Οιωνοί Κατασκευαστικού Πυρετού στην Βιομηχανία Υδρογονανθράκων

Οιωνοί Κατασκευαστικού Πυρετού στην Βιομηχανία Υδρογονανθράκων
Του Δρ Γιάννη Μπασιά*
Δευ, 13 Ιουνίου 2022 - 08:00

Παρόλο ότι το 2022 οι εξαγωγές φυσικού αερίου της Ρωσίας μειώθηκαν (εκτός από CIS, Ινδία, Κίνα), οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί τόσο πολύ πού το 13% μείωσης των εξαγωγών προς την ΕΕ δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις για την Ρωσία. Είναι εύλογο, τους τελευταίους 12 μήνες τα έσοδα της Ρωσίας αυξάνονται σε ρούβλια, ευρώ ή δολάρια και για το 2022 θα είναι τουλάχιστον διπλάσια από αυτά του 2021

Βέβαια η ΕΕ, έχοντας θέσει ως στόχο την μείωση της κατανάλωσης του ρωσικού φυσικού αερίου κατά 66% πριν από το τέλος του 2022, προγραμματίζει ώστε οι αποθήκες των κρατών της ΕΕ να είναι γεμάτες έως 80% της χωρητικότητάς των έως τον Νοέμβριο του 2022. Απαραίτητη προϋπόθεση για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος θα είναι η αύξηση των εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου από ΗΠΑ, Κατάρ, Αλγερία και Αίγυπτο στις σημερινές υψηλές τιμές. Αυτό συνεπάγεται ότι τα έσοδα των ανωτέρω προμηθευτών θα αυξηθούν όπως αυτά της Ρωσίας.

Ενώ η Ευρώπη θα συνεχίσει να απομακρύνεται από το ρωσικό φυσικό αέριο τους επόμενους μήνες, η Ρωσία θα στρέφεται προς εναλλακτικούς αγοραστές για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιό της, ιδιαίτερα την Κίνα, την Ινδία και γενικότερα Ασία. Αυτές οι εξαγωγές θα απαιτήσουν την κατασκευή πρόσθετων διασυνδέσεων αγωγών και τερματικών τα επόμενα χρόνια. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές φυσικού αερίου στη Ευρώπη τα επόμενα χρόνια θα απαιτήσουν πρόσθετους τερματικούς σταθμούς αεριοποίησης στην ανατολική πλευρά του ατλαντικού και πρόσθετους τερματικούς υγροποίησης στην δυτική πλευρά του Ατλαντικού. Αυτές οι συγκυρίες προμηνύουν μεγάλη παγκόσμια κατασκευαστική δραστηριότητα εγκαταστάσεων, με άξονα το φυσικό αέριο  και το πετρέλαιο, συμβάλλοντας στην διατήρηση των υψηλών τιμών.  Άξιο παρατήρησης είναι ότι ακόμα μερικούς μήνες πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι μεγάλοι δανειοδοτικοί ευρωπαϊκοί οργανισμοί απέκλειαν οριστικά τέτοιες επενδύσεις με το επιχείρημα ότι είναι αντίθετες με τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ ενώ κυριαρχούσε ήδη προ πολλού ένας πυρετός κατασκευής νέων πλοίων μεταφοράς υγροποιημένου αερίου μεγάλης χωρητικότητας, πλωτών σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού και τερματικών υγροποίησης για την κάλυψη των παγκοσμίων αναγκών.

Déjà vue

Ενάντια στην αύξηση των τιμών ενέργειας και με την σειρά πακέτων κυρώσεων η ΕΕ ανακοίνωσε στόχους εξοικονόμησης μέσω μείωσης όλων των εισαγωγών φυσικού αερίου κατά 9% για το 2022 και μέσω της αλλαγής συνήθειών των καταναλωτών με μείωση κατά 20% στον ορίζοντα του 2030. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) παρουσίασε μια περισσότερο επιθετική προσέγγιση για την αποφυγή της εξάρτησης της Ευρώπης από τις εισαγωγές ρωσικού αερίου υποδεικνύοντας μείωση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου κατά ένα τρίτο μέσα σε ένα χρόνο, δηλαδή αρχές 2023, στοχεύοντας παράλληλα να ικανοποιήσει τους στόχους της μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. Δυστυχώς απουσιάζουν πολλά πρακτικά μέτρα. Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην Ουκρανία βραχυπρόθεσμα, αυτό θα λειτουργήσει μόνο με ισχυρή πολιτική παρέμβαση, με οικονομικά κίνητρα, και με οικονομικό πόνο για τον καταναλωτή.

