Υπάρχουν μόνο δύο είδη ανθρώπων οι οποίοι πιστεύουν στην αέναη ανάπτυξη: οι συμβατικοί οικονομολόγοι και εκείνοι που περιμένουν την έλευση της “μοναδικότητας” του Kurtzweil, δηλαδή, την ένωση των βιολογικών και μη βιολογικών όντων που θα γεννήσει αθάνατους ανθρώπους με βάση το λογισμικό. 

Οι προσδοκίες των οικονομολόγων είναι πιο μετριοπαθείς, αλλά οι περισσότερες συνηθισμένες προβλέψεις για το ΑΕΠ, δεν θεωρούν ότι οι οικονομίες ακολουθούν την ίδια τροχιά με όλους τους ζωντανούς οργανισμούς: μια ταχεία ανάπτυξη, μετά μια αργή ανάπτυξη και μετά ένα υψίπεδο και τελικά, κάποιου είδους πτώση.

Ο Κένεθ Μπούλντινγ, επικεφαλής του American Economic Association το 1968, διατύπωσε μια καυστική άποψη επί του θέματος: “όποιος πιστεύει στη συνεχή ανάπτυξη οποιουδήποτε φυσικού πράγματος, σε έναν, φυσικά, πεπερασμένο πλανήτη, είναι είτε τρελός, είτε οικονομολόγος”!

Δεν θα ήθελα να συμμετέχω σε καμία ενδοοικονομική κόντρα, επιθυμώ, απλά, να επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι οι περισσότερες σύγχρονες προβλέψεις για την ανάπτυξη παρέχουν ένα τέλειο παράδειγμα για αυτό που οι φιλόσοφοι αποκαλούν “σφάλμα κατηγορίας”, δηλαδή, όταν τα χαρακτηριστικά που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία παρουσιάζονται σαν να έχουν ευρύτερη ισχύ.

Αναφέρομαι στο νόμο του Moore, που υποστηρίζει πως ο συνολικός αριθμός εξαρτημάτων τα οποία μπορούν να τοποθετηθούν σε ένα μικροτσίπ, αυξάνεται με τόσο ταχύ ρυθμό, ώστε η υπολογιστική ισχύς του να διπλασιάζεται ομοίως. Αυτή η εκπληκτική πρόοδος μας οδήγησε στο να υποθέσουμε ότι μπορούμε να αναπαράγουμε τέτοια οφέλη και σε άλλους οικονομικούς τομείς και να επιτύχουμε την απανθρακοποίηση της ενέργειας, τεράστιες αυξήσεις στην παραγωγή τροφής και μια τέταρτη βιομηχανική επανάσταση. Αυτή η λανθασμένη άποψη, την οποία αποκαλώ “η κατάρα του Moore”, φανερώνεται εύκολα. Το 1965, όταν ο Γκόρντον Μουρ πρωτοπαρουσίασε την ανάπτυξη των “εξαρτημάτων ανά ενσωματωμένη λειτουργία”, όρισε την περίοδο διπλασιασμού στο μόλις ένα έτος. Αυτός ο βαθμός επιβράδυνε και η υπολογιστική ισχύς διπλασιάζεται, τώρα, ανά διετία, με μια ετήσια εκθετική ανάπτυξη τη τάξης του περίπου 35%.

Τούτο μεταφράζεται σε βελτιωμένη απόδοση και χαμηλότερο κόστος για τα προϊόντα που χρησιμοποιούν μικροεπεξεργαστές, όπως οι υπολογιστές και τα τηλέφωνα. Οδηγεί, δε, σε προσδοκίες ότι η εν λόγω ανάπτυξη μπορεί να έχει αντίκρυσμα και σε άλλους οικονομικούς τομείς. Πρόκειται για ένα σφάλμα κατηγορίας με βάση μια παρανόηση των θεμελιωδών βιοφυσικών πραγματικοτήτων. Οι σύγχρονες οικονομίες εξαρτώνται από μια τεράστια ποικιλία συνεισφορών, των οποίων η παραγωγή, απόδοση και δυνατότητες βελτιώνονται διαρκώς, αλλά μόνο με βαθμό δεκάδες φορές χαμηλότερο του 30% από αυτόν που υποδεικνύει ο νόμος του Μουρ.

