Πέρασαν ήδη εννέα μήνες από τότε που οι ρωσικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ουκρανία και ξέσπασε ο πόλεμος που εξακολουθεί να μαίνεται με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Τα ερωτήματα που πλανώνται στη Δύση ενώπιον των σοβαρών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι Ρώσοι στο πεδίο, είναι γνωστά: Ενδέχεται να απολέσει ο Πούτιν την εξουσία; Είναι πιθανό να 

καταρρεύσει η Ρωσία; Θα μπορούσε η σύρραξη να τερματιστεί με την αυτανάφλεξη του επιτιθέμενου παρά με τη συντριβή του αμυνόμενου; Το γεγονός ότι δύο βασικές αρχικές υποθέσεις αποδείχτηκαν λανθασμένες –η Ρωσία δεν είναι τόσο πανίσχυρη και η Ουκρανία είναι κάθε άλλο παρά ανυπεράσπιστη–, θα μπορούσε να επιφέρει μία εκ των έσω κατάρρευση της Ρωσίας; Και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης;

Εως σήμερα, η απάντηση διεθνολόγων, πολιτικών επιστημόνων, δημοσιογράφων, σχολιαστών και λοιπών αρμόδιων να εκφέρουν άποψη ήταν όχι, «το φρούτο του Πούτιν είναι σάπιο αλλά όχι αρκετά ακόμη, ώστε να πέσει», αναφέρει χαρακτηριστικά σε ανάλυσή του ο Τζανλούκα Μερκούρι της Corriere della Sera. Η πλειονότητα των Ρώσων εξακολουθεί να τάσσεται υπέρ του Πούτιν –«λόγω φόβου, εκ πεποιθήσεως, από συνήθεια ή επειδή αυτό βολεύει»–, η ελίτ δεν επιθυμεί να τον προκαλέσει, ενώ οι εν δυνάμει διάδοχοί του πλήττονται από τον ρου του πολέμου και τον μεταξύ τους ανταγωνισμό.

«Ουσιαστικά, η κοινή πεποίθηση ήταν πως ο Πούτιν ήταν και είναι ένας τσάρος όχι κατ’ όνομα, αλλά στην πραγματικότητα, λόγω της σιδηράς πυγμής με την οποία κυβερνά τη χώρα και της ικανότητας να χρησιμοποιεί υπέρ του το μείγμα εθνικισμού, μηδενισμού και απογοήτευσης, που είναι το προαιώνιο χαρακτηριστικό της ρωσικής ψυχής», γράφει ο Μερκούρι.

Πριν από λίγες ημέρες, ωστόσο, ενόψει της συμπλήρωσης εννέα μηνών από το ξέσπασμα του πολέμου, ο εγνωσμένου κύρους russian editor του Economist Αρκάντι Οστρόφσκι εξέφρασε αντίθετη άποψη, υποστηρίζοντας, στον τίτλο μάλιστα της ανάλυσής του, πως «η Ρωσία κινδυνεύει να καταστεί ακυβέρνητη και να περιέλθει σε χάος».

«Ο πόλεμος του Πούτιν μετατρέπει τη Ρωσία σε ένα αποτυχημένο κράτος, με ανέλεγκτα σύνορα, ιδιωτικούς στρατιωτικούς σχηματισμούς, πληθυσμό σε φυγή, ηθική παρακμή και πιθανότητες εμφύλιων συγκρούσεων. Και παρ’ όλο που η εμπιστοσύνη των Δυτικών ηγετών στην ικανότητα της Ουκρανίας να αντέξει στον τρόμο του Πούτιν έχει αυξηθεί, αυξάνεται και η ανησυχία όσον αφορά την ικανότητα της ίδιας της Ρωσίας να επιβιώσει από τον πόλεμο», εξηγεί.

Οσον αφορά τα ανέλεγκτα σύνορά της, η παράνομη προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών περιοχών (και παράλογη, καθότι πραγματοποιήθηκε πριν οι ρωσικές δυνάμεις τις θέσουν υπό πλήρη έλεγχο) κατέστησε αυτομάτως τη Ρωσία «κράτος με παράνομα εδάφη και ρευστά σύνορα», γράφει ο Οστρόφσκι.

«Η προσάρτηση δεν θα αποθαρρύνει τις ουκρανικές δυνάμεις, αλλά θα δημιουργήσει προηγούμενο για τις ταραχώδεις περιοχές της Ρωσίας, περιλαμβανομένων των δημοκρατιών του Βόρειου Καυκάσου, οι οποίες είναι πιθανό να στραφούν προς την έξοδο, εάν η κεντρική κυβέρνηση αρχίσει να χαλαρώνει τον έλεγχο που ασκεί», εξήγησε, μιλώντας στον Economist, η ρωσίδα πολιτική επιστήμονας Αικατερίνα Σούλμαν.

