Η Ενεργειακή Μετάβαση Ευκαιρία για Νέο Αναπτυξιακό Μοντέλο της Χώρας

Η Ενεργειακή Μετάβαση Ευκαιρία για Νέο Αναπτυξιακό Μοντέλο της Χώρας
Γιάννης Χατζηβασιλειάδης, τ. Πρόεδρου ΙΕΝΕ*
Πεμ, 2 Ιουλίου 2020 - 10:41

Στις επόμενες τρεις δεκαετίες μέχρι το 2050, πρέπει να γίνουν πολλά και γρήγορα από όλες τις χώρες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής με δραστικό περιορισμό έως και μηδενισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ο ενεργειακός τομέας συμμετέχει με υψηλό ποσοστό εκπομπών και η μετάβαση προς καθαρή ενέργεια καθιστά αναγκαίο τον μετασχηματισμό με νέες ιδέες και καινοτόμες τεχνολογίες. Η πρόσφατη πανδημία όμως επέφερε την παγκόσμια οικονομική και κοινωνική κρίση με συνέπειες και στον ενεργειακό τομέα, ενώ ειδικότερα στην ΕΕ φάνηκαν και οι αδυναμίες που προβλημάτισαν.

 

 

Αναμφίβολα, χρειάζονται πρωτοβουλίες για νέα πολιτική και μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την τεχνολογική και παραγωγική της βάση. Η ενεργειακή μετάβαση σε συνδυασμό με το συζητούμενο Ταμείο Ανάκαμψης δίδουν την ευκαιρία ώστε η ΕΕ να επιτύχει τους στόχους της προς μια καθαρή και ανταγωνιστική οικονομία.

Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και η μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ αποτελούν τους δύο βασικούς πυλώνες της στρατηγικής της ΕΕ για την ενεργειακή μετάβαση. Ο ηλεκτρισμός που επαυξάνει και επεκτείνει τη χρήση του σε νέους τομείς καθίσταται κύριος ενεργειακός φορέας με σημαντικό ρόλο στην απανθρακοποίηση. Η πρωτοβουλία της ΕΕ με το “Green Deal” αποτελεί τον βασικό άξονα πολιτικής και προτεραιοτήτων με μεγάλες επενδύσεις.

Στην Ελλάδα έχουν τεθεί υψηλοί στόχοι για την βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας και την διείσδυση των ΑΠΕ στον ηλεκτρισμό το 2030, επιταχύνοντας τον μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα με μεγάλες επενδύσεις και ιδιαίτερα στον ηλεκτρισμό. Η αφετηρία όμως για την ενεργειακή μετάβαση χαρακτηρίζεται από την υψηλή εξάρτηση από εισαγόμενες πηγές ηλεκτρισμού και την ακριβότερη ηλεκτρική ενέργεια της αγοράς στην ΕΕ, αλλά και τις ακριβότερες ΑΠΕ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Επομένως, η ενεργειακή μετάβαση για την Ελλάδα αποτελεί μια ευκαιρία για να αντιμετωπίσει δύο μεγάλες προκλήσεις, την μείωση του ενεργειακού κόστους σε συνδυασμό με την απεξάρτηση και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας με την μετάβαση σε ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο. Για να ανταποκριθεί η Ελλάδα σε αυτές τις προκλήσεις με ευοίωνο μέλλον χρειάζεται αλλαγή πολιτικής και ριζικές μεταρρυθμίσεις με νέα θεσμικά μέτρα και νέες τεχνολογίες για μια αναπτυξιακή πορεία, μεγιστοποιώντας τα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη,

Σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον με την παγκοσμιοποίηση, οι καινοτόμες τεχνολογίες, οι νέες ιδέες και το καλά καταρτισμένο έμψυχο δυναμικό με τις αναγκαίες δεξιότητες θα αποτελέσουν τους βασικούς παράγοντες για την επιτυχή ενεργειακή μετάβαση της χώρας με πλήρη ανταπόκριση στις προκλήσεις. Ειδικότερα, η υποστήριξη της Έρευνας και Ανάπτυξης, η άρτια εκπαίδευση και η εκπόνηση ειδικών μελετών  αποτελούν προτεραιότητες.

Για την ενεργειακή μετάβαση θα χρειασθεί η ανάπτυξη και παραγωγή νέων ιδεών και καινοτόμων προϊόντων σε εξοπλισμό και λογισμικό που μπορούν να γίνουν κατά μεγάλο μέρος στη χώρα και να υποστηριχθούν από το εγχώριο έμψυχο δυναμικό, οπότε προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να αναπτυχθεί η δέουσα πολιτική με μεταρρυθμίσεις και στήριξη από το συζητούμενο Ταμείο Ανάκαμψης, στοχεύοντας και σε εξαγωγές υπηρεσιών και εξοπλισμού.

