Μία από τις βασικές παραμέτρους αποτυχίας ή επιτυχίας εκτίμησης μιας πολιτικής ή εν προκειμένω γεωπολιτικής κατάστασης είναι η δυνατότητα διάγνωσης των υφιστάμενων συνθηκών και οι κινήσεις πρόληψης κάποιου δυσμενούς σεναρίου. Στο σκέλος της κατάστασης στην Ανατολική Μεσόγειο, εκ του αποτελέσματος, κρίνεται ότι η Αθήνα (επί τουλάχιστον δεκαετία), απέτυχε να διαγνώσει επιτυχώς τις δυναμικές σχέσεις 

που είχαν δημιουργηθεί, την αποφασιστικότητα και την προετοιμασία της Αγκυρας να επενδύσει σε μια πιο ενεργητική εξωτερική πολιτική στη Λιβύη.

Η Αθήνα επωφελήθηκε από τις «παράπλευρες απώλειες» της εξωτερικής πολιτικής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με πλέον ενδεικτικό παράδειγμα τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, αλλά και τις σουνιτικές μοναρχίες του Κόλπου, ενώ ταυτόχρονα ταυτίστηκε ακόμη περισσότερο με τις επιλογές των ΗΠΑ στην περιοχή.

Με την κατάσταση στη Συρία να οδεύει προς άλλη κατεύθυνση και τη Λιβύη να αποκτά μια σχετικά καθαρή εικόνα ως προς το μελλοντικό καθεστώς της, ξεπροβάλλουν δύο βασικοί ωφελημένοι περιφερειακοί παίκτες: η Ρωσία, η οποία για πρώτη φορά από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ επανεμφανίζεται δυναμικά στη Μεσόγειο. Και η Αγκυρα που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αποκτά παρουσία σε περιοχές οι οποίες στη σκέψη του μέσου Τούρκου είναι φυσιολογικά ενταγμένες στη σφαίρα επιρροής της χώρας τους. Αυτό το συμβιωτικό βαλς Μόσχας και Αγκυρας χαρακτηρίζεται από παύσεις, αποστάσεις, τριβές, στιγμές συνεννόησης και αρκετά αδιέξοδα, ωστόσο στο τέλος της ημέρας δεν αντικατοπτρίζει τίποτε παραπάνω από τις ιστορικές ισορροπίες στην περιοχή. Μόνη ιστορική παραδοξότητα σε όσα συμβαίνουν σε αυτή την πλευρά της Μεσογείου είναι η απουσία των μεγάλων της Ευρώπης. Επιπλέον, η Τουρκία δεν είναι πια η οθωμανική αυτοκρατορία, ο «Μεγάλος Ασθενής της Ευρώπης», αλλά ένας νέος παράγοντας με βλέψεις αποτύπωσης των δικών του συνθηκών σταθερότητας.

Εκείνο που πρέπει να διερωτηθεί η ελληνική ηγεσία εν τω συνόλω της, είναι ποιον ρόλο οραματίζεται για την Ελλάδα του 21ου αιώνα, χωρίς φανφάρες και περιττό λούστρο, αλλά με βάση την πραγματικότητα. Αποδεικνύεται, βέβαια, εκ των πραγμάτων ότι απαιτούνται σχέδιο, ορίζοντας υλοποίησης και πολιτική συνέχεια  δεκαετιών. Ναι, ποτέ δεν είναι αργά για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό στην εξωτερική πολιτική. Κάλλιο αργά, παρά ποτέ. 

*(Από την Καθημερινή)