Η Ευρώπη βίωνε ήδη από τα μέσα του 2021 τη σοβαρότερη ενεργειακή κρίση των τελευταίων δεκαετιών, που με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις επακόλουθες κυρώσεις που επέβαλε η Δύση έγινε ακόμη χειρότερη. Ο κίνδυνος επέκτασης των πολεμικών συγκρούσεων σε συνδυασμό με την επιλογή της ΕΕ να απεξαρτηθεί από το ρωσικό φυσικό αέριο έχουν δημιουργήσει όπως είναι φυσικό, εντελώς νέα δεδομένα για την ενεργειακή τροφοδοσία 

και ασφάλεια της Ευρώπης, με την Ένωση συλλογικά και τις Κυβερνήσεις των χωρών μελών της χωριστά να έχουν αποδοθεί σε αγώνα κάλυψης των μελλοντικών ενεργειακών τους αναγκών είτε με νέες ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, είτε με εξασφάλιση φυσικού αερίου η/και LNG από εναλλακτικές πηγές.       

Η Ελλάδα περιορίζεται προς το παρόν σε επιδοματικές πολιτικές αντιμετώπισης της ενεργειακής ακρίβειας και στην προώθηση της λύσης εγκατάστασης μιας πλωτής δεξαμενής στον Τερματικό Σταθμό LNG της Ρεβυθούσας, που χάρις στη διορατικότητα των αποφάσεων του αρχικού σχεδιασμού του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου τη δεκαετία του 1980, αναδεικνύεται σήμερα σε φάρο ελπίδας για τη διασφάλιση της ενεργειακής τροφοδοσίας της χώρας, σε μια πολύτιμη, στρατηγικής σημασίας υποδομή, που δικαιολογημένα επιτρέπει την ύπαρξη αίσθησης ενεργειακής ασφάλειας σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες. Μέλλει ωστόσο να αποδειχθεί αν τα ανωτέρω μέτρα επαρκούν να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο υπαρκτός κίνδυνος μιας διακοπής της παροχής ρωσικού φυσικού αερίου προς τη χώρα μας. 

Τα γεγονότα ωστόσο της τελευταίας περιόδου απέδειξαν πανηγυρικά ότι στην ενεργειακή πολιτική δεν επιτρέπονται ούτε προχειρότητες, ούτε λανθασμένες επιλογές, γιατί σε τελική ανάλυση το κόστος για την εθνική οικονομία, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά είναι πολύ υψηλό. Ακόμη και αν είναι αληθές ότι σε μεγάλο βαθμό οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου και ενέργειας οφείλονται σε εξωγενείς και εισαγόμενους παράγοντες, αυτό δεν δίνει συγχωροχάρτι σε λανθασμένες επιλογές που υπήρξαν τα προηγούμενα χρόνια στο τομέα της ενέργειας όπως:

- η βιαστική πολιτική απόφαση για μια εξαιρετικά γρήγορη απολιγνιτοποίηση, χωρίς την ύπαρξη ταυτόχρονων υποκατάστατων πολιτικών και αποτελεσματικών μέτρων ομαλής ενεργειακής μετάβασης σε μια οικονομία με λιγότερο άνθρακα  

- οι σοβαρότατες ολιγωρίες στην έρευνα και εκμετάλλευση των εγχώριων υδρογονανθράκων

-   η αδυναμία αντιμετώπισης των δομικών προβλημάτων στο σχεδιασμό και τη λειτουργία των εγχώριων αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου

-  η απουσία οποιασδήποτε έρευνας και ανάπτυξης εγχώριων πράσινων τεχνολογιών ενέργειας η τουλάχιστον εγχώριων πιλοτικών εφαρμογών τους, σε συνεργασία με τεχνολογικούς οίκους του εξωτερικού  

Δυστυχώς, οι πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής μετάβασης σε μια οικονομία με λιγότερο άνθρακα δεν είναι απλά θέμα καλών προθέσεων και φιλο-περιβαλλοντικών ευχολογίων, αλλά προϋποθέτουν σχέδιο και ρεαλιστικές πολιτικές.