Είναι μια προσέγγιση που θυμίζει τον Οδικό Χάρτη για την Ενέργεια με ορίζοντα το 2050, που εκδόθηκε το 2012 από την ΕΕ και αφορούσε την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και τις επιλογές για τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Είναι γεγονός ότι από το 2011 στόχος της ΕΕ ήταν η άμεση αποδέσμευση των ευρωπαϊκών αγορών από το φυσικό αέριο της Ρωσίας, την κύρια πηγή τροφοδοσίας της ενεργειακής βιομηχανίας στην Ευρώπη, με συνοδοιπόρο στόχο την ευρωπαϊκή συμβολή στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.

Σύμφωνα με τα σενάρια εκείνης της εποχής, η μέση τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, θα παρουσίαζε σημαντική αύξηση έως το 2020 λόγω των επενδύσεων στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας. Υψηλότερες τιμές θα καταγράφονταν μετά το 2030 και θα υπερδιπλασιάζονταν έως το 2050, εφ' όσον οι ΑΠΕ, κυρίως η αιολική ενέργεια και τα φωτοβολταϊκά, θα καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Βέβαια, υπό την προϋπόθεση πως η πυρηνική ενέργεια και ο άνθρακας θα εξακολουθούσαν να αποτελούν βασικές πηγές ενέργειας, η συμβολή των ΑΠΕ δεν θα υπερέβαινε το 43%. Δυστυχώς σήμερα ούτε αποδέσμευση από το ρωσικό αέριο επιτεύχθηκε, ούτε οι ΑΠΕ συμβάλουν κατά 43%, ούτε η πυρηνική ενέργεια αναπτύσσεται, ούτε η μείωση του διοξειδίου του άνθρακα είναι μεγάλη παρόλη την αύξηση της τιμής του ρύπου.

Η αστάθεια φέρνει καινούργιες ισορροπίες

Η ασταθής ισορροπία στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στην Ευρώπη υποστηρίζονταν τα τελευταία 20 χρόνια σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενο φυσικό αέριο που έπαιζε το ρόλο σταθεροποιητικού ενεργειακού παράγοντα για την ενεργειακή μετάβαση προς λιγότερο ρυπογόνες μορφές ενέργειας. Αλλά η σημερινή ασταθής ισορροπία στην παροχή φυσικού αερίου, τρεφόμενη από τις αρχές του 2020 από την πανδημία, την διακοπή επενδύσεων λόγω πανδημίας και τον πόλεμο στην Ουκρανία, οδήγησε σε παγκόσμιο σοκ των τιμών ενέργειας.

Οι φόβοι μιας ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής συνοδευόμενοι από την ανάπτυξη ανανεώσιμων μορφών ηλεκτρικής ενέργειας, επέδρασσαν αρνητικά στις επενδύσεις έρευνας υδρογονανθράκων και σε αυτές των υποδομών μεταφοράς και διύλισης, πολύ πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αλλά οι τιμές της ενέργειας παράμειναν υψηλές όπως παρέμειναν και οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα λόγω της ελάχιστης υποκατάστασης του άνθρακα και του πετρελαίου από το φυσικό αέριο. Οι λόγοι που οδήγησαν από το 2015 σε ελαφρά μείωση των παγκόσμιων εκπομπών CO2 δεν σχετίζονται με πολιτικές διακηρύξεις αλλά, με : 1)  την έλλειψη χρηματοδότησης για καινούργιες έρευνες υδρογονανθράκων (2014-1015), 2) τον έλεγχο της προσφοράς που επιβλήθηκε από τον ΟΠΕΚ (2016-2017), 3) την άνοδο των τιμών σε 50 - 60 δολάρια το βαρέλι (2018-2019) συνοδευόμενη από επενδυτικούς ελέγχους για το περιβάλλον, 4) την παγκόσμια πανδημία Covid-19 (τέλη του 2019-2021) λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας και μείωσης της παγκόσμιας ζήτησης καυσίμων.

