Τόσο οι πρόσφατες δηλώσεις του πρωθυπουργού για την επιτάχυνση των ερευνών υδρογονανθράκων, κατά την επίσκεψη του στα γραφεία της ΕΔΕΥ την περασμένη Τρίτη, (11/4) όσο και η ανακοίνωση (6/4) περί διπλασιασμού της παραγωγής λιγνίτη και την επιμήκυνση του χρονοδιαγράμματος απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων για το 2028 ή και αργότερα, σε συνδυασμό με το ανανεωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον σε υποδομές φυσικού αερίου, σηματοδοτούν  με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την μεγάλη στροφή που επιχειρείται έστω και με μεγάλη καθυστέρηση προς μια ρεαλιστική ενεργειακή πολιτική. Βασικό στοιχείο αυτής της νέας ενεργειακής πολιτικής αποτελεί η παραδοχή ότι τα ορυκτά ενεργειακά καύσιμα - δηλ. λιγνίτες, πετρέλαιο, φυσικό αέριο - αποτελούν την ραχοκοκαλιά

 

του ενεργειακού μας συστήματος και χωρίς αυτά δεν μπορούμε να επεκτείνουμε την διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο.

Όπως έχουμε επανειλημμένα εξηγήσει μέσα από το πόρταλ, αλλά και ευρύτερα μέσω δημοσίων παρεμβάσεων μας και μέσω διαλέξεων σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, η επιτυχής διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα της χώρας, και ιδιαίτερα στο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα, εξαρτάται από την συνεχή παροχή ηλεκτρικού φορτίου βάσης. Αυτό μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο μέσω της λειτουργίας θερμικών σταθμών (λιγνίτης, φ. αέριο, πυρηνικά) αλλά και μέσω εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από γειτονικές χώρες. Στην περίπτωση της Ελλάδας τα φορτία αυτά μπορούν να εξασφαλισθούν από τον λιγνίτη, που όμως παράγει αυξημένες ποσότητες εκπομπών και κοστίζει ακριβά λόγω υψηλού κόστους ρύπων, και φυσικό αέριο που έχει πολύ λιγότερες εκπομπές αλλά εισάγεται εξ ολοκλήρου και έχει επίσης υψηλό κόστος.

Όμως στη περίπτωση του λιγνίτη μπορεί και πρέπει να επιδιωχθεί η αυξημένη παραγωγή του και η μεγαλύτερη χρήση του στην ηλεκτροπαραγωγή (δηλαδή πλήρης αντίστροφή της μέχρι σήμερα ακολουθούμενης πολιτικής βίαιης απολιγνιτοποίησης) με την παράλληλη εφαρμογή αυστηρών μέτρων αποθείωσης αλλά και εισαγωγή τεχνολογίας διακράτησης και αποθήκευσης εκπομπών (τεχνολογία CCUS εδώ). Άρα υπάρχει η δυνατότητα αξιοποίησης των λιγνιτικών μας αποθεμάτων για πολλά χρόνια ακόμα με σημαντική μείωση ή και μηδενισμό των εκπομπών. Τα ανωτέρω δεν θα σταθούν εμπόδιο στην μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ -που παραμένει σταθερός στόχος- τόσο στο εθνικό ενεργειακό ισοζύγιο και όσο και στο ηλεκτροπαραγωγικό μίγμα, αλλά απέχουμε πολύ έως ότου οι ανανεώσιμες πηγές μπορέσουν να καλύψουν το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτροπαραγωγής και άρα να οδηγήσουν, θεωρητικά, σε χαμηλότερες τιμές.

Το Energia.gr εδώ και χρόνια υποστηρίζει σταθερά, μέσα από τεκμηριωμένα άρθρα και αναλύσεις, την ανάγκη για την χάραξη μια συνολικής ενεργειακής πολιτικής η οποία θα συμπεριλαμβάνει όλες ανεξαιρέτως τις πηγές ενέργειας και δεν θα επικεντρώνεται μόνο στις ΑΠΕ και την ενεργειακή αποδοτικότητα.

Ναι μεν το τρέχον ΕΣΕΚ αναφέρεται στους υδρογονάνθρακες και τα στερεά καύσιμα πλην όμως, πέρα του στόχου πρόωρης απολιγνιτοποίησης, δεν χαράσσει πολιτική σε αυτόν τον κρίσιμης σημασίας τομέα του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας. Γιατί την στιγμή που το ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας κυριαρχείται από τα ορυκτά ενεργειακά καύσιμα,(εισαγόμενα κατά 95%) που μεταξύ τους καλύπτουν το 80% της τελικής ενεργειακής κατανάλωσης, αποτελεί παραλογισμό να χαράσσεται πολιτική μόνο για το 20% με τον ευσεβή πόθο ότι αύριο αυτό θα αυξηθεί και θα φθάσει το 30%.

Όπως περίτρανα απέδειξαν τα γεγονότα των τελευταίων μηνών (με το σπιράλ της ακριβής ενέργειας να έχει ήδη ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 2021) πετρέλαιο και φυσικό αέριο συνιστούν και θα εξακολουθήσουν για πολλά χρόνια ακόμα να αποτελούν, βασικούς πυλώνες του ενεργειακού συστήματος όλων των ευρωπαϊκών χωρών και ιδιαίτερα της Ελλάδας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζουν άμεσα την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και άρα το σύνολο του ενεργειακού τιμολογιακού περιβάλλοντος και τις χρεώσεις σε επίπεδο καταναλωτή. Αρα η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον, οικονομικό και γεωπολιτικό, να επιδιώξει την ανακάλυψη και παραγωγή φυσικού αερίου όχι μόνο για την κάλυψη των δικών της ενεργειακών αναγκών αλλά και την εξαγωγή τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και ευρύτερα αν χρειασθεί. Αυτή η προοπτική μοιραία θα οδηγήσει σε χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου ενώ θα επηρεάσει θετικά τα δημόσια οικονομικά με εντυπωσιακή βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Συμπερασματικά, η στροφή που τώρα επιχειρείται από την κυβέρνηση προς μια ρεαλιστική ενεργειακή πολιτική θα πρέπει να αξιοποιηθεί σε πολιτικό και επιχειρηματικό επίπεδο με μέσο βραχυπρόθεσμο στόχο την μείωση του κόστους παραγωγής ενέργειας- κυρίως μέσα από την αύξηση του μεριδίου εγχώριας παραγωγής- και την μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας. Αυτή έχει αυξηθεί επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια από το 75% το 2017 στο 82% το 2021. Αρα καθίσταται εμφανές ότι απαιτείται μια πλήρης επαναχάραξη της ενεργειακής μας πολιτικής με άμεσο και επείγον στόχο την μείωση της ενεργειακής μας εξάρτησης, την μείωση του κόστους παραγωγής και την ενίσχυση των ενεργειακών υποδομών (δηλ.δίκτυα, αποθηκευτικοί χώροι, διεθνείς ενεργειακές διασυνδέσεις). Όλα τα ανωτέρω οδηγούν αναπόφευκτα σε ένα νέο ενεργειακό χάρτη τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο και επί του πεδίου αφού σύντομα θα ξεκινήσει ερευνητική και παραγωγική δραστηριότητα σε διάφορες τοποθεσίες της χώρας.