Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, πολλές βεβαιότητες και δεδομένα ανατράπηκαν, δημιουργώντας και στη χώρα ένα νέο κλίμα ανασφάλειας. Οι προσδοκίες ότι οι καταστροφικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ακολουθούνταν ήδη από ένα θρίαμβο επιστροφής μας σε συνθήκες προ κρίσης, αναγκαστικά αναβάλλονται. Πλέον, το παίγνιο στο οποίο τα σημαντικά συλλογικά προβλήματά μας αγνοούνταν στη δημόσια συζήτηση και το βάρος ξέπεφτε σε τριτοκλασάτα, προκάτ ή κωμικά θέματα, τελειώνει.

Σήμερα, αναδεικνύονται οι διαστάσεις μιας άλλης, πολύ πιο σύνθετης και, κυρίως, δύσκολης πραγματικότητας: τα ενεργειακά μαζί με τα γεωπολιτικά, τα οικονομικά, τα κοινωνικά, τα πολιτικά, σε συνδυασμό με ή χωρίς τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Φαίνεται ότι η κλιματική αλλαγή και οι περιορισμοί που προκύπτουν για τα ορυκτά καύσιμα επηρεάζουν έντονα τις πολιτικές προοπτικές στις χώρες παραγωγής τους, ιδίως όσες δεν έχουν καταφέρει να εμπλουτίσουν αρκετά την οικονομία τους σε άλλα πεδία (βιομηχανία ή υπηρεσίες), όπως η Ρωσία. Αυτές γνωρίζουν ότι στις δύο επόμενες δεκαετίες θα χάσουν σε δύναμη και πρέπει ήδη να δουν με ποια άλλα εργαλεία θα διατηρήσουν στρατηγικές θέσεις τους – με μια προσάρτηση εδαφών τρίτων χωρών, ας πούμε. Ισως η Ουκρανία είναι η πρώτη που πληρώνει τέτοιου τύπου φόβους. Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής δεν θα είναι αόριστες ή αποκλειστικά κλιματικές. Θα πλήττουν επώδυνα και απρόβλεπτα καίριες σχέσεις και ισορροπίες, οι επιπτώσεις των οποίων στην περιοχή μας θα είναι ισχυρές.

Οι κίνδυνοι μιας ισχυρής εξάρτησης της Ευρώπης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας είχαν επισημανθεί στο παρελθόν από τις ΗΠΑ, ενδεχομένως και για λόγους εμπορικών συμφερόντων. Με την εισβολή στην Ουκρανία το πρόβλημα αποκαλύφθηκε. Ετσι, η σημερινή κρίση στον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε αναζήτηση νέων λύσεων, και μάλιστα όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μεταξύ των λύσεων αυτών, οι ενεργειακές πηγές της Ανατ. Μεσογείου αποκτούν μεγαλύτερο βάρος. Ενεργειακές πηγές στην ευρύτερη περιοχή, εκτός από τους παλαιούς παραγωγούς, σημαίνει και Ισραήλ, Αίγυπτο, Ιράν, Τουρκία. Το αν σημαίνει και αγωγό EastMed και Ελλάδα και Κύπρο μένει να φανεί. Το αν θα επηρεάσει άλλα θέματα της Ελλάδας και της Κύπρου και πώς, επίσης. Στην ουσία πάντως, οι πιεστικές ανάγκες της Δύσης θα πιέζουν για αποτελέσματα για την ευρύτερη περιοχή μας και όχι αέναες συζητήσεις, και οπωσδήποτε θα συνδέονται με πολυεπίπεδες ανακατατάξεις, απέναντι στις οποίες οι τυχόν ενστάσεις ορισμένων χωρών της περιοχής θα φαντάζουν περιθωριακές.