Ο στόχος διατήρησης υψηλών τιμών της ενέργειας μέσω περιορισμένης προσφοράς είναι ένας κοινωνικά βάναυσος τρόπος μείωσης της ζήτησης ορυκτών καυσίμων και τείνει τελικά να οδηγήσει σε αυξημένη παγκόσμια προσφορά. Επακόλουθο είναι, το σοκ των τιμών της ενέργειας να δημιουργεί δυσανάλογη γεωγραφική και κοινωνική κατανομή στην προσφορά, ενώ η ζήτηση αυξάνει. Η αβεβαιότητα της ζήτησης ορυκτών καυσίμων έγινε εγγενής στα κλιματικά μοντέλα των διαφόρων COP. Τα μοντέλα θέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5°C περιλαμβάνουν μια σειρά από διακυμάνσεις στη ζήτηση ορυκτών καυσίμων για το 2050, μέχρι το καθαρό μηδενικό σενάριο της Διεθνούς Αρχής Ενέργειας (ΙΕΑ).

Σήμερα, ο ρυθμός εξάπλωσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας συνοδεύεται από ένα ρυθμό αύξησης της ζήτησης ορυκτών καυσίμων επιβραδύνοντας την πορεία  προς ένα καθαρό μηδέν (Net Zero). Η εισβολή στην Ουκρανία και η απώλεια εμπιστοσύνης στην Ρωσία ως προμηθευτή ενέργειας της ΕΕ συνέβαλε και αυτή στην  αμφισβήτηση της σύντομής επίτευξης του καθαρού μηδενικού σεναρίου του ΙΕΑ για τον απλούστατο λόγο ότι το καθαρό μηδενικό σενάριο χρειάζεται, την βιομηχανία υδρογονανθράκων η οποία προσφέρει την ανθεκτικότητα του εφοδιασμού κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μέχρι το 2050.

Στον ορίζοντα του 2030 το φυσικό αέριο θα έχει γίνει το βασικό συστατικό του ενεργειακού μείγματος ενώ η τιμή κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας θα παραμείνει δέσμια της  αλυσίδας κόστους/πώλησης του φυσικού αέριου και ιδιαίτερα του εισαγόμενου LNG το οποίο συνδέεται με τρία βασικά κέντρα κόστους (Υγροποίησης, Μεταφοράς, Αεριοποίησης) και δύο επιπλέον κέντρα κόστους κατασκευής/απόσβεσης των πλοίων και του περιθωριακού κέρδους του trading.

Έτσι, οι υψηλές τιμές ενέργειας αναμένεται να γίνουν η νέα κανονικότητα. Η οικονομική σταθερότητα και η ενεργειακή ασφάλεια έχουν καταστεί πρωταρχικά ευρωπαϊκά ζητήματα και θα πρέπει να δώσουν στους πολιτικούς τον δρόμο για μια ισορροπημένη διαχείριση αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος όπως της δέσμευσης ευρωπαϊκών δανειοδοτήσεων για έργα έρευνας και υποδομών φυσικού αερίου, σταθμών ηλεκτρικής χρήσης πυρηνικής ενέργειας ή τον οικονομικό εγκλωβισμό περιουσιακών στοιχείων κρατών και εταιρειών κατά τη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης. Απτό παράδειγμα τα ελληνικά stranded assets (εγκλωβισμένα περιουσιακά στοιχεία όπως ο λιγνίτης και οι υδρογονάνθρακες που συγκυριακά ξαναβρήκαν την κλεμμένη τους τιμή πριν από μερικές εβδομάδες.

Πρακτικές διαδικασίες μείωσης CO2 από την βιομηχανία

Σε πρακτικό επίπεδο η μείωση των εκπομπών άνθρακα εξαρτάται από τη βιομηχανία και ιδιαίτερα τις βιομηχανικές χώρες και περνά από συγκεκριμένες διαδικασίες όπως η Δέσμευση, Χρήση και Αποθήκευση Άνθρακα (CCUS), το μπλε υδρογόνο, η γεωθερμία, η μακροπρόθεσμη αποθήκευση ενέργειας και τα κρίσιμα ορυκτά για τα οποία μια λεπτομερής χαρτογράφηση απουσιάζει.

