Τον περασμένο Οκτώβριο, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μίλησε σε μια συνάντηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) σχετικά με τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι στιγμής για την εξάλειψη του ισλαμιστικού κινήματος του εξόριστου κληρικού Fethullah Gulen, τον οποίο κατηγορεί για την οργάνωση της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016.

Τον περασμένο Οκτώβριο, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μίλησε σε μια συνάντηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) σχετικά με τα βήματα που έχουν γίνει μέχρι στιγμής για την εξάλειψη του ισλαμιστικού κινήματος του εξόριστου κληρικού Fethullah Gulen, τον οποίο κατηγορεί για την οργάνωση της απόπειρας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016. Αφού περιγράφει μερικά από τα εσωτερικά μέτρα που έχει επιδιώξει για να εξαλείψει την οργάνωση, που είναι επισήμως γνωστή ως Fethullahist Terror Organization (FETO), ο Ερντογάν σημείωσε την επιθυμία του να γκρεμίσει επίσης τα δίκτυά της στο εξωτερικό.

«Ούτε στην Ανατολή ούτε στην Δύση, ούτε ένα μέλος αυτής της οργάνωσης δεν είναι άνετο όπως πριν, ούτε και θα είναι», είπε. «Αν όχι σήμερα, τότε αύριο, μια μέρα κάθε μέλος του μετώπου των προδοτών της FETO θα πληρώσει για την προδοσία του ενάντια στην χώρα και το έθνος».

Αυτά δεν ήταν λόγια. Από την εποχή πριν από την απόπειρα πραξικοπήματος, αλλά με ξέφρενη ένταση έκτοτε, το τουρκικό κράτος κυνηγά τους αντιπάλους του στο εξωτερικό, ιδιαίτερα εκείνους που ανήκουν στο κίνημα Gulen. Σε τουλάχιστον 46 χώρες σε τέσσερις ηπείρους, η Τουρκία ακολούθησε μια επιθετική πολιτική για να φιμώσει αυτούς που εκλαμβάνει ως εχθρούς της και φέρεται να χρησιμοποίησε την Ιντερπόλ ως πολιτικό εργαλείο για να στοχεύσει τους αντιπάλους της. Η Άγκυρα έχει ανακαλέσει χιλιάδες διαβατήρια και έχει επιτύχει την σύλληψη, την απέλαση ή την παράδοση εκατοντάδων Τούρκων πολιτών από τουλάχιστον 16 χώρες, συμπεριλαμβανομένων πολλών που ήταν υπό την προστασία των Ηνωμένων Εθνών ως αιτούντες άσυλο. Έχει πιέσει με επιτυχία τουλάχιστον 20 χώρες να κλείσουν ή να μεταβιβάσουν σε νέους ιδιοκτήτες δεκάδες, ίσως εκατοντάδες, σχολές του κινήματος Gulen.

Η Τουρκία δεν είναι η μοναδική στην καταδίωξη των αντιπάλων της στο εξωτερικό, ούτε είναι η πρώτη φορά που το έχει κάνει. Αλλά αυτή η «παγκόσμια κάθαρση», η οποία μετά το πραξικόπημα αντικατοπτρίζει την προσπάθεια για την απαλλαγή των εγχώριων θεσμών της Τουρκίας από οποιονδήποτε συνδέεται με τον Gulen, είναι αξιοσημείωτη λόγω της ταχύτητας, της κλίμακας και της επιθετικότητάς της. Επιδεικνύει πόσο φυσιολογική έχει γίνει αυτό που η πολιτική επιστήμων Dana M. Moss αποκαλεί ως «διεθνική καταπίεση», και πώς η εκτεταμένη εφαρμογή της έχει καταργήσει την ελπίδα ότι η παγκοσμιοποίηση μιας φιλελεύθερης τάξης θα οδηγούσε στην δημοκρατική εδραίωση.

