Δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο αλήθεια. Την ώρα που στην Ευρώπη προσεύχονται να διατηρηθεί ο ήπιος χειμώνας στην Ασία ώστε τα φορτία αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου να ανακατευθύνονται στους τερματικούς σταθμούς επαναεριοποίησης στην Γηραιά ήπειρο, γεγονός που θα βοηθήσει ώστε να συγκρατηθούν οι υψηλές τιμές στην ηλεκτρική ενέργεια, στο διεθνές πετρελαϊκό καρτέλ πανηγυρίζουν για τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της τελευταίας διετίας, ιδίως όμως της χρονιάς που πέρασε. Και όμως, όταν ξέσπασε η πανδημία απειλήθηκε η ίδια η συνοχή του ΟPΕC+ όταν οι δύο ηγέτιδες δυνάμεις του οργανισμού, Σαουδική Αραβία και Ρωσία, ενεπλάκησαν σε μια σκληρή διαμάχη που πυροδότησε

έναν πόλεμο τιμών, καθώς διαφώνησαν για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης στην αγορά πετρελαίου.

Όταν ηρέμησαν τα πράγματα μεταξύ τους, τα μέλη του διεθνούς καρτέλ συναποφάσισαν τις μεγαλύτερες περικοπές στην παραγωγή, στα χρονικά, προκειμένου να αποκαταστήσουν την καταστροφική και πρωτοφανή στα χρονικά πτώση της ζήτησης αργού.

Τα όσα συνέβησαν τη χρονιά που πέρασε όρθωσαν ένα νέο γύρο προκλήσεων για τον διεθνή οργανισμό, στον απόηχο της ανάκαμψης της ζήτησης, καθώς αρκετές χώρες-παραγωγοί, ιδίως όμως οι περισσότερο εξαρτώμενες από τις εξαγωγές αργού οικονομίες, θέλησαν, αρχικά, να εκμεταλλευτούν τη συγκυρία και να προχωρήσουν σε σημαντικές αυξήσεις της παραγωγής, προτού πειστούν, τελικά, να επιδείξουν «αυτοσυγκράτηση» που αποτυπώθηκε σε ένα σχέδιο σταδιακής αύξησης της παραγωγής, με την προσθήκη 400.000 βαρελιών ημερησίως σε μηνιαία βάση.

Η πολιτική αυτή εφαρμόζεται και σήμερα και τουλάχιστον έως το τέλος του μήνα, όταν ο ΟPEC+ έχει ανακοινώσει ότι θα την επανεξετάσει, καθώς υπάρχουν ενδείξεις για υπερπροσφορά αργού, προσεχώς. Ωστόσο, οι αναλυτές του οργανισμού δεν συμμερίζονται αυτές τις ανησυχίες και αναμένουν μια «ήπια και προσωρινή επίδραση στη ζήτηση» από την παραλλαγή Omicron του Covid-19.

Με βάση τη στάση που επέδειξε ο OPEC+ την τελευταία πενταετία, θα πρέπει να αναμένουμε ακόμη πιο συγκρατημένη προσέγγιση σε οιοδήποτε σσενάριο προκύψει. Από την απόφαση να μειώσει την παραγωγή για να αντιμετωπίσει την έκρηξη του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου, έως και πέρυσι, όταν χρειάστηκε να επιδείξει ευελιξία στο ζήτημα των ποσοστώσεων της παραγωγής εξαιτίας της πανδημίας, το διεθνές καρτέλ απέδειξε ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις περιστάσεις.

Βέβαια, η συνεργασία μεταξύ των χωρών-μελών δεν ήταν πάντα εφικτή, δεδομένου των συχνά διαφορετικών προτεραιοτήτων τους. Αυτό αποδείχτηκε και κατά τη διάρκεια της κρίσης που προκάλεσε η απροθυμία του Ιράκ να τηρήσει τις συμφωνημένες ποσοστώσεις παραγωγής, για τις οποίες έπρεπε να υποστεί κυρώσεις, όπως η επιβολή πρόσθετων ποσοστώσεων περικοπής της ημερήσιας παραγωγής του. Πιθανώς όμως αυτού του είδους τα περιστατικά να τόνωσαν την ανθεκτικότητα του οργανισμού στους κραδασμούς που έμελλαν να το πλήξουν.

Όπως εικάζουν οι αναλυτές της αγοράς, μια πρώτη πρόκληση θα ήταν η πλεονάζουσα προσφορά. Αλλά και πάλι δεν θα αποτελούσε μεγάλη πρόκληση, καθώς θεωρείται προσωρινή, και θα διαρκούσε έως ότου αντιμετωπιστεί το κύμα της μετάλλαξης Omicron της πανδημίας, αφενός υπό την έννοια πως η επιστημονική κοινότητα υποθέτει πως θα είναι ηπιότερη σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκδοχές του νέου κορονοϊού, και αφετέρου επειδή οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να αντέξουν οικονομικά άλλο ένα παρατεταμένο lockdown.

(Χάρτης παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου. Πηγή: BP) 

Ένα άλλο μέτωπο ανησυχίας θα μπορούσε να ανοίξει λόγω της μείωσης της εφεδρικής προσφοράς στην παραγωγή. Σύμφωνα με την Υπηρεσία Ενεργειακών Πληροφοριών των ΗΠΑ, (ΕΙΑ) η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του ΟPEC+ θα μπορούσε να μειωθεί ακόμα και στα 5,11 εκατ. βαρέλια ημερησίως στο τελευταίο τρίμηνο του 2022, τουτέστιν χαμηλότερο από τα 9 εκατ. βαρέλια που ήταν στο α΄ τρίμηνο του έτους που πέρασε.

Ως εφεδρική ικανότητα παραγωγής θεωρείται από την αμερικανική υπηρεσία την παραγωγή πετρελαίου που μπορεί να ξεκινήσει εντός 30 ημερών και να διατηρηθεί για τουλάχιστον 90 ημέρες. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η εφεδρική ικανότητα  στον κόσμο μειώνεται, επειδή δεν πρόκειται απλώς για μια στατική πηγή πετρελαίου. Όσο αυτές οι πηγές παραμένουν ανεκμετάλλευτες τόσο περισσότερο κινδυνεύουν να απωλέσουν το μεγαλύτερο τμήμα των πόρων που περιέχουν και γι΄αυτό άλλωστε πολλοί παραγωγοί πετρελαίου εμφανίστηκαν απρόθυμοι να αρχίσουν να σφραγίζουν τα πηγάδια, την περιόδο που η πανδημία προκάλεσε την κατάρρευση της ζήτησης. Επειδή ακριβώς, εάν σφραγιστεί ένα πηγάδι είναι  πιθανό να μην μπορέσει να ανακάμψει σε πλήρη συνθήκη παραγωγής στο μέλλον.

Στην κατάσταση αυτή έχει εισέλθει η Ρωσία και αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το γιατί έχει πλησιάσει τα όρια της παραγωγικής ικανότητάς της σε πετρέλαιο. Πριν ξεσπάσει η πανδημία η Ρωσία αντλούσε πάνω από 11 εκατ. βαρέλια ημερησίως.

Σήμερα, σύμφωνα με το Reuters που επικαλείται στοιχεία ρωσικών εταιρειών πετρελαίου, η συνολική παραγωγή έχει υποχωρήσει στα 10,9 εκατ. βαρέλια, με τον αναπληρωτή πρωθυπουργό Αλεξάντερ Νόβακ να υποστηρίζει ότι η παραγωγή πετρελαίου της χώρας θα επιστρέψει στα 11,33 εκατ. βαρέλια έως τον προσεχή Μάιο.

Ως εκ τούτου, το μεγαλύτερο τμήμα της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας θα βρίσκεται στον έλεγχο του OPEC και πιο συγκεκριμένα, στην Μέση Ανατολή. Σημειώνεται όμως πως  ακόμη και αυτή η πλεονάζουσα χωρητικότητα χρειάζεται συντήρηση και η συντήρηση σημαίνει επενδύσεις που έχουν, αυτή την περίοδο, γίνει δυσεύρετες λόγω της πολιτικής για την Ενεργειακή Μετάβαση.

«Βαίνουμε σε μια φάση που θα μπορούσε να αποβεί επικίνδυνη εάν δεν υπάρξουν επαρκείς δαπάνες για την ενέργεια», δήλωσε τον Δεκέμβριο ο υπουργός Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας, πρίγκιπας Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν, με τον υπουργό Οικονομικών του βασιλείου, Μοχάμεντ Αλ Τζαντάν να προσθέτει πως το Ριάντ ανησυχεί ότι ο κόσμος θα μπορούσε να ξεμείνει από ενέργειας εάν δεν υπάρξει προσεκτική διαχείριση αυτής της μετάβασης.