Η Δέσμευση, Χρήση και Αποθήκευση Άνθρακα (CCUS)

Ένα σημαντικό παράδειγμα μείωσης εκλύσεων του CO2 είναι αυτό της παραγωγής χάλυβα που αντιπροσωπεύει περίπου το 7% των συνολικών παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Τα τελευταία 10 χρόνια οι σχετιζόμενοι ρύποι έχουν περάσει από 2,5 σε 2 τόνους CO2 για κάθε τόνο χάλυβα που παράγεται. Καθώς ο χάλυβας χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο για νέες υποδομές σε όλο τον κόσμο, το υδρογόνο αντικαθιστά προοδευτικά τον άνθρακα στις διαδικασίες παραγωγής χάλυβα.

Όσον αφορά την πετρελαϊκή βιομηχανία οι επενδύσεις σε CCUS στοχεύουν σήμερα στην κατακράτηση των ρύπων, στην αποθήκευση CO2 και την παραγωγή μπλε υδρογόνου. Η εμπειρία στον έλεγχο της ροής των υγρών στο υπέδαφος και οι υπάρχουσες υποδομές για την ενσωμάτωση των υπεράκτιων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις εγκαταστάσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου θα συμβάλουν δραστικά στην δεκαετία του 2030 στην δέσμευση του άνθρακα και την παραγωγή υδρογόνου.

Γεωθερμική ενέργεια

Σε αντίθεση με τον άνεμο και τον ήλιο, η γεωθερμική ενέργεια, δεν εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες. Απαιτεί ένα μεγαλύτερο τεχνολογικό άλμα, με μεθόδους και τεχνικές γεώτρησης που διαφέρουν από τις παραδοσιακές πρακτικές του πετρελαίου και φυσικού αερίου και που γεννιόνται από νεοσύστατες επιχειρήσεις. Οι προβλέψεις ροής θερμότητας, οι αξιολογήσεις της ποιότητας των θερμικών δεξαμενών και η τρισδιάστατη κατασκευή μοντέλων μεγάλου βάθους είναι μερικά τεχνολογικά άλματα που απαιτούνται για την αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας.

Η γεωθερμική ενέργεια έχει χαμηλό εμπορικό προφίλ σε σύγκριση με άλλες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή, η αιολική και η υδροηλεκτρική. Ιδιαίτερα η αξιοποίηση της βαθιάς γεωθερμικής ενέργειας βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα παρόλο ότι μπορεί να προσφέρει πρόσβαση σε κλίμακα πολύ μεγαλύτερη από αυτή του άνεμου και του ηλίου. Τα σημερινά γεωθερμικά έργα είναι συνήθως χτισμένα σε περιοχές όπου θερμά πετρώματα βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια της Γης, όπως τα τεκτονικά ενεργά ρήγματα, διευκολύνοντας την αξιοποίηση της φυσικής θερμότητας του πλανήτη και τη μετατροπή ατμού σε ηλεκτρική ενέργεια. Αλλά η γεωθερμική ενέργεια θα μπορούσε να διαδραματίσει πολύ μεγαλύτερο ρόλο στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών του κόσμου εάν οι γεωτρήσεις μπορούσαν να έχουν πρόσβαση σε καυτά πετρώματα που βρίσκονται αρκετά χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια του πλανήτη.

Μια εταιρεία αποσπασμένη από το κέντρο Μελετών Πλάσματος και Σύντηξης του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT) σχεδιάζει να πραγματοποιήσει γεώτρηση σε βάθη 10-20 km για να απελευθερώσει μεγάλη γεωθερμική ενέργεια εφαρμόζοντας τεχνολογία γυροτρόνιων (ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία σε μικροκυματικές συχνότητες μαγνητικού πεδίου). Η εταιρεία προγραμματίζει να κατέβει σε βάθη μεγαλύτερα από αυτά του ρωσικού γεωτρύπανου Kola Superdeep ή της πετρελαιοπηγής Al Shaheen του Κατάρ, που φτάνουν σε περίπου 12 km βάθος. Τα γυροτρόνια είναι αρκετά ισχυρά για να θερμάνουν το πλάσμα σε πειράματα πυρηνικής σύντηξης, και αποτελούν ένα ιδανικό εργαλείο για απλούστερες εφαρμογές όπως την ανίχνευση επιλεγμένων περιοχών σε βάθη μεγαλύτερα των 12 χιλιομέτρων, εκεί όπου τα πετρώματα υπόκεινται σε θερμοκρασίες 500°C και ο ατμός μπορεί να μετατραπεί αποτελεσματικά σε ηλεκτρική ενέργεια στην επιφάνεια.