Ας ξεκινήσουμε με την τροφή. Η εισαγωγή νέων φυτών και η αυξημένη χρήση λιπασμάτων, ζιζανιοκτόνων και παρασιτοκτόνων ενίσχυσαν την παγκόσμια σοδιά από τη δεκαετία του 1960 κατά 3,2% ετησίως στα σιτηρά και 2,6% στο ρύζι. Στο καλαμπόκι είναι 2% ετησίως από τη δεκαετία του 1950. Το κοτόπουλο, η πιο ανερχόμενη προτεΐνη, παράγεται με μεγαλύτερη αποδοτικότητα, αλλά από το 1930 η ετήσια άνοδος είναι λιγότερη από 1,4%.

Αν εξετάσουμε την ενέργεια και τα υλικά, το μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας, παγκοσμίως, παράγεται από μεγάλους αεριοστρόβιλους. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η απόδοσή τους βελτιώθηκε κατά περίπου 1,5% ετησίως. Από το 1880, ο εσωτερικός φωτισμός εξελίχθηκε κατά διαφορετικά στάδια, όπως είναι οι λάμπες πυράκτωσης, το φθόριο, τα αλογόνα, οι LED, όμως η ετήσια αύξηση της αποδοτικότητας δεν ξεπέρασε, κατά μέσο όρο, το 2,6%.

Ο χάλυβας παραμένει το κυρίαρχο μέταλλο. Η βελτίωση της αποδοτικότητας στην παραγωγή του είναι ετησίως, χαμηλότερη του 2% από το 1950.

Αν περάσουμε στον τομέα των μεταφορών, η ετήσια ανάπτυξη της ταχύτερης μορφής ενδοαστικής μεταφοράς, μέσω σιδηρόδρομου, τριπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, φθάνοντας στα 300 χιλιόμετρα την ώρα, δηλαδή ετήσιος ρυθμός της τάξης του 1,1%.

Μετά την υιοθέτηση κανόνων για την αποδοτικότητα των καυσίμων στις ΗΠΑ, το 1973, η μέση βελτίωση της αποδοτικότητας στα αυτοκίνητα εξαιρουμένων των SUV και των διάσημων pick-up trucks, έχει αυξηθεί κατά 2,5%. Η ταχύτητα των διηπειρωτικών ταξιδιών εκτοξεύτηκε από τα 40 χιλιόμετρα την ώρα για τα πλοία, το 1900, σε 885 χιλιόμετρα την ώρα, το 1958, για το πρώτο Boeing 707. Αν και τούτο αντιστοιχεί σε ετήσια άνοδο ύψους 5,5%, εν τούτοις, η ταχύτητα δεν έχει αυξηθεί ουσιαστικά τα τελευταία 60 χρόνια, με την εξαίρεση του πάλαια ποτέ Κονκόρντ. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως ακόμα και αυτοί οι μέτριοι ρυθμοί ανάπτυξης υπόκεινται σε περιορισμούς και εγγίζουν τα υψηλότερα δυνατά όριά τους.

Αν παραμερίσουμε τα όνειρα περί “μοναδικότητας”, δεν θα πετύχουμε την αέναη άνοδο των σοδιών, ούτε θα ταψιδέψουμε με την ταχύτητα του φωτός. Η μετριοπαθής ανάπτυξη του μεταξύ 1-3% θα πρέπει να λαμβάνεται ευρύτερα υπόψη στους υπολογισμούς των οικονομικών προβλέψεων. Πράγματι, έτσι συνέβη. Από το 1950, η μέση ανάπτυξη του αμερικανικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε πραγματικούς όρους, κυμάνθηκε στο περίπου 2%.

Συγκρατήστε αυτό το ετήσιο 1-3% καλά στο νου σας την επόμενη φορά που θα ακούσετε πως η πιο πρόσφατη καινοτομία θα μιμηθεί τα εξαρτήματα που τοποθετούνται μέσα σε ένα μικρό κομμάτι πυριτίου. Δεν θα το κάνει γιατί απλά δεν είναι δυνατόν.

*καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μανιτόμπα και συγγραφέας του επερχόμενου βιβλίου “Ανάπτυξη: Από τους μικροοργανισμούς στις μεγαλουπόλεις”

(πηγή: Financial Times)