Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή στη Γλασκόβη (COP26) απείχε μακράν από όλα όσα χρειάζονται για έναν ασφαλή πλανήτη - γεγονός που οφείλεται κυρίως στην ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης που έχει σφραγίσει τις παγκόσμιες διαπραγματεύσεις για το κλίμα εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες. Οι αναπτυσσόμενες χώρες θεωρούν την κλιματική αλλαγή μια κρίση που προκαλούν σε μεγάλο βαθμό οι πλούσιες χώρες, για τις οποίες πιστεύουν επίσης ότι αποφεύγουν να αναλάβουν την ιστορική και συνεχή ευθύνη τους για την κρίση

Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Ινδία, υπό το βάρος της ανησυχίας ότι θα μείνουν και πάλι μόνες να πληρώνουν απλώς τους λογαριασμούς, δεν ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως να διαπραγματευτούν ή να χαράξουν στρατηγικές.

Υποκριτική στάση

Έχουν ένα δίκιο. Στην πραγματικότητα, έχουν πολλά δίκια. Δεν τους διαφεύγει -και δεν έχουν άδικο- η υποκριτική στάση των Ηνωμένων Πολιτειών εδώ και τρεις δεκαετίες. Παρά τις σημαντικές εκκλήσεις για δράση από τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τον ειδικό απεσταλμένο για το κλίμα Τζον Κέρι, ο Μπάιντεν δεν κατάφερε να πιέσει το Κογκρέσο να υιοθετήσει πρότυπα καθαρής ενέργειας. Ο Μπάιντεν μπορεί να διαμαρτύρεται όσο θέλει για την Κίνα, αλλά έπειτα από 29 χρόνια αδράνειας του Κογκρέσου, από τότε που η Γερουσία επικύρωσε τη Σύμβαση Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή το 1992, ο υπόλοιπος πλανήτης βλέπει απλώς την αλήθεια: το κατακερματισμένο και διεφθαρμένο Κογκρέσο της Αμερικής παραμένει υποχείριο των Big Oil και των Big Coal.

Η χρηματοδότηση βρίσκεται στο επίκεντρο της γεωπολιτικής σύγκρουσης για την κλιματική αλλαγή. Οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι ήδη εγκλωβισμένες σε αμέτρητες πιέσεις: την πανδημία του Covid-19, τις αδύναμες εγχώριες οικονομίες, τις όλο και πιο συχνές σφοδρές φυσικές καταστροφές, τις πολλαπλές διαταραχές της ψηφιακής εποχής, τις τριβές μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και το υψηλό κόστος δανεισμού στις διεθνείς πιστωτικές γραμμές. Παρακολουθούν τις πλούσιες χώρες να δανείζονται τρισεκατομμύρια δολάρια από τις κεφαλαιαγορές με σχεδόν μηδενικά επιτόκια, ενώ οι ίδιες πρέπει να πληρώνουν 5%-10%, εάν και εφόσον καταφέρουν να δανειστούν. Εν ολίγοις, βλέπουν τις κοινωνίες τους να οδηγούνται σε όλο και μεγαλύτερη υστέρηση έναντι των λίγων χωρών υψηλού εισοδήματος.

Σε αυτό το πλαίσιο της βαθιάς οικονομικής αγωνίας, οι αναπτυσσόμενες χώρες βλέπουν τις πλούσιες χώρες να αρνούνται να συζητήσουν ευθέως την κρίση χρηματοδότησης που αντιμετωπίζει ο αναπτυσσόμενος κόσμος όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, να υιοθετήσει μέτρα, ή να καλύψει άλλες επείγουσες ανάγκες. Βλέπουν τις πλούσιες χώρες να ξοδεύουν επιπλέον 20 τρισ. δολάρια για να στηρίξουν τις δικές τους οικονομίες έναντι της Covid-19, αλλά ταυτόχρονα να μην τιμούν την υπόσχεσή τους -που χρονολογείται από την COP15 του 2009- ότι θα κινητοποιήσουν μόλις 100 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για να χρηματοδοτηθούν δράσεις για το κλίμα στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Εθνικιστικά βέλη

Φυσικά, η επιφυλακτικότητα του Μπάιντεν ως προς τη χρηματοδότηση των αναπτυσσόμενων χωρών για δράσεις για το κλίμα είναι κατανοητή. Θα δεχόταν μπαράζ επικρίσεων από τα εθνικιστικά μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ εάν τασσόταν υπέρ αυξημένης αμερικανικής βοήθειας προς τις αναπτυσσόμενες χώρες και δεν θα έπαιρνε τίποτα από το Κογκρέσο. Με την παγκόσμια επιρροή των ΗΠΑ να φθίνει, οι εθνικιστές της Αμερικής γίνονται όλο και πιο επιθετικοί έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Οι υπέρμαχοι του «Πρώτα η Αμερική» στο Κογκρέσο θα μπλόκαραν τις όποιες νέες πιστώσεις.

Πολλές κυβερνήσεις στην Ευρώπη βρίσκονται περίπου στην ίδια θέση, όντας σε μια αβέβαιη ισορροπία μεταξύ εθνικιστικών και διεθνιστικών κομμάτων. Και με τα δημοσιονομικά ελλείμματα στις ευρωπαϊκές χώρες να κινούνται, σε γενικές γραμμές, σε υψηλά επίπεδα μετά την Covid-19, πολλά Κοινοβούλια ελάχιστη διάθεση έχουν να κάνουν περισσότερα - πόσο μάλλον αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει ήδη πολύ μεγαλύτερο μερίδιο του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (περίπου 0,5%) σε βοήθεια προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο σε σχέση με τις ΗΠΑ (μόλις 0,17%).

Αυτό μας εγκλωβίζει ανάμεσα στην πραγματικότητα μιας καταστροφικής παγκόσμιας κλιματικής κρίσης και στις εθνικιστικές πολιτικές των πλούσιων χωρών, αφήνοντας τη χρηματοδότηση για το κλίμα να βασίζεται σε εθελοντικές συνεισφορές των πλουσίων. Η συνέπεια είναι η χρόνια βαθιά υποχρηματοδότηση παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, όπως είναι το ασφαλές κλίμα, οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης και τα εμβόλια για την Covid-19. Ηγέτες όπως ο Μπάιντεν μπορεί να καλούν τα νομοθετικά σώματα των χωρών τους να δείξουν υπευθυνότητα, αλλά οι νομοθέτες θεωρούν ότι το πολιτικό τους συμφέρον επιτάσσει να στρέφονται κατά των «ανάξιων» ξένων.

Πέντε σεντς ανά κάτοικο

Οι οικονομικές αποτυχίες της COP26 είναι τόσο τραγικές όσο και παράλογες, και ξεπερνούν κατά πολύ την αποτυχία κινητοποίησης των 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ας σκεφτούμε ότι το πολυδιαφημισμένο Ταμείο Προσαρμογής για το Κλίμα, που συστάθηκε για να βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες να ανταποκριθούν στις ανάγκες προσαρμογής, συγκέντρωσε συνολικά δεσμεύσεις χρηματοδότησης με 356 εκατομμύρια δολάρια στην COP26 - ποσό που αναλογεί σε περίπου πέντε σεντς ανά κάτοικο στις αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου. Η χρηματοδότηση για «απώλειες και ζημίες», που προορίζεται για την ανάκαμψη και την ανοικοδόμηση μετά τις κλιματικές καταστροφές, πήγε ακόμη χειρότερα, με τις πλούσιες χώρες να συμφωνούν απλώς να διεξάγουν «διάλογο» για το θέμα.

Αυτός ο οικονομικός βολονταρισμός πρέπει να τελειώσει. Έχουμε ανάγκη από μια παγκόσμια φόρμουλα που θα αναθέτει ευθύνη σε κάθε πλούσια χώρα. Αν μη τι άλλο, σε ένα τέτοιο μοντέλο, η παγκόσμια κοινότητα θα είχε ένα σημείο αναφοράς για να απαιτεί δράση από χώρες που υστερούν όπως οι ΗΠΑ.

Εδώ έχουμε μια απλή και εφαρμόσιμη προσέγγιση. Για τη χρηματοδότηση της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια (μετριασμός) και της κλιματικής ανθεκτικότητας (προσαρμογή) στις αναπτυσσόμενες χώρες, κάθε χώρα υψηλού εισοδήματος θα επιβαρύνεται με 5 δολάρια ανά τόνο διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπει. Οι χώρες με ανώτερο μεσαίο εισόδημα θα επιβαρύνονται με 2,50 δολάρια ανά τόνο. Αυτές οι εισφορές CO2 θα ξεκινήσουν το συντομότερο δυνατό και θα αυξάνονται σταδιακά, έως ότου διπλασιαστούν σε ορίζοντα πενταετίας.

Οι χώρες θα μπορούσαν εύκολα να πληρώσουν τέτοια ποσά από τα έσοδα από τους φόρους άνθρακα και από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, που αποδίδουν πολύ υψηλότερες τιμές ανά τόνο CO2 από την προτεινόμενη εισφορά.