Ενα άλλο βασικό χαρακτηριστικό ενός αποτυχημένου κράτους (failed state) είναι το τέλος του κρατικού μονοπωλίου της βίας. Και σήμερα, παρότι επίσημα απαγορεύονται, στη Ρωσία οι ιδιωτικοί στρατοί ακμάζουν. Ο Οστρόφσκι αναφέρεται ενδεικτικά στους μισθοφόρους της διαβόητης Ομάδας Βάγκνερ του Εβγκένι Πριγκόζιν και στους αποκαλούμενους «Καντιρόφτσι», τα μέλη του ιδιωτικού στρατού του Ραμζάν Καντίροφ, ηγέτη της Τσετσενίας και πιστού συμμάχου του Πούτιν έως σήμερα, ο οποίος θα μπορούσε όμως κάλλιστα να στραφεί εναντίον του, εάν επερχόταν χάος στη χώρα. Με γνώμονα τα «εταιρικά συμφέροντά τους» λειτουργούν ολοένα περισσότερο πλέον και πολλές κυβερνητικές υπηρεσίες ασφαλείας, γεγονός που περιπλέκει περαιτέρω την κατάσταση στη Μόσχα.

Αλλά η μεγαλύτερη αποτυχία του ρωσικού κράτους, δηλαδή του Πούτιν, έγκειται στο ότι αδυνατεί να εκπληρώσει το πιο βασικό από τα καθήκοντά του. «Αντί να προστατεύει τις ζωές των ανθρώπων, αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για αυτούς, χρησιμοποιώντας τους ως τροφή για τα κανόνια», εξηγεί ο Οστρόφσκι.

Στα τέλη του Σεπτεμβρίου, κινδυνεύοντας να ηττηθεί στο πεδίο, ο ρώσος πρόεδρος επιστράτευσε 300.000 εφέδρους οι οποίοι, όντας «ελλιπώς εκπαιδευμένοι και ανεπαρκώς εξοπλισμένοι», αποστέλλονται στο μέτωπο μόνο και μόνο για «να σταθούν εμπόδιο στην προέλαση των ουκρανικών δυνάμεων. Πολλοί είναι απίθανο να ζουν του χρόνου τέτοια εποχή».

Η επιστράτευση σόκαρε τη Ρωσία περισσότερο από το ξέσπασμα του πολέμου, ενώ την πατρίδα τους πρόλαβαν να εγκαταλείψουν τουλάχιστον 300.000 πολίτες (οι οποίοι προστίθενται στους 300.000 Ρώσους που έφυγαν κατά τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου). Ο πλήρης αντίκτυπος στη ρωσική οικονομία και στη δημογραφική σύσταση της χώρας δεν μπορεί να γίνει ακόμη αντιληπτός, ωστόσο αυτή η μεγάλη φυγή (νέων, κυρίως, και μορφωμένων ανθρώπων) έχει εντείνει ήδη την κοινωνική αναταραχή, καθώς, «ενώ οι αστοί φεύγουν, δεκάδες χιλιάδες από τους φτωχότερους συμπατριώτες τους συγκεντρώνονται και στέλνονται στα χαρακώματα».

Καθιστώντας την «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» εσωτερικό ζήτημα της Ρωσίας, ο Βλαντίμιρ Πούτιν «έσπασε την εύθραυστη συμφωνία» που είχε συνάψει με τον ρωσικό λαό και όριζε πως οι πολίτες δεν θα διαμαρτύρονταν κατά του πολέμου, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την ησυχία τους. Πλέον, όμως, «τους λένε να πολεμήσουν και να πεθάνουν για χάρη του καθεστώτος τους».

Οσον αφορά τη συνέχεια, δυστυχώς η κατάσταση βρίσκεται σε αδιέξοδο, γιατί «ο Πούτιν δεν μπορεί να χάσει, αλλά ούτε είναι σε θέση να τερματίσει τη σύρραξη». Ο Οστρόφσκι εικάζει ότι ο ρώσος πρόεδρος θα μπορούσε στην παρούσα φάση να ελπίζει πως, εξαναγκάζοντας «τόσους πολλούς ανθρώπους να συμπράξουν στον πόλεμό του» και υποβάλλοντάς τους «σε περισσότερη από τη δηλητηριώδη, φασιστική προπαγάνδά του», θα μπορέσει κάπως να επιτύχει τους όποιους στόχους του.

