Η Απομάκρυνση από το Κράτος Δικαίου Θίγει την Ανταγωνιστικότητα και την Ανάπτυξη  

Η Απομάκρυνση από το Κράτος Δικαίου Θίγει την Ανταγωνιστικότητα και την Ανάπτυξη
Του Σωκράτη Φάμελλου*
Τρι, 4 Αυγούστου 2020 - 09:34

Μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού, που ελπίζουμε και προσπαθούμε να μην επαναληφθεί, τα μεγάλα ζητήματα της ανάπτυξης, της κοινωνικής προόδου και του ρόλου των δημόσιων πολιτικών, ιδιαίτερα στους τομείς της ενέργειας και του περιβάλλοντος, επανέρχονται «ψηλά» στη δημόσια συζήτηση και στην πολιτική ατζέντα της παγκόσμιας κοινότητας, με στόχο την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας. 

Η ενέργεια αποτελεί πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο ένα από τα πιο σημαντικά πεδία ανταγωνισμού και συναγωνισμού κρατών και οικονομιών, καθώς η πρόσβαση σε αυτή αποτελεί προϋπόθεση για τη ζωή, όπως και προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Την επόμενη ημέρα της πανδημίας, όπου η γρήγορη ανάκαμψη είναι το βασικό ζητούμενο, όπως και η διατήρηση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τους πολίτες, η πρόσβαση στην ενέργεια τόσο των πολιτών, όσο και των επιχειρήσεων και των επαγγελματιών σε χαμηλό κόστος αποτελεί κεντρική και όχι τομεακή προτεραιότητα και συνδέεται στενά με την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.

Η μετάβαση του ενεργειακού μας συστήματος οφείλει να είναι συμβατή με το στόχο της κλιματικής ουδετερότητας, την απεξάρτηση δηλαδή από τα ορυκτά καύσιμα και το φυσικό αέριο, πολύ πριν από το 2050 όσον αφορά στην ηλεκτροπαραγωγή. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η  Ελλάδα με στόχο να ανταπεξέλθει επιτυχώς στο νέο κλιματικό ανταγωνισμό και να αποφύγει μια νέα οικονομική και κοινωνική χρεωκοπία.

Η περίοδος της πανδημίας μας κατέστησε σαφές ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν μπορεί να αναλάβει τη στήριξη της κοινωνίας και της οικονομίας σε συνθήκες κρίσης και ότι η πολιτεία είναι αυτή που οφείλει, μέσω χάραξης δημόσιων πολιτικών, εφαρμογής μεγάλων μεταρρυθμίσεων, να χαράσσει τον μακροπρόθεσμο εθνικό αναπτυξιακό σχέδιο για την παραγωγή εθνικού πλούτου και να επενδύει σε ανθεκτικές κλιματικά και ενεργειακά υποδομές. Αυτό καθώς η ενεργειακή μετάβαση θα τροποποιήσει την παραγωγική και κοινωνική βάση της χώρα, με μακροπρόθεσμες και εξαιρετικά καθοριστικές επιπτώσεις για το μέλλον της χώρας.

Ένας ακόμα λόγος της αναγκαιότητας δημόσιου ελέγχου στις ενεργειακές υποδομές είναι η υποχρέωση επίτευξης των κλιματικών μας στόχων και υλοποίησης του Εθνικού μας Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα. Διότι όλα αυτά δεν θα είναι εφικτά αν το μόνο κριτήριο είναι το κέρδος κάποιων ολιγοπωλίων ή μονοπωλίων.

Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί ακόμα ένα «παράθυρο ευκαιρίας», ώστε οι ευρωπαϊκοί πόροι να κατευθυνθούν στην ενίσχυση του τομέα έρευνας και καινοτομίας, των νεοφυών επιχειρήσεων (startups), ώστε, να δοθεί παράλληλα διέξοδος στα νέα παιδιά, στο ανθρώπινο κεφάλαιο της Ελλάδας που είναι καταρτισμένο και στο οποίο πρέπει να επενδύσουμε, καθώς και να ανατραπεί το φαινόμενο του brain drain, κεφάλαιο που μπορεί να προσδώσει μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα στη χώρα.