Οι εκπομπές CO2

Οι χώρες υψηλού εισοδήματος εκπέμπουν σήμερα περίπου 12 δισεκατομμύρια τόνους CO2 ετησίως και οι χώρες ανώτερου μεσαίου εισοδήματος εκπέμπουν περίπου 16 δισεκατομμύρια τόνους ετησίως, επομένως οι πληρωμές άνθρακα θα αθροίζονται σε περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια στην αρχή και θα διπλασιαστούν έπειτα από πέντε χρόνια. Τα ποσά αυτά θα κατευθυνθούν σε χώρες χαμηλού και χαμηλότερου μεσαίου εισοδήματος, καθώς και σε συγκεκριμένες χώρες που είναι κλιματικά ευάλωτες (όπως μικρά νησιωτικά κράτη που αντιμετωπίζουν άνοδο της στάθμης της θάλασσας και πιο έντονους τροπικούς κυκλώνες).

Ας υποθέσουμε ότι τα μισά από αυτά τα ποσά (αρχικά 50 δισεκατομμύρια δολάρια) διανέμονται ως άμεσες επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα διοχετεύονται στις παγκόσμιες πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες ανάπτυξης (MDBs), όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης, ως νέο κεφάλαιο για τη στήριξη της χρηματοδότησης υπέρ του κλίματος. Οι πολυμερείς αναπτυξιακές τράπεζες θα χρησιμοποιούσαν την οικονομική αυτή βάση για να αντλήσουν κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές μοχλεύοντας τα 50 δισεκατομμύρια δολάρια σε πράσινα ομόλογα ίσως και 200 δισ. δολαρίων, με τα οποία θα δανειοδοτούσαν τις αναπτυσσόμενες χώρες για projects σχετικά με το κλίμα.

Με αυτόν τον τρόπο, η μέτριας τάξης εισφορά άνθρακα θα οδηγούσε σε νέα ετήσια χρηματοδότηση για το κλίμα περίπου 250 δισ. δολαρίων με προοπτική να διπλασιαστεί σε περίπου 500 δισεκατομμύρια δολάρια ύστερα από πέντε χρόνια.

Για τη χρηματοδότηση απωλειών και ζημιών, θα μπορούσε να επιβληθεί μια πρόσθετη εισφορά, όχι στις τρέχουσες εκπομπές αλλά στο άθροισμα των εκπομπών του παρελθόντος, προκειμένου να συνδεθούν οι σημερινές απώλειες και ζημιές και με την ιστορική ευθύνη για την κλιματική αλλαγή. Οι ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι υπεύθυνες για περίπου το 20% όλων των εκπομπών CO2 από το 1850. Εάν ένα νέο Ταμείο Παγκόσμιων Απωλειών και Ζημιών επιδιώξει να συγκεντρώσει, για παράδειγμα, 50 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, το ετήσιο μερίδιο των ΗΠΑ θα είναι 10 δισεκατομμύρια δολάρια.

Αδιέξοδες συζητήσεις

Η συμφωνία σε τέτοιες αρχές χρηματοδότησης φυσικά δεν θα είναι εύκολη, αλλά θα είναι πολύ καλύτερο να δίνουμε μάχη για ένα νέο σύστημα βασισμένο σε κανόνες παρά να στοιχηματίζουμε το μέλλον του πλανήτη στον βολονταρισμό. Η COP26 έδειξε οριστικά ότι το να ζητάμε από τους πολιτικούς εθνικού προσανατολισμού να ψηφίσουν υπέρ της εθελοντικής διάθεσης κεφαλαίων σε παγκόσμια δημόσια αγαθά αποτελεί αδιέξοδο. Οι πολιτικοί των πλούσιων χωρών είχαν στη διάθεσή τους δώδεκα χρόνια για να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις χρηματοδότησης κλιματικών δράσεων, αλλά απέτυχαν. Ένα σύστημα βασισμένο σε κανόνες, με δίκαιη και διαφανή κατανομή των βαρών, είναι ο τρόπος για να εξασφαλίσουμε τη χρηματοδότηση που χρειαζόμαστε για την ασφάλεια του πλανήτη και τη δικαιοσύνη.

*Λίγα λόγια για τον Τζέφρι Σακς 

Ο Τζέφρι Σακς, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, διευθυντής του Κέντρου Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και πρόεδρος του Δικτύου Λύσεων Αειφόρου Ανάπτυξης του ΟΗΕ.

 

(από Project Syndicate/εφημερίδα «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ»)