Αξίζουμε Κάτι Ασφαλέστερο από τις Διερευνητικές 

Αξίζουμε Κάτι Ασφαλέστερο από τις Διερευνητικές
Του Γιάννη Βαληνάκη*
Τρι, 5 Ιανουαρίου 2021 - 13:57

Στην επέτειο διακοσίων χρόνων εθνικής ανεξαρτησίας  και μέσα σε κλίμα ακραίων τουρκικών προκλήσεων και διεθνών πιέσεων για διάλογο, ο ελληνικός ζήλος για άμεση επανεκκίνηση των διερευνητικών επαφών προκαλεί εύλογα ερωτηματικά. Αντί να συρθεί άρον-άρον σε μιά επικίνδυνη διαδικασία, η Ελλάδα χρειάζεται στρατηγικό χρόνο για ανασύνταξη δυνάμεων και συνολική επανεξέταση της αντιμετώπισης μιάς απροκάλυπτα επιθετικής Τουρκίας. Όχι για να μετακυλίσει ξανά δύσκολες αποφάσεις υπό χειρότερες συνθήκες

στον επόμενο χειριστή. Ούτε γιατί δεν επιδιώκει τη λύση των προβλημάτων με την γείτονα. Αλλά γιατί συσσωρευμένες προκλήσεις και νέα δεδομένα επιβάλλουν εδώ και καιρό μιά νέα στρατηγική. 

Α. Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης για διάλογο 

Είναι πράγματι επείγων ένας διάλογος με την Τουρκία; Κατανοητό ότι βιάζεται ο Ερντογάν γιατί πλησιάζει στο τέλος του ο πολιτικός του χρόνος. Αντιληπτό ότι βιάζονται και οι φίλοι του στην Δύση που θέλουν να τελειώνουν με τα «μικρά» ζητήματά μας που εμποδίζουν τα «μεγάλα» δικά τους. Ευδιάκριτη και η αγωνία των υπερ-πρόθυμων που βλέπουν ως μοναδικές επιλογές τον άρον-άρον «συμβιβασμό» και τη στρατιωτική σύγκρουση. Κι όμως υπάρχουν καλύτερες εναλλακτικές, τις αξίζουμε, αλλά πρέπει και να τις χτίσουμε.

Επί μιά δεκαετία μεθοδικών χτυπημάτων από τον Ερντογάν υποκρινόμαστε κάθε φορά ότι έχει φτάσει στα όριά του και καταρρέει, ή ότι όλα γίνονται για εσωτερική κατανάλωση. Για να διαψευστούν αμέσως μετά οι αναλύσεις αυτές από τα γεγονότα. Χρειαζόμαστε συνεπώς άμεσα μιά βαθύτερη ενδοσκόπηση και στρατηγικό χρόνο για ανασύνταξη δυνάμεων απέναντι σε ένα πολεμοχαρή γείτονα. Ιδού συνοπτικά γιατί: 

1. Το διεθνές κλίμα (ακόμη) μάς το επιτρέπει. Η Τουρκία αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά διεθνώς (σε φραστικό βέβαια επίπεδο) ως κατ’εξακολούθηση αδικοπραγούσα, ενώ η χώρα μας πιστώθηκε με στρατηγική υπομονή. Έχει λοιπόν πασιφανώς περιθώρια να αρνηθεί διάλογο «με το πιστόλι στον κρόταφο» και στόχο την ανατροπή της Λωζάνης —θα έπρεπε μάλιστα να θεωρείται και αυτονόητο ακόμη και μόνο για λόγους εθνικής αξιοπρέπειας.

2. Η προσωρινή απόσυρση της αρμάδας (μετά την κατά τον Τσαβούσογλου «ολοκλήρωση της αποστολής») μπορεί αύριο με ένα νεύμα του Ερντογάν να αντιστραφεί. Προφανώς δεν συνιστά συνέπεια και συνέχεια. Ιδίως όταν συνοδεύεται καθημερινά από παραληρηματικά επιθετική αλλά και προσβλητική συμπεριφορά. 