Η ηλιακή και η αιολική ενέργεια αποτελούν τους βασικούς συντελεστές της ενεργειακής μετάβασης, καλύπτοντας περί το 90% της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας σε μακροπρόθεσμη βάση. Οι μεγάλες μονάδες επιτυγχάνουν το χαμηλότερο κόστος παραγωγής στην διεθνή αγορά έναντι των μονάδων ορυκτών καυσίμων που υποκαθιστούν, με προοπτικές περαιτέρω μείωσης. Με την ανάπτυξη μεγάλων φωτοβολταϊκών και αιολικών μονάδων μπορεί να μειωθεί σημαντικά το σημερινό υψηλό κόστος παραγωγής εάν γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και εφαρμοσθούν οι καλύτερες διεθνείς πρακτικές.

Το σημερινό θεσμικό πλαίσιο δεν οδηγεί σε διεθνώς ανταγωνιστικές τιμές (σχεδόν διπλάσιες) και δεν προσελκύει ξένα κεφάλαια που είναι αναγκαία. Επομένως,  χρειάζονται κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την χωροθέτηση των μεγάλων μονάδων σε δημόσιες εκτάσεις και σε άγονες ή ακατοίκητες περιοχές, χαμηλού έως μηδενικού κόστους γης για την ανάπτυξή τους, περιορίζοντας δραστικά την γραφειοκρατία και τον χρόνο. Αμέσως μετά ακολουθεί διεθνής διαγωνισμός με διαφανείς διαδικασίες (ενδεχομένως και με τον μηχανισμό ΡΡΑ), που θα οδηγήσουν σε διεθνώς ανταγωνιστικές τιμές. Ο Διαχειριστής του δικτύου θα αναλάβει τις επεκτάσεις του δικτύου και την σύνδεση με σχετική ρύθμιση από την ΡΑΕ, η οποία θα πρέπει να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις.

Θα απαιτηθούν υψηλοί ρυθμοί στις εφαρμογές με μεγάλες επενδύσεις για την επίτευξη των στόχων του 2030 και μετέπειτα, αλλά με κύριο γνώμονα το χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Οι μεταρρυθμίσεις με εισαγωγή της καλύτερης διεθνούς πρακτικής για τις εφαρμογές θα προσελκύσει και τα αναγκαία ξένα κεφάλαια για την επίτευξη των στόχων με ανταγωνιστικές τιμές.

Τα νησιά και οι αυτόνομοι σταθμοί πετρελαίου με υψηλές εκπομπές και υψηλό κόστος, αποτελούν προτεραιότητα για την ενεργειακή μετάβαση και με νέο θεσμικό πλαίσιο, με ΑΠΕ και μπαταρίες, με καινοτόμες τεχνολογίες και ιδιαίτερα με την εφαρμογή των αρχών και των ιδεών των Microgrids, είτε διασυνδέονται στο εθνικό σύστημα, είτε παραμένουν αυτόνομα συστήματα. Στόχος είναι η κάλυψη του συνόλου των ενεργειακών αναγκών των νησιών από τον ηλεκτρισμό με τις ΑΠΕ, όπως παροχή νερού, θέρμανση/ψύξη, μεταφορές κλπ, χωρίς τον φόβο για “blackout”,

Οι Διαχειριστές των δικτύων Μεταφοράς και Διανομής πρέπει να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις και στις προκλήσεις των νέων τεχνολογιών. Χρειάζεται νέα αρχιτεκτονική στα δίκτυα με εισαγωγή καινοτόμων τεχνολογιών και ψηφιακός μετασχηματισμός αρχίζοντας από τα νησιά, για να συμβάλλουν στην ενσωμάτωσή των ΑΠΕ με προηγμένες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ICT), διεσπαρμένη τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ), Energy Internet of Things, έξυπνοι μετρητές κλπ,, προσφέροντας και νέες υπηρεσίες σε καταναλωτές και Διαχειριστές δικτύου. Η είσοδος των συστημάτων αποθήκευσης προσδίδουν νέα δυναμική για μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ με προσιτό κόστος.

Δίδεται έμφαση στην ευελιξία λειτουργίας σε διάφορες καταστάσεις (flexibility) και στην ανθεκτικότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (έναντι ακραίων φυσικών φαινομένων), κυβερνοεπιθέσεων, απειλών πολέμου (resilience). Όλες αυτές οι ανάγκες για μελέτες, εφαρμογές και λειτουργία μπορούν να καλυφθούν από το εγχώριο έμψυχο δυναμικό, οπότε είναι αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις και στους Διαχειριστές των δικτύων με σχετικές δράσεις Έρευνας και Ανάπτυξης.