Οι προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας είναι τεράστιες. Το ενεργειακό μας σύστημα σε λιγότερο από μία δεκαετία θα έχει αλλάξει ριζικά. Το χρηματιστήριο ενέργειας, η   ανάπτυξη υβριδικών συστημάτων παραγωγής ενέργειας, η αποθήκευση ενέργειας, η ψηφιοποίηση της ενέργειας, τα έξυπνα δίκτυα και οι έξυπνοι μετρητές, οι υποδομές ηλεκτροκίνησης θα χαρακτηρίζουν σε λίγο καιρό την καθημερινότητά μας.

Ποιος όμως θα στηρίξει αυτό το τεχνολογικό άλμα προς τα εμπρός; Κεντρικότατος σε αυτήν την κατεύθυνση είναι ο ρόλος των Διαχειριστών του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας (ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ, ΔΕΠΑ Υποδομών) που, όπως υπενθυμίζουμε συνέχεια, πρέπει να παραμείνουν υπό δημόσιο έλεγχο, κάτι για το οποίο παλέψαμε σκληρά ως κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εν μέσω μνημονίου, ώστε να εγγυηθούν τη μετάβαση της Ελλάδας στο νέο ενεργειακό πεδίο του μέλλοντος.

Όμως η επιλογή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας έρχεται να ανατρέψει αυτό το σχέδιο. Θέτει σε αμφισβήτηση τη διαδικασία μετασχηματισμού, και άρα την ανταγωνιστικότητα του ενεργειακού μας συστήματος, αναγορεύοντας την ιδιωτικοποίηση και τη μονοπωλιακή διαχείριση της ενέργειας ως το μόνο εργαλείο πολιτικής.

Επιπλέον σε μια περίοδο όπου η αποκεντρωμένη παραγωγή μέσω Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας θα μπορούσαν να προσδώσουν δυναμική στις  Ενεργειακές Κοινότητες, έρχεται να δυναμιτίσει αυτό το αναπτυξιακό εργαλείο που θέσπισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Πρόκειται για ένα νόμο-τομή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ που έδωσε, για πρώτη φορά, στις τοπικές κοινωνίες ένα σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο στο πλαίσιο της μετάβασης σε καθαρές μορφές ενέργειας, τη δυνατότητα στους καταναλωτές να γίνουν οι ίδιοι παραγωγοί ενέργειας (prosumers) και στην τοπική αυτοδιοίκηση να καταπολεμήσει την ενεργειακή φτώχεια, να συμβάλει στην κοινωνική αποδοχή των ΑΠΕ και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Αυτό το εργαλείο υποβαθμίζεται συνεχώς από την κυβέρνηση της ΝΔ, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα να μετατραπεί σε υπόθεση των λίγων γίνεται ολοένα και πιο έντονος.

Η «απελευθέρωση» Χατζηδάκη, η καθυστέρηση της αναθεώρησης του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ, η αλλαγή των προδιαγραφών των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για τις περιοχές Natura 2000, έχει οδηγήσει σε πρωτοφανές έλλειμμα αξιοπιστίας και εντεινόμενες κοινωνικές συγκρούσεις. Το θεσμικό κενό που έχει δημιουργηθεί με την απουσία αυτών των κρίσιμων περιβαλλοντικών εργαλείων τελικά μπορεί να δράσει εις βάρος της μεγαλύτερης διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας.

Αυτή η συνεχής αποδόμηση του κράτους δικαίου αφορά και τους πολίτες και τους επενδυτές. Ποιος άραγε αξιόπιστος επενδυτής θα διαθέσει τα κεφάλαιά του, όταν οι αδειοδοτικοί και οι επενδυτικοί όροι και προϋποθέσεις δεν είναι διαφανείς και ίδιοι για όλους, και όταν η χώρα εισέρχεται σε μία εποχή που απαιτεί σύγχρονα εργαλεία σχεδιασμού τα οποία εντέχνως η πολιτική ηγεσία συνεχώς καθυστερεί;

Το ξεκάθαρο καθεστώς των χρήσεων γης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τις σοβαρές επενδύσεις υψηλής υπεραξίας και υψηλής αξίας εργασίας.