Το πώς εµείς θα αντιμετωπίσουμε τον νέο αυτό συσχετισμό συμφερόντων και δυνάμεων, στον οποίο τα περιθώρια για αναβολές ή υπεκφυγές θα έχουν συμπιεστεί, είναι μια μεγάλη πρόκληση. Το αν θα βρούμε τρόπους να συμμετάσχουμε με επιτυχία στο νέο σκηνικό, όπως σε άλλες στιγμές της Ιστορίας μας, θα κριθεί από την ικανότητά μας να κατανοήσουμε τα δεδομένα της νέας αυτής φάσης και τις στρατηγικές που αναπτύσσονται, να αναïεραρχήσουμε τις προτεραιότητές μας, να απεγκλωβιστούμε από ζητήματα που με τα νέα δεδομένα χάνουν βάρος στο διεθνές σκηνικό, να διαπραγματευτούμε λύσεις που να διασφαλίζουν τα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά και να εκφράζουν συνθέσεις των συμφερόντων των βασικών παικτών και να διευκολύνουν τη μετάβαση σε νέες αναγκαίες γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη. Το έργο έχει ήδη ξεκινήσει.

Η πίεση στην Ελλάδα θα συμπέσει με την ανάδειξη πολλαπλών ακόμα εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων. Η κεντρική αδυναμία της χώρας είναι το παραγωγικό της σύστημα. Ολα τα άλλα αποτελούν απόρροια (ελλείμματα, ανταγωνιστικότητα, ανεργία, χαμηλά εισοδήματα, δημοσιονομικά, επενδυτική καχεξία κ.λπ.). Ας δούμε πού βρισκόμαστε. Συγκριτικά με τα μέσα μεγέθη της Ε.Ε. και όλων των άλλων μεσογειακών χωρών της Ε.Ε. υστερούμε σημαντικά σε βιομηχανική παραγωγή, σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (ελληνικές και ξένες) ή στην παραγωγή τεχνολογικά πιο σύνθετων και σύγχρονων τόσο προϊόντων όσο και υπηρεσιών. Εχουμε βρεθεί στις τελευταίες θέσεις ιεραρχίας στην Ε.Ε., έχουμε το μικρότερο ποσοστό αποταμίευσης και επενδύσεων, αλλά το τρίτο μεγαλύτερο χρέος προς ΑΕΠ στον κόσμο –βεβαίως εφησυχάζουμε λόγω κοινοτικών διευκολύνσεων–, και εδώ και δεκαπέντε χρόνια έχουμε τη χαμηλότερη επίδοση σε όρους αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας σε σύγκριση με την Ευρωζώνη και τις άλλες μεσογειακές χώρες, για να μην αναφερθώ σε δείκτες όπως της διαφθοράς, του κράτους δικαίου ή της αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Μπορούμε να πιστεύουμε ότι ανήκουμε στην αφρόκρεμα της επιτυχίας. Ομως, αυτό δεν αλλάζει την πραγματικότητα.

Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν αναφέρθηκαν για λόγους αποτίμησης ή απαξίωσης. Ως χώρα, ως κοινωνία, ως κράτος, ως άτομα έχουμε κάνει και πολλά θετικά, ενώ και οι δυνατότητές μας είναι πιο σημαντικές από τα αποτελέσματά μας. Ωστόσο, εφησυχασμός σε δύσκολες συνθήκες δίνει λάθος μήνυμα. Το ερώτημα είναι τι πρέπει να κάνουμε με τα δεδομένα που έχουμε σήμερα. Απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα και σε τέτοιες στιγμές ποτέ δεν είναι απλές. Θα αναφερθώ, επιλεκτικά, στα παρακάτω:

Το πιο σηµαντικό πρόβλημα που πρέπει να ξεπεράσουμε είναι η διαβρωτική αντίληψη που καλλιεργήθηκε συστηματικά, ότι όλα είναι εύκολα, το κράτος είναι εδώ για να εξυπηρετεί κάθε επιθυμία και ιδεοληψία, δεν κάνουμε τίποτα λάθος και αν κάτι πάει στραβά, όπως στην κρίση, φταίνε άλλοι, ότι είμαστε συνεχώς λίγο πριν από την πόρτα του παραδείσου και ότι σοβαρά προβλήματα βλέπουν μόνο αρρωστημένοι εγκέφαλοι, «γεράκια» της Ευρώπης ή του ΔΝΤ ή απόγονοι της Κασσάνδρας – η οποία πάντως ήταν πάντα σωστή στις προφητείες της. Σχεδόν σε όλη τη μεταπολίτευση, η μεγαλύτερη έμφαση, αντί να δοθεί στην παραγωγή, δόθηκε στην κατανάλωση, σε αναδιανεμητικές πολιτικές –συχνά επιφανειακές και πρόσκαιρες–, γενικά σε πολιτικές που με πρόσχημα κάποιες κοινωνικές ευαισθησίες οδηγούσαν κατά κανόνα σε αναιμικές ή αρνητικές αναπτυξιακές και κοινωνικές επιδράσεις, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν. Αυτά σήμερα κάνουν αναγκαία: α) την επικέντρωση στους σημερινούς και αυριανούς μεγάλους συλλογικούς κινδύνους, β) την εφαρμογή πολιτικών που βελτιώνουν πράγματι το σήμερα και το αύριο της κοινωνίας και γ) τη δυνατότητα αντικειμενικής μέτρησης της αποτελεσματικότητάς τους (πόση ανάπτυξη, πόση ενίσχυση της θέσης της Ελλάδας στον διεθνή χώρο, πόση βελτίωση απόδοσης του εκπαιδευτικού συστήματος, πόση πραγματική αύξηση εισοδήματος, πόση μείωση ανισότητας ή φτώχειας, πόσο καλύτερη προετοιμασία για απρόβλεπτες εξελίξεις κ.ά.).

Μια δεύτερη κρίσιμη αλλαγή είναι να σταματήσουμε να σπρώχνουμε στο μέλλον το κόστος των προβλημάτων, που με δική μας ή χωρίς δική μας ευθύνη προκύπτουν. Οι γενιές μας μέσω του δανεισμού πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να ξεφεύγουν από την ανάγκη να πληρώσουν για τα προβλήματα που ξέσπαγαν στις μέρες τους, επιβαρύνοντας επόμενες γενιές. Η λύση αυτή έχει όρια που όταν ξεπεραστούν –και ξεπεράστηκαν– οδηγεί σε εκρηκτικές καταστάσεις. Oπως λέει ο Ολιβιέ Μπλανσάρ σε πρόσφατο κείμενό του, «το ερώτημα είναι πότε το επίπεδο του χρέους γίνεται επισφαλές». Αν μια χώρα με τον τρίτο μεγαλύτερο δανεισμό στον κόσμο δεν βρίσκεται σε επισφαλές επίπεδο, το ερώτημα περιττεύει. Η συνέχιση της υπερχρέωσης είναι αδιέξοδη, ή μάλλον έχει μία και μόνη διέξοδο –ας την ονοματίσουμε «η ακατονόμαστη»–, που θα αναπαράγει τη γνωστή από την Ιστορία μας υποταγή σε δανειστές και διεθνείς ελέγχους, που κάνουμε ό,τι μπορούμε για να προκύψει.

Μια τρίτη αλλαγή –ίσως η σημαντικότερη– αφορά το παραγωγικό σύστημα. Μακροοικονομικοί χειρισμοί, μεταφορές ευρωπαϊκών πόρων και εισροές βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων (για μετοχές και ομόλογα, για εξαγορές startups ή υφιστάμενων επιχειρήσεων, για αγορές ακίνητης περιουσίας) είναι αναγκαία ή χρήσιμα, αλλά όχι καθοριστικά για την ενίσχυση του παραγωγικού μας υπόβαθρου. Πρόκειται για συναλλαγές που σε πρώτη φάση απλώς αφορούν αλλαγή ιδιοκτησίας και όχι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, τις οποίες η χώρα έχει τεράστια ανάγκη. Τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης δεν είναι ασήμαντα, αλλά δεν θα ανατρέψουν την πραγματικότητα, εκτός αν σε συνδυασμό και με τους νέους διαρθρωτικούς πόρους οδηγηθούν σε μια στρατηγικά στοχευμένη στήριξη επενδύσεων σε υποδομές, στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και στη συγκρότηση νέων παραγωγικών πόλων (επιχειρήσεων, κλάδων, τεχνολογιών, εκπαιδευτικών διαδικασιών κ.ά.). Αυτό θα ήταν μείζων ποιοτική παρέμβαση. Ομως, διαρθρωτικές αλλαγές στο παραγωγικό σύστημα δεν είναι μόνο θέμα της κυβερνητικής αλλά «όλης της πολιτικής», όπως και επιχειρηματικών επιλογών και αντικειμενικών περιθωρίων. Η παραγωγική βάση συγκροτείται μέσα από ενέργειες, αντιλήψεις, κοινωνικές συμπεριφορές, επιχειρηματικές ικανότητες και πολιτικές με ορίζοντα αρκετά μεγαλύτερο από τον εκλογικό κύκλο.