Όλοι οφείλουμε να είμαστε ευαίσθητοι για το περιβάλλον και το μέλλον του πλανήτη μας και η υποχρέωση αυτή δεν έχει φυσικά εκχωρηθεί ως λευκή επιταγή σε αυτοχρησθέντες προστάτες του περιβάλλοντος και της επίγειας έμβιας ζωής. Είναι υποχρέωση όλων ανεξαιρέτως. Και βέβαια, οι πολιτικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής μπορεί μεν να αφορούν σε μεγάλο βαθμό την ενέργεια, αλλά δεν πρέπει να περιορίζονται μόνον σε αυτήν. Πρέπει να επεκτείνονται και να στοχεύουν στην αλλαγή των παραγωγικών προτύπων και των κοινωνικών-περιβαλλοντικών συμπεριφορών που μπορούν να οδηγήσουν στη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων του θερμοκηπίου στη βιομηχανία, τη ναυτιλία, τις αερομεταφορές, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τις μετακινήσεις μας, τη θέρμανση και την ψύξη των σπιτιών μας κλπ. κλπ.

Είναι ανάγκη να γίνει κατανοητό ότι η οικονομία και η κοινωνία μας μας εξαρτάται επί του παρόντος και για πολλές δεκαετίες ακόμη σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα (σήμερα κατά 75-80%) και επομένως δεν είναι ούτε εφικτό, ούτε ρεαλιστικό η μετάβαση σε λιγότερο ρυπογόνα παραγωγικά και κοινωνικά πρότυπα βασισμένα σε ανανεώσιμες μορφές ενέργειας να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι μια τέτοια μετάβαση θα ήταν εφικτή στα επόμενα 5-10 χρόνια, το κόστος για την οικονομία και την κοινωνία της χώρας μας θα ήταν εξαιρετικά δυσβάστακτο.

Κατά συνέπεια, απαιτούνται καλά μελετημένες και ρεαλιστικές πολιτικές μιας σταδιακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα στις επόμενες 2-3 δεκαετίες, με βάση συγκεκριμένους στόχους μείωσης των αερίων του θερμοκηπίου σε όλους τους κλάδους της οικονομίας, με υιοθέτηση κινήτρων για σταδιακή χρήση καινοτόμων ενεργειακών τεχνολογιών χαμηλού άνθρακα για αποθήκευση ενέργειας, παραγωγή υδρογόνου, ανανεώσιμων αερίων καυσίμων, αξιοποίησης όλων των διαθέσιμων μορφών ΑΠΕ κλπ.  

Τούτο όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι ως χώρα (και μάλιστα υπερχρεωμένη) θα πρέπει να απεμπολήσουμε το δικαίωμά μας να χρησιμοποιούμε και να αξιοποιήσουμε κατά την μεταβατική αυτή περίοδο τους εγχώριους ενεργειακούς μας πόρους όπως ο λιγνίτης και οι υδρογονάνθρακες, αρκεί να πετυχαίνουμε τους δεσμευτικούς στόχους μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Επίσης η θεμιτή προσπάθεια να απεξαρτηθούμε (ή τουλάχιστον να περιορίσουμε σε λογικά πλαίσια) την εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο δεν πρέπει να συγχέεται και πολύ περισσότερο να χρησιμοποιείται σκοπίμως από κάποιους ως ευκαιρία δαιμονοποίησης και ενοχοποίησης του φυσικού αερίου γενικώς, γιατί ως γνωστόν το καύσιμο αυτό, παρότι ορυκτό, μπορεί να συμβάλλει αποτελεσματικά στην επίτευξη των στόχων περιορισμού των αερίων του θερμοκηπίου, ιδιαίτερα όταν υποκαθιστά πιο ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα.   

Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι στην ετήσια έκθεση της παγκοσμίου φήμης εταιρίας συμβούλων McKinsey που δημοσιεύτηκε μόλις πρόσφατα προβλέπεται η ζήτηση του φυσικού αερίου/LNG να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 10% μέχρι το 2035, ενώ και μετέπειτα το αέριο θα συνεχίσει να παίζει σημαντικό ρόλο ως καύσιμο μετάβασης.

Τέλος, θα άξιζε ίσως ως χώρα να παραδειγματισθούμε από την κινητικότητα που δείχνει η γειτονική μας Ιταλία, εντατικοποιώντας τις προσπάθειες της για εξασφάλιση πρόσθετων ποσοτήτων αερίου και LNG από την Αλγερία, την Αίγυπτο, το Κογκό, τη Μοζαμβίκη, το Ισραήλ κλπ.

Στην ενεργειακή πολιτική, συμπεριλαμβανομένων και αυτής για την ενεργειακή μετάβαση, χρειάζεται αποτελεσματικότητα και κυρίως ρεαλισμός.

 

* ο κ. Σπύρος Παλαιογιάννης είναι Managing Partner της MEDGAS & MORE SERVICES LTD και πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΠΑ ΑΕ  

Διαβάστε ακόμα