αποκαλύπτοντας, ωστόσο, το ίδιο δομικό κενό: η νησιωτικότητα εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως προνοιακή πολιτική, όχι ως πεδίο χωρικού σχεδιασμού ο οποίος θα διασφαλίσει και το μέλλον του νησιωτικού χώρου.
Το αποτέλεσμα είναι μια πολιτική δεύτερης γενιάς ‒ περισσότερο ευρωπαϊκή ρητορικά, περισσότερο θεσμική στις προθέσεις, αλλά ακόμη χωρίς ουσιαστικό χωρικό υπόβαθρο. Απουσιάζει εν ολίγοις μια χωρική αρχιτεκτονική στην νησιωτική επικράτεια.
Ο νησιωτικός χώρος δεν είναι απλώς ένα σύνολο αυτόνομων νησιών. Είναι ένα σύστημα ‒ένα αρχιπέλαγος λειτουργιών, ροών, κοινών υπηρεσιών και δικτύων. Η Ελλάδα, περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης, θα μπορούσε να αναπτύξει μια «χωρική αρχιτεκτονική» του αρχιπελάγους: δίκτυα μεταφορών, ενεργειακές και υδατικές συνδέσεις, κοινά συστήματα logistics, αλλά και κοινές θαλάσσιες ζώνες πολιτισμού, τουρισμού, αλιείας ή ΑΠΕ. Κι όμως, η νησιωτική πολιτική εξακολουθεί να αναφέρεται στα νησιά ως μεμονωμένες οντότητες και όχι στο σύνολο των «νησιωτικών συστάδων». Απουσιάζει η έννοια των «νησιωτικών ὑπο-συστημάτων» τα οποία μπορούν να διαπερνούν τις υφιστάμενες περιφέρειες, και που παρουσιάζουν κοινωνικο-οικονομική συμπληρωματικότητα και πολιτισμική συνέχεια, όπως λ.χ. «Κεντρικές Κυκλάδες», «Νότια Δωδεκάνησα-Δυτική Κρήτη» ή «Βόρειο Ιόνιο». Χωρίς αυτά τα υποσυστήματα, δεν είναι δυνατό να υπάρξει ούτε συνδυασμένη μεταφορά, ούτε κοινή διαχείριση θαλάσσιων χρήσεων, ούτε εξορθολογισμός υποδομών.
Μια στρατηγική χωρίς θαλάσσιο χωροταξικό σχέδιο;
Παρά τις αναφορές σε «Εθνική Στρατηγική για την Ολοκληρωμένη Θαλάσσια Πολιτική», το περιεχόμενο της κυβερνητικής νησιωτικής πολιτικής φαίνεται να παραμένει αναπτυξιακό και χρηματοδοτικό ‒όχι όμως χωρικά ολοκληρωμένο. Η Οδηγία 2014/89/ΕΕ για τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό (ΘΧΣ) επιβάλλει σε κάθε κράτος μέλος να χαρτογραφήσει συμβατότητες και να χωροθετήσει χρήσεις στον θαλάσσιο χώρο: ενέργεια, αλιεία, τουρισμό, μεταφορές, πολιτισμό. Να ελαχιστοποιήσει τις συγκρούσεις μεταξύ θαλάσσιων χρήσεων και να αυξήσει τις συνέργειες μεταξύ τους. Στην Ελλάδα, όμως, η νησιωτική πολιτική και ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός παραμένουν παράλληλοι, χωρίς σημεία οργανικής διασταύρωσης. Άλλως τε γενικώτερα οι πολιτικές αναφορές στην ανάγκη εκπόνησης θαλάσσιων χωροταξικών σχεδίων είναι λιγοστές έως μηδενικές. Έτσι, δεν συζητείται επί παραδείγματι η δημιουργία «λειτουργικών θαλάσσιων ζωνών» (marine functional zones) ‒δηλαδή θεσμικά αναγνωρισμένων περιοχών όπου οι θαλάσσιες χρήσεις θα συντονίζονται τόσο μεταξύ τους όσο και με τους χερσαίους πόρους και τις εξελισσόμενες ανάγκες των τοπικών κοινωνιών.
Άμεσα συναρτώμενη με τον θαλάσσιο σχεδιασμό είναι και η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση. Η έννοια της «πολυεπίπεδης διακυβέρνησης» συχνά επαναλαμβάνεται, αλλά στην πράξη περιορίζεται στη διαχείριση πόρων και όχι στη διαχείριση του χώρου. Δεν υφίσταται ακόμη κανένα λειτουργικό σχήμα το οποίο να διασυνδέει κράτος, περιφέρειες, δήμους και τοπικούς φορείς στη βάση της θαλάσσιας ενότητας. Θα μπορούσε, επί παραδείγματι, να συσταθεί ένα «Συμβούλιο Θαλάσσιας Ενότητας Κυκλάδων» ή «Νοτίων Δωδεκανήσων-Δυτικῆς Κρήτης», το οποίο να συντονίζει λιμενικά έργα, αλιευτικές ζώνες, τουρισμό, πολιτιστική κληρονομιά, ενεργειακές και μεταφορικές διασυνδέσεις. Χωρίς τέτοιες ενότητες, η διακυβέρνηση του θαλάσσιου χώρου παραμένει αποσπασματική και ευάλωτη σε ενδεχόμενες συγκρούσεις χρήσεων, λόγω και του περιορισμένου θαλάσσιου χώρου σε συνδυασμό με γεωπολιτικούς περιορισμούς.
