«Πολύ της τα χώνεις της κυβέρνησης τελευταία!», ήταν η πρώτη κουβέντα καλής μου φίλης. «Τι θέλεις, να ξανάρθει ο Τσίπρας;». Επειδή δεν απάντησα αμέσως, συμπλήρωσε, «δεν το λέω μόνον εγώ, αλλά και πολλοί γνωστοί μου». Δεν έχω δίλημμα. Αν πρέπει να διαλέξω μεταξύ κυβέρνησης Μητσοτάκη ή κυβέρνησης Τσίπρα, θα διαλέξω κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αλλά αυτό δεν λέει πολλά. Διότι μπορείς να πεις ότι μεταξύ δύο κακών διαλέγεις το λιγότερο κακό.

 

Σε μια κυβέρνηση υπάρχουν, εκτός από τον συντονιστή πρωθυπουργό, πολλοί υπουργοί και υφυπουργοί. Αλλοι κάνουν εξαιρετική δουλειά και άλλοι μέτρια ή κακή. Μερικοί λουφάζουν και δεν κάνουν τίποτε. Φαντάζομαι ότι αρκετοί αναγνώστες θα συμφωνήσουν ότι υπάρχουν καλοί και κακοί υπουργοί.

Από την πρώτη μέρα της κυβέρνησης Μητσοτάκη ξεχώρισα τον κ. Πιερρακάκη. Δεν το έκρυψα. Εγραψα γι’ αυτόν. Χαίρομαι ότι θα είναι υποψήφιος στην Α΄ Αθήνας όπου ψηφίζω. Εκανε δουλειά που φάνηκε και βελτίωσε τη ζωή μας.

Πώς πρέπει να αντιμετωπίσω όμως υπουργικές αποφάσεις ή ενέργειες τις οποίες θεωρώ βλαπτικές για το κοινωνικό σύνολο ή κοντόφθαλμες ή σκανδαλώδεις ή ανόητες; Να κάνω πως δεν τις βλέπω επειδή έρχονται εκλογές; Τη γνώμη μου λέω, που μπορεί βέβαια να είναι λάθος, αλλά δεν βλέπω πώς μπορεί να αλλάξουν τα κακώς κείμενα αν δεν συζητηθούν δημόσια.

Διότι ελπίδα μου είναι ο πρωθυπουργός να παρέμβει και να επαναφέρει στην τάξη τον υπουργό που προκάλεσε την παρέμβασή μου.

Το σημερινό σημείωμα αφορά τον υπουργό Οικονομικών κ. Σταϊκούρα, που σε μια έξαρση λαϊκισμού ξεσπάθωσε εναντίον των τραπεζών. Τις κάλεσε να στηρίξουν τους πολίτες και τους έθεσε προθεσμία για να του καταθέσουν προτάσεις.

Η παρέμβαση Σταϊκούρα μού θύμισε παλιές εποχές, όταν το κράτος ρύθμιζε διοικητικά ό,τι είχε σχέση με το τραπεζικό σύστημα: επιτόκια, προσλήψεις, μισθολόγιο, ασφαλιστικό, προμήθειες, υποκαταστήματα, δάνεια κ.λπ. Η παρέμβαση του κράτους γιγάντωσε ένα τραπεζικό σύστημα αντίγραφο του δημόσιου τομέα. Πιο καλοπληρωμένο όμως, αλλά με νοοτροπία δημόσιου τομέα, που προσαρμόζεται δυστυχώς με βραδύτητα στις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας.

Χρεοκόπησε το Δημόσιο και συμπαρέσυρε στη χρεοκοπία και τις τράπεζες. Χιλιάδες μικρομέτοχοι έχασαν την περιουσία τους. Επαψαν έτσι να εμπιστεύονται τις τράπεζες. Εξαιτίας αλλεπάλληλων κρατικών παρεμβάσεων, που οι τραπεζίτες δεν είχαν το σθένος να αποκρούσουν.

Είναι εύκολος, βολικός στόχος οι τράπεζες. Πολύς κόσμος δεν τις συμπαθεί διότι έχασε λεφτά ή διότι χρωστάει. Για τις τράπεζες κυκλοφορούν διάφοροι μύθοι, που κανείς δεν διαψεύδει. Διότι και να τους διέψευδε, ποιος θα εμπιστευόταν τη διάψευση;

Ζήτησε ο κ. Σταϊκούρας από τις τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια των καταθέσεων, αλλά όχι και των χορηγήσεων! Με άλλα λόγια τους ζήτησε, λόγω εκλογών στη Φθιώτιδα και την υπόλοιπη Ελλάδα, να γίνουν ξανά ζημιογόνες και μετά... βλέπουμε. Ξεχνώντας ότι το ίδιο το Δημόσιο θα ζημιωθεί από μια τέτοια εξέλιξη εφόσον είναι μεγαλομέτοχος των τραπεζών μετά τις αλλεπάλληλες μετοχοποιήσεις με λεφτά των φορολογουμένων.

Υπάρχει ο μύθος ότι οι τράπεζες έχουν υπερκέρδη. Ανοησίες! Σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες οι ελληνικές έχουν χαμηλότερο δείκτη απόδοσης κεφαλαίου. Ας δώσει συγκριτικά στοιχεία απόδοσης των τραπεζικών κεφαλαίων για την τελευταία πενταετία ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρας στον κ. Σταϊκούρα. Ωστε οι υπουργικές εξαγγελίες να στηρίζονται στην πραγματικότητα και όχι σε βολικούς μύθους.

