ΗΠΑ και Κίνα έστρεψαν την πλάτη στο εμβληματικό Σύμφωνο του Ηνωμένου Βασιλείου για τον άνθρακα, επιφέροντας σοβαρό πλήγμα στη σύνοδο κορυφής για το κλίμα (COP26), γεγονός που υποχρέωσε τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΙΕΑ) να προειδοποιήσει ότι οι πιθανότητες περιορισμού της υπερθέρμανσης του πλανήτη, όπως ορίζουν οι στόχοι της συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα είναι σχεδόν μηδαμινές. Ο Φατίχ Μπιρόλ, επικεφαλής του ΙΕΑ, δήλωσε ότι η συμφωνία για τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης των πιο βρώμικων ορυκτών καυσίμων

ήταν μία από τις τρεις δράσεις που έπρεπε να προκύψουν από τη συνάντηση της Γλασκώβης, ώστε η άνοδος της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη να συγκρατηθεί κάτω από τον 1,5 βαθμό Κελσίου, σε σύγκριση με τα επίπεδά του την προβιομηχανική εποχή. Η μέση παγκόσμια θερμοκρασία έχει αυξηθεί κατά 1,1 βαθμό Κελσίου την εν λόγω περίοδο. «Αν δεν αντιμετωπίσουμε εγκαίρως αυτό το πρόβλημα, οι πιθανότητες να πετύχουμε το στόχο για περιορισμό στον 1,5 βαθμό Κελσίου είναι σχεδόν μηδενικές», ανέφερε με δήλωσή του στους Financial Times ο κ. Μπιρόλ.

«Ελπίζω ότι όλες οι χώρες θα συμμετάσχουν σε μια συμφωνία με την οποία θα μπορούν να αναλάβουν πρώιμη δράση για το πρόωρο κλείσιμο ή αναχρησιμοποίηση των εργοστασίων άνθρακα που διαθέτουν», πρόσθεσε. Οι διοργανωτές από το Ηνωμένο Βασίλειο ήθελαν η Σύνοδος της Γλασκώβης να μείνει στη μνήμη ως εκείνη που έστειλε το κάρβουνο στα αζήτητα της ιστορίας, ωστόσο, υποχρεώθηκαν να βάλουν νερό στο κρασί τους προκειμένου να προσελκύσουν περισσότερες υπογραφές. Το χρονοδιάγραμμα επεκτάθηκε ώστε να καθυστερήσει για άλλη μια δεκαετία, ή και ακόμα περισσότερο, η διακοπή λειτουργίας των εργοστασίων άνθρακα.

Ύστερα από πυρετώδεις διεργασίες και διαπραγματεύσεις της τελευταίας στιγμής, συνολικά 40 χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Νότιας Κορέας, του Βιετνάμ και της Πολωνίας, υπέγραψαν τη δέσμευση, που τις υποχρεώνει να κλείσουν τα εργοστάσια άνθρακα και να διακόψουν την έκδοση αδειών για την ανέγερση νέων μονάδων. Άλλες έξι χώρες, συμπεριλαμβανομένων της Ινδονησίας και του Μαρόκου, υπέγραψαν μέρος της συμφωνίας, χωρίς να εγκρίνουν το σύμφωνο στην ολότητά του.

Βάσει της συμφωνίας, οι ανεπτυγμένες χώρες υποσχέθηκαν να εγκαταλείψουν τη χρήση άνθρακα στη δεκαετία του 2030 και «το δυνατό συντομότερο στη συνέχεια», όμως η υπόσχεσή τους δεν είναι νομικά δεσμευτική. Από την πλευρά τους, οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν προθεσμία έως τη δεκαετία του 2040. Η Πολωνία, που υπέγραψε τη συμφωνία προς γενική κατάπληξη, εξήγησε ότι θεωρεί τον εαυτό της «αναπτυσσόμενη» χώρα και επανέλαβε ότι θα καταργήσει σταδιακά τον άνθρακα έως το έτος 2049. Επίσης, η Ινδονησία, μεγαλύτερος εξαγωγέας άνθρακα στον κόσμο που βασίζεται στον άνθρακα για σχεδόν τα 2/3 της ενέργειας που καταναλώνει, δεν ενέκρινε τη ρήτρα 3 που περιλαμβάνει η δέσμευση και η οποία αποσκοπεί στο να διακόψει την ανέγερση νέων έργων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα.

Οι τρεις κορυφαίοι καταναλωτές άνθρακα στον κόσμο, δηλαδή, οι Κίνα, Ινδία και ΗΠΑ, που αντιπροσωπεύουν το 72% των παγκόσμιων εκπομπών ρύπων από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με καύση άνθρακα, απέφυγαν να υπογράψουν, όπως άλλωστε και η Αυστραλία. «Η σταδιακή κατάργηση του άνθρακα στην Κίνα και την Ινδία, ακόμη και κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες είναι απλώς αδύνατη, λόγω της εξάρτησής τους από το ορυκτό καύσιμο για την κάλυψη της εγχώριας ζήτησης ενέργειας», δήλωσε ο Dan Klein, επικεφαλής της Future Energy Pathways, S&P Global Platts.

Οι ΗΠΑ ανέφεραν από την πλευρά τους πως εξακολουθούν να δεσμεύονται για ένα «καθαρό ενεργειακό μέλλον» και ετοιμάζονται να τερματίσουν τη χρηματοδότηση για έργα ορυκτών καυσίμων στο εξωτερικό. Όμως η κυβέρνηση Μπάιντεν αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα πολιτικής, καθώς προσπαθεί να κερδίσει την υποστήριξη του γερουσιαστή των Δημοκρατικών, Τζο Μάντσεν, για το σχέδιό της που αφορά στην υλοποίηση μιας σειράς υποδομών ζωτικής σημασίας για την αμερικανική οικονομία. Ο Μάντσεν εκπροσωπεί την Πολιτεία της Δυτικής Βιρτζίνια που αποτελεί σημαντικό παραγωγό άνθρακα.