3. Του διαλόγου προηγείται η ταχύτατη αποκατάσταση της τρωθείσας από την κρίση αποτρεπτικής μας ισχύος. Για να επαναχτιστεί, επειγόντως και αξιόπιστα, χρειαζόμαστε όχι εξαγγελίες προθέσεων, αλλά ορθές επιλογές και χρόνο. Όχι πανάκριβα και μακροπρόθεσμα προγράμματα, αλλά κυρίως—όπως έγινε με τα Ραφάλ— συστήματα άμεσα διαθέσιμα, έστω και μεταχειρισμένα, με παραχώρηση ή λήζινγκ (με άμεση οικονομική συμβολή πχ των ΗΑΕ). Όχι μόνο πλατφόρμες εκτόξευσης αλλά όπλα υποστρατηγικά αξιόπιστου «δευτέρου»(ανταποδοτικού) χτυπήματος. Όχι ασκήσεις συμμαχικής επίδειξης αλλά αξιόπιστες ρήτρες συνδρομής και σταθερή παρουσία σκαφών και μαχητικών τους στα «αποστρατικοποιημένα» νησιά. Αποτροπή υπάρχει αν υπό τις χειρότερες συνθήκες αιφνιδιαστικής επίθεσης η Τουρκία ξέρει ότι μπορούμε να της επιφέρουμε βαρύτατα ανταποδοτικά/ στρατηγικά πλήγματα σε κρίσιμες υποδομές και δυνάμεις. Κανένας Ερντογάν δεν αποτρέπεται όταν απλά εξαγγέλλουμε ότι θα αμυνθούμε στις ακτογραμμές  μας ή αόριστα ότι θα κάνουμε  «ό,τι χρειαστεί». 

4.  Διπλωματικό χρόνο επανόρθωσης χρειαζόμαστε και γιατί στο πιό προνομιακό πεδίο μας, το ευρωπαικό, χάσαμε αδικαιολόγητα δύο κρίσιμες μάχες στις Συνόδους Κορυφής. Λάθος επιλογή να βάλουμε από την αρχή όλα τα αυγά στο καλάθι των κυρώσεων κι ενώ βιώναμε την πορεία προς το αδιέξοδο να μην ελιχθούμε επικεντρώνοντας στο μείζον, δηλ. σε ισχυρότερες ευρωπαικές προυποθέσεις και εγγυήσεις για τον διάλογο. Δεν έχουμε άλλα περιθώρια απωλειών «στο δικό μας γήπεδο» ενόψει του Μαρτίου. 

5. Για όσους διαβάζουν μέσα απ’τις γραμμές, η ΕΕ αποφάσισε να επανεξετάσει τον Μάρτιο 2021 τη συνολική σχέση της με την Τουρκία. Ενδέχεται να επιχειρηθεί η αντικατάσταση της ενταξιακής προοπτικής από μιά εναλλακτική στρατηγική βασισμένη στην ενίσχυση της Τελωνειακής Ένωσης και της διπλωματικής  και αμυντικής συνεργασίας τύπου ΕΕ-Μεγ.Βρετανίας. Μια Τουρκία προνομιακός εταίρος ακριβώς εκεί που δεν την θέλουμε, ανεξέλεγκτη και χωρίς τις υποχρεώσεις «εξευρωπαισμού» της ως υποψήφιας χώρας!Κι ενώ η ΕΕ θα διαβουλεύεται για τη νέα στρατηγική της (που πρέπει οπωσδήποτε να συν-διαμορφώσουμε), θα σπεύσουμε περιχαρείς να βγούμε από το ευρωτουρκικό πλαίσιο (πχ Διαπραγματευτικό Πλαίσιο 2005, Κεφ.13 περί Αλιείας των ενταξιακών) για να στριμωχτούμε σε «διάλογο» με το αφηνιασμένο σύστημα Ερντογάν; 

Β. Διερευνητικές, και στο βάθος ανατροπή της Λωζάνης; 

Η καθημερινά διογκούμενη τουρκική επιθετικότητα μας καλεί να επιλέξουμε αν η αναθεώρηση «ιερών» διεθνών συνθηκών θα γίνει με στρατιωτική ήττα ή διπλωματική αυτοπαράδοση. Υπό τέτοιες συνθήκες με ποιό μαγικό ραβδί θα επιβάλει η ελληνική πλευρά —όπως με αυτοπεποίθηση διατυμπανίζεται—την λεγόμενη μονοθεματική ατζέντα των διερευνητικών; 