Μακροπρόθεσμη αποθήκευση ενέργειας 

Η ανάγκη μακροπρόθεσμης αποθήκευσης ενέργειας έγινε επίκεντρο ενδιαφέροντος πρόσφατα λόγω του ότι η αιολική και ηλιακή ηλεκτρική ενέργεια δεν έχει σταθερή απόδοση διότι ο άνεμος δεν φυσάει πάντα και όπως πρέπει, και εφόσον ο ήλιος δεν λάμπει όλο το 24ώρο. Η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας βρίσκεται ακόμη σε ερευνητικό επίπεδο και σκοντάφτει σε δύο βασικά προβλήματα, την ηλεκτροχημεία λόγω των νόμων της φυσικής και την γεωπολιτική λόγω της διάθεσης των σπανίων γαιών. Αντιθέτως, η αποθήκευση φυσικού αερίου σε εξαντλημένα κοιτάσματα αερίου ή πράσινου υδρογόνου σε βαθιά ορυχεία/θαλάμους αλατιού είναι εφικτή διότι οι χημικές αντιδράσεις και η μηχανική συμπεριφορά των πετρωμάτων σε περιβάλλοντα επαναλαμβανόμενων μεταβολών πίεσης και θερμοκρασίας εντάσσονται από καιρό στις πρακτικές της βιομηχανίας.

Αν και εκτός βιομηχανικών δραστηριοτήτων, είναι σημαντικό να τονισθεί ότι η δημιουργία νέων δασικών εκτάσεων θα επιτρέψει περισσότερη κατακράτηση CO2. Οι βιομηχανικές δραστηριότητες προσθέτουν άνθρακα στα οικοσυστήματα και τα χερσαία φυτά κατακλύζονται από περίπου 50 % περισσότερο CO2 από ότι ήταν μόλις πριν από 150 χρόνια. Πολλά βοτανικά είδη αναπτύσσονται ταχύτερα υπό αυτές τις νέες συνθήκες, διαταράσσοντας τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης και κατά συνέπεια απορροφώντας περισσότερο άζωτο από ότι χρειάζεται. 

Το Ελληνικό HUB διαμετακόμισης  

Λέγεται συχνά ότι η χωρητικότητα στην Ελλάδα περισσότερων από 20 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων αεριοποιημένου φυσικού αερίου, και όχι LNG όπως λανθασμένα λέγεται, θα μπορούσε να καταστήσει την Ελλάδα εξαγωγέα φυσικού αερίου στους βόρειους γείτονες. Στην πράξη πρόκειται για διαμετακόμιση. Εκτός της διαμετακόμισης που θα γίνεται στην επιφάνεια της θάλασσας ή της χέρσου, οι γεωλογικές-γεωμετρικές δομές του υπεδάφους της Ελλάδας, εγκλείουν φυσικό αέριο και πετρέλαιο. Με τα συντηρητικότερα κριτήρια εκμεταλλευσιμότητας υπάρχουν περίπου 600 Bcm (25% των δυνητικών 2450 Bcm στο ελληνικό υπέδαφος). Εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα 600 Bcm για μια χώρα όπως η Ελλάδα με ετήσια κατανάλωση μόνο 5,5 Bcm έναντι 550 Bcm της Ευρώπης συνιστούν ένα ανταγωνιστικό και διαπραγματευτικό πλεονέκτημα προς οποιονδήποτε και αποφέρει εθνικά κέρδη τα οποία συγκρινόμενα με τα 20 Bcm ετήσιας διαμετακόμισης υγροποιημένου φυσικού αερίου προς τρίτους είναι τουλάχιστον 40 φορές ισχυρότερα. 