Οι ΑΠΕ, κυρίως η ηλιακή και αιολική ενέργεια, θα χρησιμοποιηθούν επίσης για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου και συνθετικών καυσίμων με ουδέτερες εκπομπές για τις μη ηλεκτρικές χρήσεις. Δημιουργείται έτσι ένας νέος ενεργειακός φορέας με το πράσινο υδρογόνο που θα έχει σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση, συμβάλλοντας και στην διεποχιακή αποθήκευση, ώστε μαζί με τον ηλεκτρισμό να καλύψουν όλες τις ενεργειακές ανάγκες, χωρίς εκπομπές. Επομένως, σύντομα θα χρειασθεί η χωροθέτηση πρόσθετων μεγάλων ηλιακών και αιολικών μονάδων με χαμηλό κόστος για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου. Η Ελληνική βιομηχανία υδρογονανθράκων (downstream) με σύγχρονες τεχνολογίες και υποδομές στη χώρα, πρέπει να εισέλθει σε αυτόν τον νέο τομέα συμβάλλοντας στην ενεργειακή μετάβαση, με ευρύ πεδίο για έρευνα και ευκαιρίες για επιχειρηματικές δραστηριότητες.

Η ηλεκτροκίνηση αποτελεί ένα νέο τεχνολογικό τομέα που αναπτύσσεται, με υψηλή ενεργειακή αποδοτικότητα και μηδενικές εκπομπές όταν χρησιμοποιείται η ενέργεια των ΑΠΕ, συμβάλλοντας και σε καθαρή ατμόσφαιρα στο αστικό περιβάλλον. Για την Ελλάδα προέχει η δημιουργία των υποδομών με τους σταθμούς φόρτισης που πρέπει να καλύψουν όλη την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά συμβάλλοντας και στον τουρισμό, παράλληλα βέβαια με την μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ.

Η μεγάλη πρόκληση είναι η ανάπτυξη και παραγωγή των συστημάτων φόρτισης στην Ελλάδα στοχεύοντας και σε εξαγωγές, αρκεί να τεθεί ο στόχος και να υποστηριχθεί δεόντως. Η εξαγγελθείσα πρόθεση της κυβέρνησης για την υποστήριξη της ηλεκτροκίνησης με την γενναία χρηματοδότηση της αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων ακολουθεί παλιές αποτυχημένες πρακτικές. Το ενδιαφέρον πρέπει να επικεντρώνεται στην ανάπτυξη των υποδομών με νέες και καινοτόμες τεχνολογίες ανταγωνιστικών προϊόντων με νέες θέσεις εργασίας. Τέτοιες δράσεις άκρως ανταγωνιστικές ανταποκρίνονται πλήρως στις δυνατότητες της τεχνολογικής και παραγωγικής βάσης της χώρας και πρέπει να υποστηριχθούν, αντί της γενναίας υποστήριξης αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Επιπλέον, η ηλεκτροκίνηση μπορεί να αποτελέσει την επέκταση του ηλεκτρικού συστήματος, προσφέροντας υπηρεσίες στο ηλεκτρικό δίκτυο με αμοιβαία οφέλη.

Η ενεργειακή μετάβαση συμβαδίζει με τον ψηφιακό μετασχηματισμό του ενεργειακού τομέα με συναρπαστικές ευκαιρίες για ανάπτυξη νέων ιδεών και καινοτόμων τεχνολογιών με καθαρή και προσιτή ενέργεια στους καταναλωτές μαζί με νέες υπηρεσίες, καλύπτοντας απαιτήσεις υψηλής αξιοπιστίας και υψηλής ποιότητας παροχής ηλεκτρικής ενέργειας σε ένα ανταγωνιστικό και απαιτητικό περιβάλλον. Οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για την προσέλκυση των επενδύσεων σε καινοτόμες εφαρμογές σε συνδυασμό και με την παραγωγή λογισμικού και εξοπλισμού για εξαγωγές, ιδιαίτερα για προηγμένης τεχνολογίας φωτοβολταϊκά πλαίσια, μπαταρίες λιθίου, φορτιστές για ηλεκτρικά αυτοκίνητα, παραγωγή πράσινου υδρογόνου κλπ. Τόσο η εν εξελίξει ενεργειακή μετάβαση όσο και το συζητούμενο Ταμείο Ανάκαμψης παρέχουν μια μοναδική ευκαιρία για την αξιοποίηση και ενίσχυση της τεχνολογικής και παραγωγικής βάσης της χώρας προς ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο, το οφείλουμε στη νέα γενιά και στις επόμενες.

 

*Λίγα λόγια για τον κ. Ιωάννη Χατζηβασιλειάδη

Ο Ιωάννης Χατζηβασιλειάδης, Διπλωματούχος Μηχανολόγος-Ηλεκτρολόγος ΕΜΠ, συνέβαλε στην ανάπτυξη των ΑΠΕ και καινοτόμων τεχνολογιών και έτυχε τιμητικών διακρίσεων. Ανέπτυξε το Αιολικό Πάρκο και τον Φωτοβολταϊκό Σταθμό Κύθνου και επί σειρά ετών συνεργάσθηκε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην αξιολόγηση και διαχείριση ερευνητικών προγραμμάτων και ως τεχνικός σύμβουλος σε μεγάλα ερευνητικά έργα.

Διαβάστε ακόμα