1. Η Τουρκία επιμένει σε τρία επίπεδα διαλόγου: πολιτικές διαβουλεύσεις (όπου μπορεί κάθε πλευρά να θέσει οποιοδήποτε θέμα), διερευνητικές (όπου επίσης μπορεί πρακτικά να προβάλει οποιοδήποτε θέμα) και μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (που ίσως ήδη μετεξελίχθηκαν σε «μηχανισμό αποσυμπίεσης» στο ΝΑΤΟ). Τρία στα τρία; 

2. Από τις αποφάσεις της τελευταίας Συνόδου Κορυφής της ΕΕ εξαφανίστηκε δυστυχώς η θετική διατύπωση των 26 (τον Οκτώβριο) για περιορισμό της ατζέντας των διερευνητικών μόνο στην οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Εξυπακούεται ότι ακόμη κι αν η ΕΕ αποδεχόταν ξανά το μοναδικό αυτό αντικείμενο διαλόγου, ουδόλως εξασφαλίστηκε ότι το αποδέχεται και η Τουρκία...

3. Εξετάσαμε σε βάθος τον φάκελο των διερευνητικών και επιμένουμε «να ξεκινήσουν οι διερευνητικές από εκεί που διακόπηκαν»; Γιατί οι συνομιλίες αυτές 

α)περιορίζονταν στα «προκαταρκτικά»,δηλ. στη διαπραγμάτευση του (κατά τα άλλα μονομερούς) δικαιώματος της Ελλάδας για 12 νμ. και λογικά η Τουρκία έθετε επί τάπητος και τη θεωρία της των «γκρίζων ζωνών»

β) δεν προχώρησαν σε συζήτηση οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας,

γ) δεν τέθηκε κάν θέμα οριοθέτησης ΑΟΖ (όπως ήταν η τουρκική θέση), 

δ) δεν φαίνεται να έγινε συζήτηση για το Καστελόριζο 

ε) δεν έγινε κάν νύξη για οριοθέτηση στην Αν.Μεσόγειο). 

4. Ακόμη κι αν η Τουρκία μεταμορφωνόταν ξαφνικά σε «Ευρωπαίο γείτονα» που θα συζητούσε μόνο την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, πάλι τίθενται τα εξής ερωτήματα: 

α) κάθε θαλάσσια ζώνη χαράσσεται από συγκεκριμένα σημεία της ξηράς (ηπειρωτικής ή νησιωτικής). Άρα κάθε συζήτηση θα ξεκινήσει λογικά με την Τουρκία να καταθέτει κατάλογο και χάρτες «γκρίζων ζωνών». Αδιέξοδο συνεπώς κι εδώ. 

β) ο Έλληνας εκπρόσωπος στις διερευνητικές θα πάει εφοδιασμένος με χάρτες για το Αιγαίο και την Αν.Μεσόγειο ανάλογους με εκείνους στο Ιόνιο (δηλ.με ευθείες γραμμές βάσης και κλείσιμο κόλπων); ή ξεκινάμε πάλι με τα άκρως συντηρητικά σενάρια της εποχής Κ.Σημίτη; 

γ) για να ξεκαθαρίσουμε κι έναν άλλο μύθο περί δήθεν «χαμένης ευκαιρίας» το 2004: ουδέποτε συμφώνησε η Άγκυρα να προσφύγει στη Χάγη. Εκτός αν οι υπερ-πρόθυμοι του διαλόγου που το υποστηρίζουν εννοούν ότι το συνυποσχετικό θα συμπεριλάμβανε  και τις γκρίζες ζώνες, τον εναέριο χώρο και την αποστρατικοποίηση. 

δ) γιατί στον διάλογο βλέπουμε ως μόνες θαλάσσιες ζώνες την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ; Έχουμε μόνοι μας παραιτηθεί από τις άλλες που προβλέπει το δίκαιο της θάλασσας; πχ από «συνορεύουσα ζώνη» 24 ν.μ. για τον έλεγχο της παράνομης μετανάστευσης ενώ από το 2004 συν-περιπολούμε με την Ευρωπαική Ακτοφυλακή/ Frontex καθ’όλο το μήκος της ελληνοτουρκικής συνοριογραμμής;

Συμπερασματικά, αφού η μόνη ουσιαστικά θεματική των διερευνητικών ήταν δυστυχώς τα 12 ν.μ. στο Αιγαίο, γιατί τέτοιος ζήλος να ξαναξεκινήσουν οι διερευνητικές από εκεί που σταμάτησαν; Η βιασύνη που επιδεικνύεται από ελληνικής πλευράς για τις διερευνητικές στέλνει στον Ερντογάν επικίνδυνα μηνύματα (φθηνής και προσωρινής) εξαγοράς μιάς επίπλαστης ηρεμίας αν συμμορφωθούμε προς τις υποδείξεις. Σήμερα θα είναι οι διερευνητικές, αύριο η αποστρατικοποίηση των νησιών, μεθαύριο η Λωζάνη..

