Την ίδια ώρα που, διεθνώς η επενδυτική κατεύθυνση παίρνει μια απότομη πράσινη στροφή,  το ενεργειακό επιτελείο της κυβέρνησης εμφανίζεται διχασμένο. Από τη μία υπηρετεί την απόφαση για ταχεία απολιγνιτοποίηση του ενεργειακού μίγματος της χώρας έως το 2028 και από την άλλη δεν δείχνει διατεθειμένο να εγκαταλείψει τακτικές που ενισχύουν την εξάρτηση της χώρας από τα ορυκτά καύσιμα. Δεν είναι διόλου τυχαίο το σχόλιο που έκανε ανώτατο στέλεχος του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) την περασμένη Πέμπτη

μιλώντας σε δημοσιογράφους σχετικά με τις αποφάσεις ξένων πετρελαϊκών εταιρειών (όπως της Repsol) να επαναπροσδιορίσουν τα στρατηγικά επενδυτικά τους σχέδια και να υποχωρήσουν από τομείς όπως εκείνος της ανάπτυξης, έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, κινήσεις που αφορούν και την Ελλάδα.

«Εμείς δεν έχουμε παγώσει τίποτα», σημείωσε απαντώντας σε σχετική ερώτηση, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ως πολιτεία δεν έχουν σταματήσει οι προσπάθειες να διευκολυνθούν οι εταιρείες που έχουν δείξει ενδιαφέρον να επενδύσουν στη χώρα μας. Μάλιστα, δεν απέκλεισε και την πιθανότητα διερεύνησης πιθανών κοιτασμάτων, όπως στην περιοχή της Κρήτης.

Σύμφωνα με την ίδια πηγή, οι παραχωρήσεις που έχουν κυρωθεί δίνουν τη δυνατότητα στους παραχωρησιούχους, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να υλοποιήσουν τις έρευνες και να προχωρήσουν αναλόγως. Ωστόσο, όπως τόνισε, η κυβέρνηση δεν μπορεί να παρέμβει στις στρατηγικές αποφάσεις  κάθε εταιρείας.   Ήδη την έξοδο από την Αιτωλοακαρνανία έχει αποφασίσει  η κοινοπραξία Repsol – Energean,  και το έχει γνωστοποιήσει και αρμοδίως με  επιστολή της προς την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ). Και, σύμφωνα με πληροφορίες,  θα υπάρξει συνέχεια, καθώς η ισπανική εταιρεία έχει παρουσία και σε άλλες παραχωρήσεις (Ιόνιο, Ιωάννινα), ενώ φόβοι εκφράζονται και για πιθανή αποχώρηση – ή «πάγωμα» των ερευνών – και από άλλες εταιρείες.   

Σε κάθε περίπτωση, το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει ένας διάλογος σχετικά με την έκταση του ρόλου που θα πρέπει να καταλαμβάνουν τα ορυκτά καύσιμα στη μεταβατική περίοδο, σε πρώτη φάση έως το 2030, και σε δεύτερη φάση έως το 2050 οπότε, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις, θα πρέπει να έχει εκπληρωθεί ο στόχος για μια «κλιματικά ουδέτερη» οικονομία.  

Οι ευρωπαϊκές κατευθύνσεις περιορίζουν τη στήριξη όλων των έργων  που έχουν σχέση με ορυκτά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένου και του φυσικού αερίου και οι πηγές χρηματοδότησης στενεύουν. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα  Επενδύσεων (ΕΤΕπ) έχει αποφασίσει να μην χρηματοδοτεί στο εξής νέες υποδομές ορυκτού αερίου, ενώ ο νέος Κανονισμός για το Ευρωπαϊκό ταμείο Δίκαιης Μετάβασης που οριστικοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο καθιστά τις  υποδομές ορυκτού αερίου μη επιλέξιμες για χρηματοδότηση.

Η τελευταία εκδοχή του Κανονισμού για τις Βιώσιμες Επενδύσεις (Sustainable Taxonomy Regulation) δεν συγκαταλέγει τις μονάδες ορυκτό αερίου στον κατάλογο με τις επενδύσεις που χαρακτηρίζονται ως βιώσιμες. Την ίδια στιγμή οι προβλέψεις για την εξέλιξη των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών CO2 στο ευρωπαϊκό χρηματιστήριο ρύπων  δείχνουν ότι έως το 2030 οι τιμές  του δικαιώματος εκπομπών θα αγγίξουν τα 80 ευρώ/τόνο, απειλώντας την  οικονομική βιωσιμότητα των μονάδων ορυκτού αερίου.

Σε κάθε περίπτωση στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) αναφέρεται ότι το  2030 η συνολική ισχύς ορυκτού αερίου θα είναι 6,9 GW, και με δεδομένο ότι στο τέλος του 2020 ήταν 5,2 προκύπτει ανάγκη νέας ισχύος από μονάδες ορυκτού αερίου περίπου 1.700 MW, γεγονός που αποτυπώνεται και στα επενδυτικά πλάνα των εγχώριων ενεργειακών ομίλων για σχετικές υποδομές. Άλλωστε, τα επόμενα χρόνια, οι ανάγκες για χρήση υδρογονανθράκων παραμένουν, παρά τη διείσδυση των πηγών πράσινης ενέργειας,  με πολλούς να υποστηρίζουν ότι, πρέπει να επιταχυνθούν οι έρευνες και η εκμετάλλευση του εγχώριου δυνητικού, περιορίζοντας την εξάρτηση της Ελλάδας από το εισαγόμενο φυσικό αέριο.