Οι δραματικές εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων με επίκεντρο τον Ρώσο-Ουκρανικό πόλεμο, σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου και πετρελαίου, που ωστόσο προϋπήρξαν του πολέμου, έχουν συμβάλει στην δημιουργία μιας καθολικής ενεργειακής κρίσης. Μιας κρίσης, όμως, που πλήττει κυρίως την Ευρώπη-γιατί σε ΗΠΑ και Κίνα οι τιμές κινούνται σε πολύ 

ανταγωνιστικά επίπεδα και κατά μέσο όρο είναι τρεις φορές φθηνότερες από ό, τι στην Γηραιά Ήπειρο- η οικονομία της οποίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από ενεργειακές εισαγωγές κάθε είδους.

Πιο συγκεκριμένα, η ΕΕ εισάγει σήμερα (στοιχεία 2021) σχεδόν το 58% της ενέργειας που καταναλώνει με το φυσικό αέριο (83,6%) και το πετρέλαιο (71,0%) να αντιστοιχούν αναλογικά στις μεγαλύτερες εισαγωγές.

Ως γνωστό, η Ρωσία καλύπτει το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών αερίου και το 25% του πετρελαίου καθιστώντας την βασικό προμηθευτή. Η Ελλάδα είναι ακόμα περισσότερο ενεργειακά εξαρτώμενη από τον μέσο όρο της Ευρώπης αφού η εξάρτηση της πέρυσι έφθασε το 82,0% βάσει στοιχείων της Eurostat.

Η κρίση στην Ουκρανία έδειξε με το πλέον ξεκάθαρο τρόπο πως μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η Ρωσία από «στρατηγικός εταίρος» στην ενέργεια μετατράπηκε σε έναν επιτήδιο εκβιαστή όπου με πρόφαση την πληρωμή σε ρούβλια επιχειρεί να διασπάσει το ευρωπαϊκό ενεργειακό μέτωπο και να αποπροσανατολίσει την όλη συζήτηση. Που δεν μπορεί να είναι άλλη από την μέσο βραχυπρόθεσμη προσπάθεια μείωσης η και τερματισμού της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από την Ρωσία.

Αυτό μας οδηγεί στο επόμενο μεγάλο ζήτημα, που είναι η επιδίωξη για ενεργειακή αυτάρκεια. Και φυσικά ακολουθεί το ερώτημα το κατά ποσό μπορεί κάτι τέτοιο να είναι το ζητούμενο στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας που όμως παρέχει την ψευδαίσθηση ότι η ενεργειακή προμήθεια είναι διασφαλισμένη και τα πάντα είναι θέμα εμπορικών συμφωνιών και επίτευξης ανταγωνιστικών τιμών. Όμως η πρόσφατη εμπειρία μας έδειξε περίτρανα το πως η υψηλή ενεργειακή εξάρτηση,ιδίως όταν το μεγαλύτερο ποσοστό ελέγχεται από μια μόνο χώρα, αποτελεί μια βραδυφλεγή γεωπολιτική βόμβα με απροσδιόριστες συνέπειες.

Στην σημερινή δύσκολη συγκυρία η Ελλάδα μπορεί τελικά να «καταφέρει» χωρίς να παραβιάζει το ευρωπαϊκό acquis, να συνεχίσει τον εφοδιασμό της με Ρωσικό αέριο (πράγμα που επιτρέπει στην Βουλγαρία να κάνει τον ξύπνιο κηρύσσοντας την αποδέσμευση της από την Ρωσία), γιατί διαφορετικά θα αντιμετωπίσει σοβαρό πρόβλημα ενεργειακής προμήθειας, αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό έχει ημερομηνία λήξης. Γι' αυτό, ο μακροπρόθεσμος στόχος μιας νέας ενεργειακής πολιτικής, που πολύ σύντομα θα κληθεί να χαράξει η κυβέρνηση, δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ο δρόμος προς την ενεργειακή αυτάρκεια. Χωρίς απαραίτητα να στοχεύσουμε σε 100% κάλυψη των αναγκών μας από εγχώρια παραγόμενη ενέργεια, η Ελλάδα μπορεί, αναπτύσσοντας περαιτέρω τις ΑΠΕ αλλά ταυτόχρονα αξιοποιώντας τους δικούς μας υδρογονάνθρακες και τον λιγνίτη, μέσα σε λίγα χρόνια να αντιστρέψει πλήρως την σημερινή αναλογία εξάρτησης.