Η ενεργειακή κρίση, που πυροδοτήθηκε με τη ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία, με συνεχιζόμενες επιπτώσεις στις τιμές ενέργειας, σε συνδυασμό με τις εθνικές δεσμεύσεις για την πράσινη μετάβαση, αναδεικνύουν την ανάγκη εφαρμογής μέτρων βιομηχανικής και ενεργειακής πολιτικής. Τέτοιες παρεμβάσεις είναι σήμερα προτεραιότητα για όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, αλλά πρωτίστως για τη δική μας, που επιχειρεί να περάσει από μια περίοδο σταθερής ανάκαμψης σε μεσοπρόθεσμα ισχυρή ανάπτυξη, ενισχύοντας και τη συμμετοχή της βιομηχανίας στο μείγμα παραγωγής

Η ενέργεια αποτελεί κρίσιμο παράγοντα κόστους και διαμόρφωσης ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Το ενεργειακό κόστος παραμένει υψηλό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος με τη σειρά του είναι υψηλότερος από άλλες ανταγωνιστικές οικονομίες. Αυτό επηρεάζει την παραγωγική βάση, ιδίως στη βιομηχανία και άλλους τομείς ή κλάδους έντασης ενέργειας, με επιπτώσεις και στις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας. Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρει το νέο πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων της Συμφωνίας Καθαρής Βιομηχανίας μπορεί να αμβλύνει, προσωρινά τουλάχιστον, το πρόβλημα, δίνοντας ένα χρονικό περιθώριο για αναγκαίες προσαρμογές.

Συνολικά η Ελλάδα παραμένει εξαρτημένη από εισαγωγές ορυκτών καυσίμων, είναι επομένως ευάλωτη σε εξωγενείς διαταραχές. Η ενεργειακή κρίση των προηγούμενων ετών οδήγησε σε επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου, αύξηση του πληθωρισμού και ανάγκη για εκτεταμένες δημοσιονομικές παρεμβάσεις στήριξης.  Η ταχεία διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας δημιούργησε ευκαιρίες, αλλά όξυνε και την ανάγκη για ενίσχυση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και των υποδομών αποθήκευσης. Στη μεγάλη εικόνα, η μετάβαση σε ένα σύστημα χαμηλών εκπομπών θα μειώσει την ενεργειακή εξάρτηση και θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, καθιστώντας το ενεργειακό σύστημα λιγότερο ευάλωτο σε μη ελεγχόμενους παράγοντες. Όμως, αυτό απαιτεί συνδυασμό πολικών και ρυθμιστικών παρεμβάσεων, που θα κινητοποιήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις σε παραγωγικό δυναμικό, δίκτυα και ενεργειακή αποδοτικότητα, χωρίς να επιβάλουν πρόσθετο κόστος στην οικονομία.

Ευρύτερα για την ελληνική οικονομία, η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός ενίσχυσης της παραγωγικότητας, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνδεθεί με την εγχώρια παραγωγική βάση. Η ανάπτυξη αλυσίδων αξίας γύρω από την πράσινη ενέργεια μπορεί να δημιουργήσει την επόμενη δεκαετία σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Επιπλέον, η βελτίωση της σύνδεσης της έρευνας και της καινοτομίας με τους τομείς της ενέργειας και της βιομηχανίας θα ενισχύσει τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα της οικονομίας.

Ο αποτελεσματικός μετασχηματισμός του ενεργειακού συστήματος προϋποθέτει κοινωνική και δημοσιονομική ισορροπία. Η κοινωνική διάσταση απαιτεί πολιτικές που θα εξασφαλίζουν δίκαιη κατανομή κόστους και ωφελειών,  ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία νέων ανισοτήτων ή ενεργειακής φτώχειας. Οι δημοσιονομικές προκλήσεις σχετίζονται με πιέσεις στις δημόσιες δαπάνες από την ανάγκη χρηματοδότησης και επενδύσεων, αλλά και την αλλαγή μείγματος των φορολογικών εσόδων. Τέλος, είναι κρίσιμη η συνέπεια των πολιτικών ώστε να υπάρχει προβλεψιμότητα του πλαισίου, ως προϋπόθεση για μακροπρόθεσμες επενδύσεις τόσο στην ενέργεια όσο και στην ευρύτερη βιομηχανία.

*Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

(από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ")

Ακολουθήστε το energia.gr στο Google News!Παρακολουθήστε τις εξελίξεις με την υπογραφη εγκυρότητας του energia.gr