Όλα τούτα σε θεωρητικό επίπεδο. Στην πραγματική ζωή, οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει δασμούς σε εισαγωγές κινεζικών προϊόντων αξίας 200 δισ. δολαρίων και η Κίνα έχει ανταποδώσει με δασμούς 60 δισ. δολαρίων σε αμερικανικά προϊόντα. Ο Τραμπ έχει επιβάλει, επίσης, δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο από την Ευρώπη και έχει απειλήσει με επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, με τους τελευταίους να έχουν ανασταλεί μιας και οι δύο πλευρές διαπραγματεύονται τη μείωση των εμπορικών φραγμών.
Ένας εμπορικός πόλεμος μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων με τη μεγαλύτερη οικονομική διασύνδεση μπορεί, μόνο, να επιβραδύνει την ανάπτυξη του εμπορίου, αλλά δεν μπορεί να αναστείλει τη συνεχή πορεία προς την παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο. Το ΔΝΤ αναφέρει ότι μια πλήρης ανταπόδοση με τελωνειακές φορολογικές ρυθμίσεις καταλήγει σε ουδέτερο αποτέλεσμα, στο πλαίσιο ενός εμπορικού πολέμου, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη. Όμως, αντίποινα που αφορούν αποκλειστικά δασμούς στις εισαγωγές μπορούν να έχουν δυσμενείς επιδράσεις στο παγκόσμιο εμπόριο και να οδηγήσουν σε πτώση του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Σχεδόν οι μισές εξαγωγές της Κίνας προς τις ΗΠΑ υπόκεινται σήμερα σε δασμούς. Αλλά, στην ουσία, οι δασμοί του Τραμπ συνιστούν, πρωταρχικά, ένα φόρο για τους Αμερικανούς καταναλωτές. Θα πλήξουν, επίσης, τις αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, ή που χρησιμοποιούν κινεζικά εξαρτήματα, θα βοηθήσουν τους ανταγωνιστές τους σε άλλες χώρες, θα αυξήσουν την αβεβαιότητα των επιχειρήσεων και θα υπονομεύσουν περαιτέρω το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα που βασίζεται σε κανόνες.
Τουτέστιν, πολύ κακό για το τίποτα.
Το να στριμώχνει κανείς την Κίνα στη γωνία είναι απίθανο να οδηγήσει το Πεκίνο στην υποχώρηση. Και μη λησμονούμε πως αν η Κίνα αισθανθεί πολύ στριμωγμένη μπορεί, πάντα, να καταφύγει στη λύση της υποτίμησης του γουάν.
Ο στόχος του Τραμπ δεν θα έπρεπε να είναι η συρρίκνωση του εμπορίου με την Κίνα, πολύ δε περισσότερο η κατάρρευση της οικονομίας της. Θα πρέπει να ενθαρρύνει την Κίνα να γίνει καλύτερος οικονομικός εταίρος, μέσω της άρσης των διακρίσεων σε βάρος των ξένων εταιρειών και τήρησης του πνεύματος και των κανόνων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Πρόκειται για εφικτούς στόχους που θα ευοδώνονταν αν και οι ηγέτες της Κίνας καθιστούσαν την οικονομία πιο παραγωγική, μέσω του ανταγωνισμού και της μεταρρύθμισης. Σε επίπεδο αμιγώς οικονομικής πολιτικής, η βούληση και η προθυμία για συνεργασία με την Κίνα είναι πιθανότερο να αποβεί πιο παραγωγική σε διμερές επίπεδο, σε αντίθεση με μια κλιμακούμενη αντιπαράθεση.
Στο τέλος δεν θα πρέπει να λησμονούμε και το άλλο.
Η ιστορία έχει την κακή συνήθεια να επαναλαμβάνεται, ασχέτως του αν μπορεί, τις, να τεκμαίρει εάν το παρελθόν αποτελεί ασφαλή οδηγό για να προβλέψει τα μελλούμενα.
Μόλις πριν από 11 χρόνια, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2007, η τιμή της ποικιλίας Brent, του διεθνούς benchmark κυμαινόταν πάνω από τα 80 δολάρια το βαρέλι, όπως, δηλαδή και σήμερα, καταγράφοντας νέο ιστορικό υψηλό - δέκα μήνες αργότερα, η τιμή του αργού της Βόρειας Θάλασσας είχε εξακοντιστεί στα 146 δολάρια!
Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, ο οικονομικός κύκλος των ΗΠΑ βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη, ενώ οι υπόλοιπες προηγμένες οικονομίες του κόσμου κινούνται στον αστερισμό τη ύφεσης.
Όπως το 2007, έτσι και σήμερα, πληθαίνουν οι ανησυχίες για μια ραγδαία πτώση στη ζήτηση πετρελαίου. Τον Μάρτιο του 2008 ο ΟΠΕΚ έκρινε, μεν, επαρκή την προσφορά επισήμαινε, δε, τους αυξανόμενους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, αποδίδοντας τη συνεχιζόμενη άνοδο των τιμών του πετρελαίου σε «μη θεμελιώδεις παράγοντες» -βλέπε κερδοσκοπία.
Οι τιμές συνέχισαν να αυξάνονται ραγδαία, με κύριο χαρακτηριστικό την έντονη μεταβλητότητα. Τον Ιούλιο του ιδίου έτους, οι τιμές πήραν την κατιούσα, όταν έγινε προφανές το ότι επιδεινώθηκαν οι προοπτικές για την οικονομία. Το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τον Σεπτέμβριο του 2008, έκανε τα υπόλοιπα.
Οι ομοιότητες είναι καταφανείς. Σήμερα, η αμερικανική οικονομία και οι χρηματοοικονομικές αγορές κινούνται στο τελικό στάδιο του κύκλου ανάπτυξης, ενώ στον υπόλοιπο κόσμο, γίνεται αισθητή η οικονομική επιβράδυνση. Η κατανάλωση πετρελαίου παραμένει υψηλή, αλλά υπάρχει διάχυτος ο φόβος πως θα μπορούσε να προκύψει μια απότομη μείωση.
Σαουδική Αραβία και Ρωσία ανθίστανται στις αμερικανικές πιέσεις για αύξηση της παραγωγής τους σε μαύρο χρυσό. Τα ταμεία αντιστάθμισης κινδύνων ποντάρουν τα ρέστα τους στην αγορά των «ταύρων», πλην όμως, αυτό δεν συνάδει με τα θεμελιώδη δεδομένα της αγοράς.
Αν προσθέσουμε στο εκρηκτικό αυτό μίγμα, τον εμπορικό πόλεμο και τις συνέπειες που θα υπάρξουν για την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου, θα αντιληφθούμε πως βλέπουμε το ίδιο έργο. Η Ουάσιγκτον να είναι ξανά, ο Κυκλώνας που δημιουργεί θυελλώδεις ανέμους αντιπαράθεσης με το καρτέλ του πετρελαίου και τις καταναλώτριες χώρες να ψάχνονται να εύρουν απάγκιο κι απανέμι, εν μέσω συνθηκών σφοδρής εμπορικής διένεξης.
Οι κινήσεις της οικονομίας και του πετρελαίου έχουν κυκλικό χαρακτήρα. Ο …κυκλοθυμικός χαρακτήρας του Ντόναλντ Τραμπ θα επιταχύνει, απλώς, αυτό τον αδυσώπητο για την οικονομία και την κοινωνία, φαινόμενο.