α) στον ιστορικό άνθρωπο Ιησού Χριστό, ως Προτύπου, για την υποκειμενοποίηση του ατόμου, και β) στην Αγία Τριάδα, ως Προτύπου για την υποκειμενοποίηση της ομάδας. Τούτο σημαίνει, ότι ο βυζαντινός ελληνικός πολιτισμός υπερβαίνει κοινωνιο-οντολογικά την πόλωση ανθρωποκεντρισμού – θεοκεντρισμού και ατομοκεντρισμού – κολεκτιβισμού. Είναι χριστοκεντρικός και τριαδοκεντρικός. Ή «προσωποκεντρικός» κατά τον συμπεριληπτικό αυτόν όρο του «νεορθόδοξου» φιλοσοφικού μας περιθωρίου.
Επανερχόμενοι τώρα στις παρεκβατικές κρίσεις του Α6, πρέπει να σημειώσω, ότι θεωρώ αβάσιμη την κρατούσα άποψη, ότι ο Θεός περιόρισε κάπου την ελευθερία του εύρους επιλογών των πρωτοπλάστων. Αντίθετα, απ’ ό,τι αποκομίζω διαβάζοντας το σχετικό κείμενο της Γένεσης, πείθομαι ότι τους παραχώρησε απερίσταλτη την ελευθερία αυτή, όταν τους συμβούλευσε να τρώγουν απ’ όλα τα φρούτα του παραδείσου, πλην εκείνου του μοναδικού, που ήταν θανατηφόρο. Αν ήθελε όντως να τους περιορίσει αυτού του είδους την ελευθερία, απλώς θα ξερίζωνε προκαταβολικά το εν λόγω δένδρο από το έδαφος του παραδείσου. Ή αλλιώς: θα ενέγραφε στο «ένστικτό» τους την αποφυγή του συγκεκριμένου εδέσματος, όπως φαίνεται άλλωστε να είχε κάνει και με το αντίστοιχο είδος φαγώσιμου στα άλογα ζώα.
Εμείς βέβαια (οι διαχρονικοί πρωτόπλαστοι) αγνοήσαμε τη συμβουλή και ασκήσαμε την εν λόγω «απαγορευμένη» ελευθερία. Επιλέξαμε δε (εμείς), ως Θεό- συμβουλάτορα, τον «Όφη τον πονηρό», τον «απ’ αρχής ανθρωποκτόνο» (τον Μολώχ / Μαμωνά), ως πιο αξιόπιστο από τον μωσαϊκό Δημιουργό μας, τον οποίο και απορρίψαμε μάλιστα (αρχαιοελληνικότατα!), ως «φθονερόν»… Και ποιος να ήταν άραγε ο Δημιουργός μας αυτός, για τον ρωμαίικο πρόγονό μας; Δεν ήταν άλλος από τον Υιό-Λόγο του Πατέρα της θεϊκής Τριάδας: τον ενανθρωπήσαντα ως Ιησού Χριστό. Αυτός ήταν, δηλαδή, που «έκανε τον περίπατό του στον Παράδεισο το δειλινό», ακούσαμε τα βήματά του, ντραπήκαμε και κρυφτήκαμε για να μην αντικρίσει τη γύμνια μας…
Δεν μας «περιόρισε», λοιπόν, την ελευθερία ο Χριστός, παρεμβαλλόμενος στην Ιστορία μας, ως υποκειμενοποιό (θεοποιό μάλιστα) Πρότυπο. Μας είπε απλώς, με τον τρόπο του μύθου, ότι δεν μπορεί να σταθεί πολιτισμένη ανθρώπινη κοινωνία (παράδεισος), δίχως δεσμευτική υποταγή σε έναν θεμελιώδη νόμο, που όταν αυτή τον παραβεί, αναγκαστικά θα πεθάνει. – Χάνοντας όχι μόνο τον Παράδεισο – Πρότυπο, αλλά κι αυτόν που κουτσά στραβά φτιάχνουμε μόνοι μας, παλεύοντας με τη φθορά. –Με το μαθηματικό αυτό ολοκλήρωμα των κοινωνικών επιπτώσεων της δράσης του «όχλου των παθών» μας. Ο μύθος της Γένεσης δικαιώνει, λοιπόν, το αρχαιοελληνικό γνωσιολογικό τρίπτυχο με τα προειρημένα κοινωνιο-οντολογικά του πρωθύστερα.
Συνοψίζοντας: Η προθετική απόλυτη Ελευθερία μας, δεν δύναται να τελεσφορήσει ως ελευθερία εύρους επιλογών, δίχως τον συνειδητό αυτοπεριορισμό της εντεύθεν του κοινωνιο-οντολογικού της υποβάθρου.
3. Λέγεται στη σελ. 173, ότι «Σκοπός της (ελληνικής εκδοχής ελευθερίας) δεν είναι να εξατομικεύσει την αναζήτηση ή να οικειοποιηθεί το αποτέλεσμα, αλλά να πετύχει μια αρμονική υπέρβαση η οποία, ακριβώς επειδή κοινωνείται, ανυψώνει…» Η προφανώς ορθή αυτή γνωσιολογική πρόταση συμπληρώνεται, στη συνέχεια, με το εξής κοινωνιο-οντολογικό επιχείρημα: Επειδή η αρχαιοελληνική εξατομίκευση είναι «ανθρωποκεντρική» και συγχρόνως «αντι-ατομοκεντρική», απαντά στο αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει η ατομοκεντρική επιλογή-θεμέλιο του νεωτερικού πολιτισμού.