Όμως, δεν είναι μόνο το Ριάντ που προειδοποιεί για τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις της υποεπένδυσης σε νέες έρευνες και εκμετάλλευση πετρελαίου. Κορυφαίος αναλυτής της IHS Markit ανέφερε πως ο κόσμος κινδυνεύει με ένα κύμα ενεργειακών κρίσεων, εξαιτίας ανεπαρκών επενδύσεων σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, καθώς οι πετρελαϊκές εταιρείες των ΗΠΑ δίνουν προτεραιότητα στην επιστροφή μερισμάτων στους μετόχους τους και όχι σε νέες επενδύσεις για αύξηση της παραγωγής τους, και οι «Επτά  Αδελφές», επενδύουν δισ. δολάρια στην παραγωγή ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα, προκειμένου να ικανοποιήσουν τους περιβαλλοντιστές και να αποκαταστήσουν την εικόνα τους.

Όλα τούτα παραπέμπουν σε ένα δυσοίωνο μέλλον για την ενεργειακή ασφάλεια του πλανήτη, ή έστω για ορισμένες περιοχές. Από την άλλη πλευρά, ο ΟPEC+, ενδέχεται να αποκομίσει απροσδόκητα κέρδη καθώς η προσφορά πετρελαίου παραμένει καθηλωμένη για αμιγώς θεμελιώδεις αιτίες. Φυσικά, υπάρχει πάντα η πιθανότητα ξεσπάσματος ενός νέου καταστροφικού γεγονότος που θα επηρεάσει τη ζήτηση, σε περίπτωση που η πανδημία συνεχίσει να εξελίσσεται απρόβλεπτα, όμως το διεθνές καρτέλ έχει ήδη αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία που σημαίνει ότι έχει αυξήσει κατά πολύ τις πιθανότητές του όχι απλώς να επιβιώσει, αλλά και εμφανιστεί ακόμη πιο ισχυρό,  σε οιαδήποτε συνθήκη και αν προκύψει.

Ένα περαιτέρω τόνο αισιοδιοξίας προς αυτή την κατεύθυνση έδωσε η πρόσφατη ανακοίνωση ότοι η αιγυπτιακή General Petroleum Corporation (EGPC) υπέγραψε, στις 24 Δεκεμβρίου, συμφωνία με την ιταλική Eni, για την έρευνα και εκμετάλλευση πετρελαίου στις περιοχές του Κόλπου του Σουέζ και του Δέλτα του Νείλου. Η συμφωνία είναι ύψους 1 δισεκ. δολαρίων. Η Αίγυπτος ενθαρρύνει πολιτικές που ευνοούν επενδύσεις στον τομέα της εξερεύνησης υδρογονανθράκων, ενώ η Eni έχει συμμετάσχει σε σημαντικές ανακαλύψεις πετρελαίου στη Δυτική Έρημο της Αιγύπτου, καθώς και στη λειτουργία σταθμών φυσικού αερίου, καθώς το Κάιρο επιδιώκει να μτατρέψει τη χώρα σε περιφερειακό ενεργειακό κόμβο.

Την ίδια ώρα η Ελλάδα σκάβει πιθανώς τον ενεργειακό λάκκο της, αρνούμενη να «σκάψει το βυθό της Μεσογείου» για να βρει το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που κρύβεται στα όρια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της. «Η Ελλάδα πιστεύει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και δεν πρόκειται να αρχίσει να σκάβει τον βυθό της Μεσογείου για να βρει αέριο και πετρέλαιο, για έναν πολύ απλό λόγο… Χρειαζόμαστε 10 με 20 χρόνια για να το βρούμε και να το εκμεταλλευτούμε, και από οικονομική άποψη θα ήταν πολύ πιο ακριβό για παράδειγμα από το δικό σας, της Σαουδικής Αραβίας. Έτσι, οικονομικά δεν οραματίζομαι την Ελλάδα να γίνει χώρα παραγωγής πετρελαίου», είχε δηλώσει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας τον περασμένο Απρίλιο…