 

* Λίγα λόγια για τον καθηγ. Γιάννη Βαληνάκη, Πρόεδρο του Ευρωπ. Κέντρου Αριστείας /ΕΚΠΑ

πρ. Υφυπουργός Εξωτερικών 

Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι Πρόεδρος του Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του Πανεπιστημίου Αθηνών. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955 και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διεθνές δίκαιο και πολιτική επιστήμη στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Ολοκλήρωσε τρία μεταπτυχιακά προγράμματα DEA: στη διεθνή πολιτική, στην αμυντική πολιτική και στην ιστορία των διεθνών σχέσεων, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Παρίσι Ι). Στο ίδιο Πανεπιστήμιο αναγορεύθηκε διδάκτορας των διεθνών σχέσεων με άριστα το 1981.  Ανέπτυξε μια πολυσχιδή δραστηριότητα, τόσο ως Καθηγητής Πανεπιστημίου, όσο και στην πολιτική στην οποία συμμετείχε για ένα διάστημα (2004-2009) ως Υφυπουργός Εξωτερικών και Βουλευτής Δωδεκανήσου.

Εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής το 1984 στο Τμήμα Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και το 1988 Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών στο γνωστικό αντικείμενο «Διεθνείς Σχέσεις». Το 1992 εξελέγη Καθηγητής στο ίδιο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1994 Καθηγητής της Έδρας Jean Monnet στην Ευρωπαϊκή Πολιτική και Διπλωματία. Το 2013 τιμήθηκε με την ανώτατη πανεπιστημιακή διάκριση της Έδρας Jean Monnet “Ad Personam” από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δίδαξε ή εργάστηκε ως ερευνητής σε πολλά Πανεπιστήμια και Κέντρα στην Ελλάδα, τη Νέα Υόρκη (Institute for East West Studies), τις Βρυξέλλες (Centre for European Studies), το Λονδίνο (London School of Economics), το Παρίσι (Institute for EU Security Studies) και την Κύπρο (Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις).

Διηύθυνε δεκάδες ερευνητικά προγράμματα και ομάδες, στην Ελλάδα και το εξωτερικό και τιμήθηκε με επιστημονικά και διοικητικά καθήκοντα σε πολλούς ερευνητικούς τομείς. Διετέλεσε Γενικός Διευθυντής στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής ΕΛΙΑΜΕΠ (1988-1998) καθιερώνοντάς το διεθνώς μεταξύ των πιο δραστήριων think tanks της Ευρώπης, και εμπνευστής μεταξύ άλλων και των Διεθνών Σεμιναρίων Χάλκης, στα οποία εκπαιδεύτηκαν εκατοντάδες νέοι επιστήμονες και πολιτικοί της Ευρώπης.

Διετέλεσε, επίσης, Senior Fellow στο London School of Economics (European Institute) (2011-2013) και Senior Fellow στο Ινστιτούτο Μελετών για θέματα ασφαλείας της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης (1997-1998). Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Centre for European Studies, στις Βρυξέλλες (από το 2009), της Επιστημονικής Επιτροπής του Fondation Chirac στο Παρίσι (από το 2011), της Επιστημονικής Επιτροπής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Σπουδών Παν/μίου Kadir Has στην Κων/πολη (από το 2010), της Διεθνούς Επιτροπής για την Συνεργασία στον Εύξεινο Πόντο (2010-2011) και της Επιστημονικής Επιτροπής του European View. Ήταν, επίσης, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Robert Schumann (1999-2001), του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Ευξείνου Πόντου (ΔΙΚΕΜΕΠ)και άλλων ερευνητικών φορέων. Έχει γράψει δεκάδες βιβλία και επιστημονικά άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.