Ουσιαστική σύνδεση με τις στρατηγικές των θαλάσσιων λεκανών
Η ελληνική συμμετοχή σε ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες ‒μέ χώρες όπως η Κροατία, η Σουηδία ή μέσω του ΟΟΣΑ‒ είναι φυσικά καλοδεχούμενη. Ωστόσο, η διαπραγμάτευση παραμένει πολιτική, όχι τεχνική. Η Ελλάδα διαπραγματεύεται για τους νησιώτες, αλλά δεν σχεδιάζει για τον θαλάσσιο χώρο. Είναι περιορισμένη η ένταξη των ελληνικών νησιών σε ευρωπαϊκά δίκτυα νήσων ή σε στρατηγικές σε επίπεδο θαλάσσιας λεκάνης (sea basin strategies) όπως συμβαίνει στην Αδριατική ή στη Βαλτική ή ακόμα στα προγράμματα θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας. Εκεί, ωστόσο, κρίνεται πλέον η ουσία της ευρωπαϊκής θαλάσσιας πολιτικής: στην συντονισμένη, διακρατική διαχείριση των θαλασσίων λεκανών. Σε επίπεδο μάλιστα θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού είναι σαφής η μετατόπιση από τα κράτη μέλη στο επίπεδο της θαλάσσιας λεκάνης, γεγονός που αποτελεί σαφέστατη κατεύθυνση της Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τον Ωκεανό (Ocean Pact) και θα ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν στην μελλοντική αναθεώρηση της Οδηγίας για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό.
Η ελλιπής προβολή και ανάδειξη της θαλάσσιας πολιτιστικής κληρονομιάς
Η πολιτική της νησιωτικότητας παραμένει ελλιπής απέναντι στην παράκτια και υποθαλάσσια πολιτιστική κληρονομιά ‒έναν ανεκμετάλλευτο πόρο ιστορικής ταυτότητας, ανάπτυξης και ήπιας ισχύος. Η πολιτιστική διάσταση του χώρου –λ.χ. με τον καθορισμό «πολιτισμικά σημαντικών περιοχών» που θα προκύπτουν από συμμετοχικές διαδικασίες, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως συνδετικός ιστός ανάμεσα στον τουρισμό, το περιβάλλον και την εκπαίδευση. Χωρίς ενσωμάτωση της πολιτιστικής κληρονομιάς, η «νησιωτικότητα» απογυμνώνεται από το ιστορικό και πολιτισμικό της βάθος, στερώντας από τους νησιώτες την ουσιαστική ενίσχυση της θαλάσσιας ταυτότητας ή με άλλα λόγια της «θαλάσσιας ιθαγένειας».
Προς μια νέα αντίληψη: αρχιπελαγικές συστάδες και λειτουργικές θαλάσσιες ζώνες
Αν επιθυμούμε μια πραγματικά σύγχρονη νησιωτική πολιτική, οφείλουμε να μεταβούμε από την «πολιτική για τα νησιά» στην «πολιτική των θαλάσσιων συστημάτων». Αυτό σημαίνει τουλάχιστον τέσσερεις βασικές μετατοπίσεις: Η πρώτη αφορά στις αρχιπελαγικές συστάδες (archipelagic clusters) ως βασικές μονάδες σχεδιασμού, δηλαδή σε «νησιωτικά σύνολα» με κοινή στρατηγική. Η δεύτερη αφορά στις θαλάσσιες λειτουργικές ζώνες, όπου οι χρήσεις (τουρισμός, αλιεία, ενέργεια, πολιτισμός) θα σχεδιάζονται με βάση την αρμονική συνύπαρξή τοθς και όχι τον ανταγωνισμό. Η τρίτη άπτεται της χωρικής δικαιοσύνης και της οικονομικής αποτελεσματικότητας ‒όχι δηλαδή απλή ισότητα, αλλά έξυπνη ιεράρχηση προτεραιοτήτων και δίκαιος διαμοιρασμός πόρων, στο πλαίσιο της εδαφικής συνοχής. Τέλος, σημαντική είναι η σύνδεση της νησιωτικής πολιτικής με τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό, ώστε κάθε σχετικό έργο υποδομής να εντάσσεται σε συνεκτικό πλαίσιο χρήσεων, σημερινών και μελλοντικών αναγκών.
Η Ελλάδα είναι προικισμένη με έναν αρχιπελαγικό χώρο μοναδικό στην Ευρώπη. Αν αυτόν τον χώρο δεν τον θεωρήσει ως ένα ενιαίο λειτουργικά, οικονομικό και πολιτισμικό σύστημα, θα συνεχίσει να σχεδιάζει αποσπασματικά ‒γιά κάποια νησιά, αλλά ποτέ για το Αρχιπέλαγος. Αυτό όμως το διασυνδεδεμένο αρχιπέλαγος αποτελεί τον πλέον ζωτικό χώρο ήπιας ισχύος αλλά και αποτρεπτικής δύναμης ολόκληρης της χώρας.
*Καθηγήτρια, Εμπειρογνώμων Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού
(από την εφημερίδα "ΕΣΤΙΑ")