Ανέσυρε από τη ναφθαλίνη τις αγορανομικές ιδέες του ο κ. Σταϊκούρας, αλλά ξέχασε να ανασύρει την εισφορά του ν. 128/1975. Τι είναι αυτή η εισφορά; Θεσπίστηκε επί χούντας και υιοθετήθηκε από την πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή με τον ν. 128/1975. Προέβλεπε ότι τα δάνεια θα επιβαρύνονται με πρόσθετο επιτόκιο 1,2% για να στηριχθούν οι εξαγωγές. Το 1991, λόγω ΕΟΚ, σταμάτησε η επιδότηση των εξαγωγών, αλλά το χαράτσι στα δάνεια έμεινε. Το έτος 2000 το χαράτσι περιορίστηκε σε 0,6%. Σε ένα δάνειο με επιτόκιο 3%, το χαράτσι του 0,6% αυξάνει το κόστος για την επιχείρηση κατά 20%!

Σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν επιβάλλεται φόρος που να αυξάνει το κόστος δανεισμού.

Υπάρχουν όμως και άλλες πτυχές του απαράδεκτου ν. 128/75 που πρέπει να μνημονευθούν τώρα που η Βουλή πρόκειται να συζητήσει (δήθεν) τον προϋπολογισμό του 2023. Τα έσοδα από το φόρο του ν.128/75 εισπράττονται από τις τράπεζες και αποδίδονται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η ΤΤΕ τα κρατάει στη διάθεση του κ. Σταϊκούρα, που τα ξοδεύει όπως αυτός κρίνει.

Αναζήτησα στον προϋπολογισμό τα έσοδα του ν. 128/75, αλλά δεν τα βρήκα. Ισως βουλευτές της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης, επιμελέστεροι από εμένα, μπορέσουν να τα εντοπίσουν. Αναρωτιέμαι μήπως ο κ. Σταϊκούρας έχει καθιερώσει και στο Γενικό Λογιστήριο την πολιτική του απορρήτου που ισχύει στην ΕΥΠ. Αν ναι, τι εξυπηρετεί η απόκρυψη των εσόδων από το χαράτσι στα δάνεια των τραπεζών;

Δεν σας κρύβω ότι διά πλαγίων μέσων κατάφερα να αποκτήσω μια εικόνα του χαρατσιού του κ. Σταϊκούρα, όπως εξελίχτηκε την τελευταία δεκαετία.

Θα παρατηρήσετε ότι οι εισφορές φθίνουν. Γιατί; Διότι τα ομολογιακά δάνεια απαλλάσσονται της εισφοράς. Οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν και συνάπτουν τέτοια δάνεια, οι μικρομεσαίες όχι. Με την πάροδο του χρόνου οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις διευκολύνονται να συνάψουν ομολογιακά δάνεια και έτσι αποκτούν άλλο ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι των μικρότερων. Θα έχετε επίσης παρατηρήσει ότι όλες σχεδόν οι ξένες τράπεζες έφυγαν από την Ελλάδα. Οι μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν και δανείζονται από τις ξένες τράπεζες με τις οποίες γνωρίζονται από παλιά και αυτές δεν ασχολούνται με την είσπραξη και απόδοση του χαρατσιού του κ. Σταϊκούρα. Αναμένουμε με αγωνία τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης από τα οποία ελπίζουμε να κάνουμε ένα αναπτυξιακό άλμα. Ο κ. Σταϊκούρας, όμως, περιμένει στη γωνία για να επιβάλει και σε αυτά τα δάνεια το αδικαιολόγητο χαράτσι του ν. 128/75.

Επιστρέφω στην αρχή του άρθρου μου. Τι πρέπει να κάνω; Να παραστήσω ότι δεν αντιλαμβάνομαι τι κάνει ο κ. Σταϊκούρας με την αδικαιολόγητη ανοχή του πρωθυπουργού; Ή να αναδείξω το θέμα με όσα στοιχεία μπόρεσα να βρω;

Η πρότασή μου είναι να καταργηθεί ο ν. 128/75. Πιθανολογώ ότι η κατάργηση θα διευκολύνει την επιστροφή ξένων τραπεζών στην Ελλάδα. Περισσότερες τράπεζες σημαίνει περισσότερος ανταγωνισμός. Αυτός είναι ο μόνος υγιής τρόπος μείωσης των υπερβολικών προμηθειών.

Ναι, οι προμήθειες των τραπεζών για πράξεις σε συνάλλαγμα και για εμβάσματα είναι, συγκριτικά με όσα ισχύουν αλλού, υπερβολικές. Μπορούν να μειωθούν, όχι με αγορανομικές και χωροφυλακίστικες μεθόδους, αλλά με περισσότερο ανταγωνισμό, περισσότερη και καλύτερη πληροφόρηση. Για παράδειγμα, πολλές από τις πράξεις για τις οποίες οι τράπεζες χρεώνουν υψηλές προμήθειες μπορούν να πραγματοποιηθούν ταχύτερα και με σημαντικά χαμηλότερο κόστος με υπηρεσίες web banking (Revolut, N26, κ.λπ.). Τι λείπει; Περισσότερη υπεύθυνη ενημέρωση από το κράτος.

Σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν επιβάλλεται φόρος που να αυξάνει το κόστος δανεισμού.

 

* Πρώην υπουργός

(Από την Καθημερινή)

Διαβάστε ακόμα