, η ενεργειακή κρίση είχε ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση πολλών πολιτικών και σταθερών στην ενεργειακή πολιτική, με κεντρικό σημείο αναφοράς την συνειδητοποίηση του πολύ χρήσιμου ρόλου των ορυκτών καυσίμων (για αρκετά χρόνια ακόμα) που κρίνονται απαραίτητα για να αποφευχθεί η κατάρρευση του ενεργειακού συστήματος και κυρίως της ηλεκτροπαραγωγής στις περισσότερες χώρες.

Αφού οι ΑΠΕ, παρά την αξιόλογη συμμετοχή τους στο ενεργειακό σύστημα, δεν είναι σε θέση από μόνες τους να καλύψουν τις όποιες ανάγκες. Για να επιτευχθεί αυτό, θα χρειασθούν πολλά ακόμα χρόνια και τεράστιες επενδύσεις, χωρίς να είναι ξεκάθαρο εάν αυτή η στόχευση αποτελεί την βέλτιστη οικονομική και οικολογική επιλογή για την αντιμετώπιση των σοβαρών περιβαλλοντικών προβλημάτων του πλανήτη.

Υπό αυτό το πρίσμα οι απόψεις της υπουργού ενέργειας των ΗΠΑ κας Jennifer Granholm την περασμένη εβδομάδα, κατά την διάρκεια ομιλίας της στην διατλαντική ενεργειακή συνάντηση P-TECC που πραγματοποιήθηκε στο Ζάγκεμπ της Κροατίας, έχουν ιδιαίτερη σημασία.  Καθώς η ενεργειακή πολιτική και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού εξακολουθεί να κυριαρχείται από ευσεβείς πόθους και εντελώς ανέφικτους στόχους για την απαλλαγή από εκπομπές του θερμοκηπίου (GHGE), ήδη από το 2030, τα σχόλια της Υπουργού Ενέργειας των ΗΠΑ κας Jennifer Granholm, ήρθαν σαν πολύ αναγκαίος φρέσκος αέρας να μας υπενθυμίσουν ότι η μάχη με τον ρεαλισμό δεν έχει χαθεί εντελώς. Μιλώντας σε ένα συγκεντρωμένο ακροατήριο Υπουργών, υψηλόβαθμων κυβερνητικών στελεχών και γενικά policymakers, από την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, η Υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ είπε με έμφαση ότι, καθώς η ενεργειακή μετάβαση επιταχύνεται, δεν πρέπει να παραβλέπουμε την ανάγκη για την εξασφάλιση φορτίων βάσης (baseload) όσον αφορά τηνηλεκτροπαραγωγή. «Αν και στοχεύουμε σε υψηλή διείσδυση ΑΠΕ», είπε, «αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς κατάλληλα  φορτία βάσης τα οποία προς το παρόν μπορούν να εξασφαλισθούν μόνο με φυσικό αέριο και πυρηνικά», με δεδομένη τη σταδιακή κατάργηση των ανθρακικών μονάδων. 

Έχοντας κάνει ιδιαίτερη αναφορά στις προσπάθειες που καταβάλλονται τώρα στις ΗΠΑ για την κατασκευή Μικρών Αρθρωτών Πυρηνικών Αντιδραστήρων (SMR's), που αποτελούν μια φωτεινή ελπίδα για το μέλλον, η υπουργός Granholm ανέπτυξε περαιτέρω τον κεντρικό ρόλο που αναμένεται να διαδραματίσει η πυρηνική ενέργεια στην διαμόρφωση του αυριανού περιβάλλοντος καθαρής ενέργειας. «Η καθαρή πυρηνική ενέργεια είναι το κλειδί για τη μελλοντική λειτουργία των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς μάς παρέχει προβλέψιμο και φθηνό – χάρη στις νέες τεχνολογίες – φορτίο βάσης», τόνισε η Jennifer Granholm. Πρόσθεσε, επίσης, ότι «ίσης σημασίας, λόγω της ικανότητάς της να παρέχει φορτίο βάσης, είναι η γεωθερμία, η οποία επιπλέον είναι ανανεώσιμη, αλλά έχει σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί από τις κυβερνήσεις μέχρι τώρα. Αναπτύσσοντας τη γεωθερμική ενέργεια, η οποία είναι άφθονη στην περιοχή, μπορούμε να εκμεταλλευτούμε την τεχνογνωσία και την τεχνολογία που αναπτύχθηκε από τη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, με την Κροατία να αποτελεί ένα άριστο  παράδειγμα», σημείωσε η Jennifer Granholm. 

Καθώς η ενεργειακή κρίση εξακολουθεί να εκτυλίσσεται και το ρήγμα μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, το παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό εξακολουθεί να είναι ρευστό. Υπό αυτή την έννοια, η ανάγκη για εξασφάλιση επαρκών και ανταγωνιστικών ενεργειακών πόρων θα γίνεται ακόμη πιο εμφανής τα επόμενα χρόνια και ως εκ τούτου θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν αναζητούμε τρόπους και μέσα για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας για μια χώρα ή μια ολόκληρη περιοχή. Η περίεργη ιδέα - που προωθείται συστηματικά από ευρωκράτες και κυβερνήσεις – που, όμως, διαψεύδεται στην πράξη - ότι οι ΑΠΕ είναι το κλειδί για την ενεργειακή μας ανεξαρτησία και, επομένως, όσο περισσότερο επενδύουμε στον τομέα τόσο πιο ασφαλείς θα είμαστε, περιέχει μεγάλη δόση αφέλειας και άρα απαιτεί επειγόντως σοβαρή επανεξέταση. Η φαντασίωση ότι σε λίγα χρόνια θα μπορούμε να βασιζόμαστε εξ ολοκλήρου στις ΑΠΕ για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χάρη στην ενσωμάτωση γιγάντιων συστημάτων αποθήκευσης, κυρίως μπαταριών, είναι μια άλλη ιστορία βγαλμένη από το βιβλίο «η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» και είναι τελείως αποκομμένη από την πραγματικότητα και τον τρόπο που λειτουργούν τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και την ημερήσια διαχείρισή τους.

Όπως δείχνει η τελευταία εμπειρία από την Ελλάδα και τη Βουλγαρία, οι Διαχειριστές αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρά προβλήματα όσον αφορά την ενσωμάτωση μεγάλης κλίμακας ενσωμάτωσης ΑΠΕ στα δίκτυα. Μια κατάσταση που πρόκειται να επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα καθώς η επέκταση και η αναβάθμιση των δικτύων παραμένει χαμηλή προτεραιότητα.