Μια τέταρτη επιλογή αφορά την αμυντική μας ικανότητα, που δεν είναι μόνο στρατιωτική. Οι συνθήκες ανατρέπονται ραγδαία και βλέπουμε μόνο μια αρχή τους. Αν προσβλέπουμε σε μια θετική πορεία της χώρας σε συνθήκες αβεβαιότητας, ο συνδυασμός ισχυρής παραγωγικής βάσης και στοχοπροσηλωμένης οικονομικής πολιτικής με μια κοινωνία που θα πολλαπλασιάζει αντί να διαιρεί τις δυνάμεις και την ενέργειά της και θα διαθέτει πειστική αποτρεπτική δύναμη, αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, αν όχι της επιτυχίας, τουλάχιστον της παρεμπόδισης να επαναληφθεί μια νέα κατάρρευση οικονομικής ή πολιτικής μορφής. Γιατί αν ξαναφτάσουμε εκεί, ο συνδυασμός απορίας (πώς φτάσαμε εδώ;) και οργής θα φαντάζει κωμικός.

Συχνά η έμφαση στα αδύναμα σημεία μας, αντί να εκλαμβάνεται ως κρίσιμο ερώτημα για το πώς μετά τις απογοητεύσεις μιας δεκαετίας θα επιτύχουμε το καλύτερο, κρίνεται με ψυχολογικούς όρους – αν εκφράζει αισιοδοξία ή απαισιοδοξία. Αυτό που έχει σημασία είναι αν μια ανάλυση είναι πραγματιστική και ορθολογική ή όχι. Αισιόδοξες αλλά μη πραγματιστικές είναι εξίσου επικίνδυνες με απαισιόδοξες, μη πραγματιστικές, θεωρήσεις. Δεκαπέντε χρόνια πληρώνουμε ακριβά –ιδίως οι πιο αδύναμες κατηγορίες και ως χώρα– τις ψυχολογικές ακροβασίες μας. Καθώς η πραγματικότητα, εσωτερικώς και διεθνώς, δείχνει ότι ο πραγματισμός δεν είναι το ισχυρό χαρτί, μια πέμπτη επιλογή θα ήταν να δούμε με ποιον τρόπο μπορούμε να βελτιώσουμε τον συσχετισμό ορθολογισμού – ανορθολογισμού στα δικά μας. Το διακύβευμα είναι ιστορικά υψηλό για να το παρακάμψουμε ή να το απαντήσουν οι οπαδοί του ανορθόλογου – αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι.

* Λίγα λόγια για τον καθηγητή Τάσο Γιαννίτση, πρώην υπουργό

O Tάσος Γιαννίτσης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1944. Είναι Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο υπηρέτησε από το 1975 μέχρι το 2011. Σπούδασε Νομικά και Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες στο ίδιο Πανεπιστήμιο και έκανε διδακτορικό στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Διετέλεσε υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και υπουργός Εξωτερικών (στις κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη), καθώς και υπουργός Εσωτερικών (στην κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου). Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία για θέματα οικονομικά και οικονομικής πολιτικής, και άρθρα για οικονομικά και κοινωνικά θέματα. Τα επιστημονικά και ερευνητικά του ενδιαφέροντα κινούνται στο πεδίο της αναπτυξιακής θεωρίας και πολιτικής, των διεθνών οικονομικών, της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, των οικονομικών της τεχνολογίας και της βιομηχανικής οργάνωσης και πολιτικής.

(το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ στις 20/3/2022)

Διαβάστε ακόμα