Για να επενδυθούν λοιπόν κεφάλαια στη χώρα μας, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, οι ενδιαφερόμενοι επενδυτές  πρέπει αρχικά να γνωρίζουν πού μπορούν να αναπτύξουν ποια δραστηριότητα και πρέπει επίσης οι τοπικές κοινωνίες να έχουν συμμετοχή και όφελος από τα επενδυτικά σχέδια.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «σήκωσε» το πολιτικό κόστος της ανάρτησης δασικών χαρτών, της εκπόνησης Κτηματολογίου και Δασολογίου και της κύρωσης Προεδρικών Διαταγμάτων για όλες τις περιοχές Natura 2000, σε συνέχεια των  Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για όλη την Ελλάδα, ώστε να έχουμε τις προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε μπροστά.

Όλες αυτές οι μελέτες είχαν ανατεθεί και είχαν ήδη εγκριθεί τα Περιφερειακά Χωροταξικά Σχέδια για τη μεγάλη πλειοψηφία των Περιφερειών της Ελλάδας.

Πρόκειται για πρωτοβουλίες εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης της διαφάνειας που καμία άλλη κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει διαχρονικά να λάβει.

Έχει καταγραφεί ότι ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας που εξήγγειλε τη δημιουργία Κτηματολογίου, ο οποίος, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να το υλοποιήσει γιατί δολοφονήθηκε. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η δολοφονία του Καποδίστρια ήταν μία επίδειξη ισχύος, εκ μέρους του πελατειακού κράτους και της αδιαφάνειας, που ήταν στα σπάργανα από τότε στην Ελλάδα. Πελατειακές, προνομιακές σχέσεις με την εκάστοτε εξουσία, λογικές «μπάτε σκύλοι αλέστε» και αταξία, μάς οδήγησαν, στην πρόσφατη πλέον ιστορία, στη χρεωκοπία του 2010.

Όλες αυτές οι ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις παραπέμπονται ακόμα μια φορά στις καλένδες με πρωτοβουλία του "πράσινου" Πρωθυπουργού, μετά την ψήφιση του αντιπεριβαλλοντικού νόμου - έγκλημα όπως χαρακτηρίστηκε από τις περιβαλλοντικές οργανώσεις.

Όταν η άσκηση πολιτικής εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας αποτελείται από «παραθυράκια», εξυπηρετήσεις ημετέρων, ενίσχυση δηλαδή της κακοδαιμονίας του πελατειακού κράτους, τότε νομοτελειακά η Ελλάδα απομακρύνεται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Αυτό το αποτυχημένο μοντέλο δεν μπορεί να στηρίξει τη βιώσιμη ανάπτυξη και δεν είναι αυτό που ζητάει και έχει ανάγκη η νέα γενιά.

Οι τεράστιες τεχνολογικές εξελίξεις πρέπει να συνδυαστούν με τη συνέχιση και όχι με την αποδόμηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων του κράτους δικαίου στην Ελλάδα ώστε, να έχουν πραγματικό αποτέλεσμα, αναπτυξιακό αποτύπωμα δηλαδή προς όφελος του συνόλου της κοινωνίας και όχι λίγων και εκλεκτών. Και αυτό μπορεί να το εγγυηθεί μόνο μία πραγματικά προοδευτική κυβέρνηση που δε φοβάται το κόστος των μεταρρυθμίσεων.

 

Ο Σωκράτης Φάμελλος είναι Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β' Θεσσαλονίκης και Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Βουλευτής από τον Ιανουάριο 2015, διετέλεσε Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος & Ενέργειας 2016-2019 και Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος ΣΥΡΙΖΑ '15-'16. Χημικός Μηχανικός με μεταπτυχιακό στον Περιβαλλοντικό Σχεδιασμό. Συμμετείχε για πολλά χρόνια ως αιρετός στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (Δήμος Θέρμης, ΠΕΔ ΚΜ, ΚΕΔΕ, Σύνδεσμος ΟΤΑ Ν. Θεσσαλονίκης) και στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος.

Διαβάστε ακόμα