Η απότομη πτώση κατά 32% της τιμής του πετρελαίου σε μια μόνο ημέρα, στις 9 Μαρτίου, και οι κλυδωνισμοί που ακολούθησαν έκτοτε με την ποικιλία Brent, το διεθνές benchmark, να έχει αγγίξει σχεδόν τα $27 το βαρέλι, σε χαμηλό 20ετίας, και την προοπτική να φθάσει σε ακόμα χαμηλότερα επίπεδα, σηματοδοτεί μια νέα περίοδο ιδιαίτερα χαμηλών τιμών και παγκόσμιας απορρύθμισης των αγορών. Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση ξεκίνησαν από την αιφνίδια πτώση της ζήτησης αρχικά στην Κίνα,

λόγω του κορωνοϊού, και σταδιακά στον υπόλοιπο πλανήτη καθώς η επιδημία εξαπλώνετο με ταχείς ρυθμούς και παρέλυε η οικονομική δραστηριότητα.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει στην τελευταία του μηνιαία έκθεση ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ), η εκτίμηση είναι ότι λόγω της δραματικής πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας στις περισσότερες χώρες θα υπάρξει σοβαρή μείωση της παγκόσμιας  ζήτησης κατά τους επόμενους μήνες. Πιο συγκεκριμένα, ο ΙΕΑ προβλέπει ότι για πρώτη φορά μετά το 2009 η ενεργειακή ζήτηση του πλανήτη, που για το 2019 είχε διαμορφωθεί στα 100,9 βαρέλια ημερησίως, δεν θα αυξηθεί για το 2020 όπως αρχικά προβλέπετο, αλλά αντίθετα θα μειωθεί κατά 1,1 εκατ. βαρ./ημέρα. 

Σε αυτό το νέο περιβάλλον χαμηλής ζήτησης ήρθε να προστεθεί και η αναπάντεχη ρήξη μεταξύ Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας, μέχρι πρόσφατα στρατηγικών εταίρων στο μπλοκ που είχε γίνει γνωστό ως OPEC+, όταν στην έκτακτη συνάντηση του καρτέλ στην Βιέννη στις 6/3 διαφώνησαν ως προς το μέγεθος των αναγκαίων περικοπών στην καθημερινή παραγωγή, που μέχρι πρότινος συζητούσαν, προκειμένου να στηριχθεί η τιμή σε λογικά επίπεδα. Με την Ρωσία να δηλώνει, μέσω του υπουργού ενέργειας κ. Αλεξ. Νόβακ, ότι δεν δεσμεύεται πλέον  από τις μέχρι  σήμερα συμφωνηθείσες ποσοστώσεις παραγωγής. Και την Σαουδική Αραβία, τον μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου του κόσμου και στυλοβάτη του OPEC, να δηλώνει ότι ούτε αυτή δεσμεύεται προχωρώντας ταυτόχρονα σε σημαντικές μειώσεις τιμών στα προσφερόμενα προϊόντα της.

Οι αγορές αντέδρασαν άμεσα με τον τρόπο που γνωρίζουν αφού η απόφαση δύο βασικών πετρελαιοπαραγωγών, που μεταξύ τους  αντιπροσωπεύουν  το 20% της παγκόσμιας παραγωγής, να διοχετεύσουν ανεξέλεγκτα ότι ποσότητες αργού επιθυμούσαν, σήμαινε αυτόματα την δημιουργία υπέρ πλεονασμάτων  σε μια αγορά που χαρακτηρίζετο από διαρκώς συρρικνούμενη ζήτηση. Η βαθύτερη αιτία για την ακραία αυτή συμπεριφορά της Ρωσίας, η οικονομία της οποίας αναπόφευκτα θα πληγεί από την σημαντική μείωση της τιμής του αργού, (παρά τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η ηγεσία της ότι η χώρα μπορεί δήθεν να αντέξει 10 χρόνια με τιμές στα  $25) δεν είναι άλλη από την επιθυμία της να βλάψει μόνιμα και να θέσει εκτός παραγωγής τους εκατοντάδες παραγωγούς σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ οι οποίοι και επωφελούντο κάθε φορά που ο OPEC+ προχωρούσε  σε μείωση της παραγωγής και στήριξη των διεθνών τιμών. Με αποτέλεσμα  η Αμερικανική παραγωγή αργού να έχει αυξηθεί εντυπωσιακά τα τελευταία χρόνια φθάνοντας σήμερα στα  12,9 εκατ. βαρ/ημέρα, καθιστώντας τις ΗΠΑ σε ρυθμιστή της παγκόσμιας αγοράς.

Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο εκτελεστικός διευθυντής του ΙΕΑ Δρ. Φατίχ Μπιρόλ, οι δύο κύριοι παίκτες της αγοράς τις τελευταίες ημέρες φαίνεται ότι παίζουν "ρώσικη ρουλέτα" με εν δυνάμει θύμα την παγκόσμιο οικονομία. Για να συμπληρώσουμε εμείς ότι " Ο θυμός δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος στην αγορά πετρελαίου"  όπως αναλύουμε σε πρόσφατο άρθρο μας στο energia.gr

(Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ)