Υπάρχουν χώρες με τις οποίες μπορούμε να έχουμε ειλικρινή συνεργασία. Παραδείγματα είναι η Αίγυπτος και η Ιταλία με τις οποίες συνήψαμε συμφωνίες οριοθετήσεως θαλασσίων ζωνών. Υπάρχουν και άλλες με τις οποίες δεν θα υπάρξει ποτέ συνεννόηση, όσα ανταλλάγματα και αν τους δώσουμε, όσες υποχωρήσεις και αν κάνουμε. Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγονται η Αλβανία και τα Σκόπια. Θα επισημάνουμε, ειδικώς

 για την Αλβανία, ότι περιμένουμε με αυτήν συνυποσχετικό προκειμένου να πάμε στην Χάγη για διευθέτηση των διαφορών μας σχετικώς προς την θαλάσσια οριοθέτηση. Και όμως οριοθέτηση είχε γίνει και οι Αλβανοί υπήρξαν ανακόλουθοι αρνούμενοι να την επικυρώσουν. Και εμείς τι κάναμε; Υποχωρήσαμε. Αφού ήδη είχαμε εγκαταλείψει τους Βορειοηπειρώτες. Αφού είχαμε αφήσει το καθεστώς Ράμα να εφαρμόσει νομικά και διοικητικά τεχνάσματα δια των οποίων ελαχιστοποίησε την εκπροσώπηση των ομογενών μας στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην Βουλή της χώρας.

Και όσο δεν αντιδρούμε συνεχίζουν. Οι απαιτήσεις τους για την Τσαμουριά εξακολουθούν να υφίστανται. Και εμείς εξακολουθούμε να συζητάμε μαζί τους!

Διερωτώμεθα, ποιος μπορεί να συνέλαβε την ιδέα ότι η προσφυγή στην Χάγη για διευθετήσεις με την Αλβανία μπορεί να αποτελέσει πρόκριμα για κάτι ανάλογο με την Τουρκία; Ας υποθέσουμε ότι όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν στην οριοθέτηση αυτή. Έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι θα ήταν αυτό επιχείρημα για να πεισθεί η Τουρκία να ακολουθήσει την ιδία οδό; Μα ήδη η Άγκυρα έχει ξεφύγει από την αξίωση οριοθετήσεως υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ και έχει περάσει στην ανοικτή διεκδίκηση ακόμη και ελληνικών νησιών! Και εμείς ακόμη συζητάμε για θαλάσσιες ζώνες…

Ήδη έπρεπε να έχουμε αναθεωρήσει την τακτική μας. Οι λόγοι για τους οποίους κάποιοι νόμιζαν ότι θα είχαμε όφελος από μια προσφυγή στην Χάγη με την Αλβανία, έχουν εκλείψει. Αμέσως λοιπόν πρέπει να επιστρέψουμε στην απαίτηση για εφαρμογή της συμφωνίας οριοθετήσεως που είχε υπογραφεί το 2009. Η Αλβανία έπρεπε να μας παρέχει ανταλλάγματα για να την ξανασυζητήσουμε. Όχι να υποχωρούμε εμείς. Θα έπρεπε δηλαδή να έχουμε απαιτήσει απόλυτο σεβασμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου και παραίτηση από τις έωλες διεκδικήσεις για τους Τσάμηδες πριν αποδεχθούμε νέα προσέγγιση στην οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών. Όχι να το θεωρούμε και επίτευγμα ότι συμφωνήσαμε να πάμε στην Χάγη.

Τέτοιες ενέργειες, πέρα από το γεγονός ότι είναι ατελέσφορες, λειτουργούν εις βάρος του εθνικού κύρους της Ελλάδος, η οποία εμφανίζεται υποχωρητική -ίσως και φοβική- απέναντι σε χώρες, γεωπολιτικά ασήμαντες όπως η Αλβανία και μορφώματα όπως τα Σκόπια. Αλήθεια, χρειάζεται υψηλός δείκτης νοημοσύνης για να καταλάβει κανείς ότι επαχθείς συμφωνίες όπως εκείνη των Πρεσπών, υποβιβάζουν το εθνικό μας κύρος; Αυτά βλέπει η Τουρκία και εντείνει την πίεση και τις διεκδικήσεις της. «Βρίσκουν και τα κάνουν» και φταίμε εμείς για αυτό.

Καλές και απαραίτητες οι επικλήσεις του διεθνούς δικαίου, αλλά πρέπει να συνοδεύονται και μια πειστική διαβεβαίωση ότι σε ό,τι μας αφορά θα μεριμνήσουμε εμείς για την επιβολή του με κάθε πρόσφορο μέσον. Αν δεν το πράξουμε, δεν υπάρχει άλλος να το κάνει για λογαριασμό μας.

Και κάτι τελευταίο. Ενώ η Τουρκία κλιμακώνει την ένταση με τον απόπλου του πλωτού γεωτρύπανου της, η παρουσία του ναυάρχου Παναγιώτη Λυμπέρη στην ηγεσία του Στόλου, είναι μια πειστική διαβεβαίωση ότι κατά θάλασσαν θα κάνουμε αυτό που πρέπει, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η πολιτική ηγεσία θα λάβει τις ορθές αποφάσεις. Αυτό στην διπλωματική γλώσσα ονομάζεται αποτροπή.