«Το αν θα τα καταφέρει ή αν η ροή νεκρών, σε συνδυασμό με τη δυσαρέσκεια της ελίτ, θα οδηγήσει στην πτώση του, θα καθορίσει πόσοι ακόμη άνθρωποι θα πεθάνουν και πόσο άσχημα θα πέσει η Ρωσία», καταλήγει. Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, επικαλείται τον έγκλειστο σε φυλακή Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος κατά τη διάρκεια ακρόασής του σε δικαστήριο σημείωσε πως «δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε την καταστροφή και δεν οδεύουμε πλέον προς αυτή, αλλά πετάμε μέσα της. Το μόνο ερώτημα είναι πόσο σκληρή θα είναι η πτώση της Ρωσίας σε αυτόν τον πάτο και αν θα καταρρεύσει».

Πώς, όμως, πρέπει να αντιδράσει η Δύση ενώπιον του υπαρκτού ενδεχομένου να καταρρεύσει η Ρωσία; Κανένας δεν θα ήθελε να επέλθει το χάος στη χώρα. Το ιδανικό, μετά το τέλος του πολέμου, θα ήταν να αποχωρήσει οριστικά ο Πούτιν από το προσκήνιο και να αντικατασταθεί με μια κυβέρνηση που θα είναι σε θέση να διασφαλίσει τη σταθερότητα στο εσωτερικό και να επιδιώξει μια γόνιμη σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, αποζημιώνοντας, ταυτόχρονα, τους Ουκρανούς.

Μια τέτοια εξέλιξη, ωστόσο, θεωρείται τουλάχιστον απίθανη, αν όχι αδύνατη, και για αυτόν τον λόγο ο Τζανλούκα Μερκούρι γράφει πως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε το μάθημα ενός μεγάλου πολιτικού ανδρός, του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, που «ως στρατιωτικός σταμάτησε τον ναζισμό και ως πρόεδρος τον κομμουνισμό», γράφει ο ιταλός αρθρογράφος. Συνοψίζοντας την εξωτερική πολιτική του απέναντι στην ΕΣΣΔ, σημειώνει ότι ο 34ος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε πει ότι «το μόνο χειρότερο πράγμα από μια ρωσική νίκη είναι μια ρωσική ήττα».

«Από τότε, οι κορυφαίοι μεταξύ των Δυτικών ηγετών σκέφτονταν την προφανή ανάγκη να λαμβάνουν υπόψη τη μοσχοβίτικη αλαζονεία, αλλά και τους κινδύνους κατάρρευσης της εχθρικής αυτοκρατορίας. Αυτοί οι κίνδυνοι αποκαλύφθηκαν πλήρως με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, τις συνέπειες της οποίας ο κόσμος εξακολουθεί να τις πληρώνει», γράφει ο Μερκούρι αναφερόμενος στην «ωρολογιακή βόμβα της ρωσικής δυσαρέσκειας και των μικρών κρατών-παριών, τα οποία είναι ανεξέλεγκτα και πιθανώς βαριά οπλισμένα».

«Εκτός από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τα ανθρώπινα δικαιώματα που θα προέκυπτε, μια κατακερματισμένη Ρωσία (ή μια Ρωσία εν μέσω εμφυλίου πολέμου) θα έθετε την περιφερειακή και παγκόσμια ασφάλεια σε κίνδυνο. Ακόμη και μια τοπική διάλυση θα επερχόταν αναπόφευκτα, σύμφωνα με τις εθνοτικές γραμμές, και δυνητικά θα δημιουργούσε μια σειρά επίδοξων κρατών με πυρηνικά όπλα», εξηγεί στο The Conversation o Μάθιου Σάσεξ, καθηγητής Στρατηγικών και Αμυντικών Σπουδών στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας.

«Ενώ το τέλος της Σοβιετικής Ενωσης κυριολεκτικά αναμόρφωσε τον χάρτη της Ευρασίας, οποιαδήποτε σύγχρονη διάσπαση της ρωσικής ισχύος θα ήταν δυνητικά πολύ πιο επικίνδυνη, χωρίς καμία εγγύηση ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί μια αιματηρή αλυσιδωτή αντίδραση. Είναι, άρα, υποθετικό το να μιλάμε για μελλοντική ρωσική κατάρρευση; Ναι. Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι επίκειται; Οχι. Αλλά από πολλές απόψεις αυτό είναι το πρόβλημα: όταν τα αυταρχικά καθεστώτα καταρρέουν, αυτό τείνει να συμβαίνει πολύ γρήγορα και με ελάχιστη προειδοποίηση», υπενθυμίζει.

Protagon.gr