Ορίζοντας 2030-2040 

Στα επόμενα 10 χρόνια θα υπάρξει ισχυρός ανταγωνισμός μεταξύ σχιστολιθικού αερίου και συνθετικών καυσίμων. Το κόστος των συνθετικών καυσίμων θα είναι βιώσιμο με τα σημερινά επίπεδα τιμών του φυσικού αερίου, που κινούνται στα 7 με 8 δολάρια τα 1000 κυβικά πόδια και του αργού πετρελαίου με περισσότερο από 100 δολάρια το βαρέλι. Η Κίνα, η οποία πρωτοστατεί, έχει ετήσια παραγωγική δυνατότητα μεγαλύτερη από 200 δισεκατομμύρια κυβικών μέτρων συνθετικού φυσικού αερίου και μέχρι 1 εκατομμύριο βαρέλια συνθετικών καυσίμων καθιστώντας την ικανή να μειώσει κατά 10% τις ετήσιες εισαγωγές της σε αργό πετρέλαιο. Οι ανταγωνιζόμενες τεχνικές θα στοχεύουν από την μια πλευρά την υγροποίηση του φυσικού αερίου και από την άλλη την υγροποίηση του άνθρακα.

Οι ανταγωνιζόμενες τεχνικές για την παραγωγή υδρογόνου θα βασίζονται στο διαχωρισμό του μεθανίου σε άνθρακα και υδρογόνο μέσω θερμού ατμού ή την διάσπαση του μορίου του νερού σε οξυγόνο και υδρογόνο μέσω ηλεκτρόλυσης.

Η μεταφορά υδρογόνου σε αγωγούς φυσικού αερίου ή μέσω υγροποίησης δεν θα επέλθει σε βιομηχανική κλίμακα πριν το 2040. Σύμφωνα με νέα έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Irena), η ανάμειξη υδρογόνου σε δίκτυα φυσικού αερίου θα αυξήσει το ενεργειακό κόστος, παρέχοντας ελάχιστη μείωση αερίων του θερμοκηπίου. Είναι τεχνικά εφικτό να αναμειγνύεται υδρογόνο έως και 20% (κατ' όγκο) χωρίς μαζικές αλλαγές υποδομής. Αλλά, ένα κλάσμα 20% θα αντιπροσωπεύει μόνο 7% σε ενεργειακούς όρους (λόγω της διαφοράς στο μοριακό βάρος), πράγμα που σημαίνει ότι η ανάμειξη θα μπορούσε να επιφέρει, στην καλύτερη περίπτωση, μόνο 7%  μείωση των εκπομπών CO2. Το υδρογόνο είναι πολύ πιο ακριβό από το φυσικό αέριο σε ενεργειακή βάση (ανά joule) και η ανάμειξή του στο δίκτυο, θα αυξάνει σταδιακά την τιμή του φυσικού αερίου, η οποία τιμή, είτε θα πρέπει να αντισταθμίζεται από τις κυβερνήσεις μέσω επιδοτήσεων (μη βιώσιμων) ή να πληρώνεται από τον τελικό καταναλωτή, καθιστώντας το μεταξύ των πιο ακριβών δυνατών τρόπων για τον περιορισμό  των εκπομπών CO2.

 

*Λίγα λόγια για τον Δρ. Γιάννη Μπασιά

Ο Γιάννης Μπασιάς είναι ενεργειακός αναλυτής και τέως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ).

Διαθέτει περισσότερα από 30 χρόνια διεθνούς επαγγελματικής εμπειρίας στη αξιολόγηση κοιτασμάτων, τα τεχνικά έργα, τη δημιουργία πετρελαϊκού χαρτοφυλακίου και την διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού. Διετέλεσε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ομίλου Georex και εργάστηκε σε θέματα υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Δυτική Αφρική, την Μαυριτανία, το Κανάλι της Μοζαμβίκης, το κεντρικό-νότιο Ατλαντικό. Αρχικά, ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και ως Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εργαστήριο Γεωλογίας του Εθνικού Μουσείου Φυσικής Ιστορίας στο Παρίσι. Κατέχει διδακτορικό τίτλο στη γεωλογία (Παρίσι, 1984), πτυχίο Γεωλογίας από το ΚΠΑ (1979), δίπλωμα οικονομικών (Παρίσι, 1994) και δίπλωμα διοίκησης επιχειρήσεων από το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Παρισιού (1989). Είναι συγγραφέας ή συνεργάτης σε περισσότερες από 30 δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά ή βιομηχανικά περιοδικά και συν-εκδότης 3 εκθέσεων θαλάσσιων αποστολών στον Ινδικό Ωκεανό.