 

Η ραχοκοκαλιά της ήπιας ισχύος της Τουρκίας

Η παγκόσμια κάθαρση της Τουρκίας δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να μελετηθεί το κίνημα Gulen, το οποίο αποτελεί μέρος της διασποράς της Τουρκίας και, μέχρι πρόσφατα, μέρος της ήπιας ισχύος του κράτους. Το κίνημα αναπτύχθηκε στην Τουρκία γύρω από τον χαρισματικό ηγέτη του, τον Fetullah Gulen, κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1970, και επέζησε του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1980 με το να ευθυγραμμίσει τον εαυτό του με διαδοχικές χούντες και κοσμικές κυβερνήσεις. Η εγχώρια προώθηση του εκσυγχρονιστικού, εθνικιστικού Ισλάμ ταιριάζει καλά στο δόγμα της «τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης», η οποία άκμασε μετά το πραξικόπημα του 1980. Χρησιμοποιήθηκε από την χούντα και διαδοχικές τουρκικές κυβερνήσεις για να προωθήσει την ιδέα της ισλαμικής ταυτότητας ως βασικό στοιχείο του τουρκικού εθνικισμού και για να αποκρούσει την εκλαμβανόμενη απειλή μιας αριστερής επανάστασης.

Το κίνημα Gulen ευθυγραμμίστηκε με το κράτος στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και κατά την περίοδο της οικονομικής φιλελευθεροποίησης της Τουρκίας, αμφότερες των οποίων έδωσαν στην χώρα μια νέα ευκαιρία να προβάλλει ήπια ισχύ στο εξωτερικό. Πρώτα στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ασία, που ήταν περιοχές οι οποίες άνοιξαν πρόσφατα στην εξωτερική επιρροή και όπου η Τουρκία κατείχε ιστορικά πλεονεκτήματα, το κράτος συνέχισε και διευκόλυνε την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, ενώ ταυτόχρονα οικοδόμησε πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς δεσμούς ως μέσο επέκτασης της τουρκικής επιρροής και πρόσβασης σε νέες καταναλωτικές αγορές. Ωστόσο, η Τουρκία δεν διέθετε τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για να ακολουθήσει μια πραγματικά παγκόσμια εξωτερική πολιτική και έτσι τα σχολεία του Gulen χρησίμευαν ως προπομποί.

Τα σχολεία του κινήματος στο εξωτερικό αποτέλεσαν επίσης την ραχοκοκαλιά του διεθνούς δικτύου του. Εστιάζοντας στην καλλιέργεια των ελίτ για να σχηματίσουν μια «χρυσή γενιά», τα σχολεία προσαρμόστηκαν στις τοπικές συνθήκες ανάλογα με τις ανάγκες, παρέχοντας υψηλής ποιότητας μόρφωση στα μαθηματικά και τις επιστήμες και σε τοπικές ή διεθνείς γλώσσες, με μόνο ένα επίχρισμα σχετικά ανώδυνου τουρκικού εθνικισμού, και με ελάχιστη ή καθόλου θρησκευτική επικάλυψη. Για το τουρκικό κράτος, τα οφέλη ήταν ξεκάθαρα. Τα σχολεία Gulen απεικόνιζαν την Τουρκία ως μια μυστικιστική, αλλά προσαρμόσιμη και ανοιχτόμυαλη χώρα και έγιναν τόπος για την οικοδόμηση στενών σχέσεων με τις ελίτ και τα παιδιά τους, σε δεκάδες χώρες.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο ρόλος αυτών των σχολείων επεκτάθηκε δραματικά υπό διαδοχικές κυβερνήσεις του ΑΚΡ. Το 1999, ο Gulen έφυγε από την Τουρκία για τις Ηνωμένες Πολιτείες, φοβούμενος ότι θα συλλαμβανόταν από την στρατιωτική καταστολή εκείνων που συνδέοντο με την προηγούμενη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Ισλαμιστικού Κόμματος Ευημερίας. Έμεινε εξόριστος ακόμη και όταν το ΑΚΡ κέρδισε την πλειοψηφία στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2002, και ακόμη περισσότερο καθώς η συμμαχία μεταξύ του κινήματος και του κυβερνώντος κόμματος έγινε στενότερη. Το ΑΚΡ ήταν σε εκείνη την φάση ένα μεγάλο κόμμα, το οποίο κάλυπτε διάφορες πτυχές του ισλαμισμού και των συντηρητικών επιχειρηματιών, καθώς και των φιλελεύθερων και των μειονοτήτων που υπέστησαν εθνικιστικές στρατιωτικές παρεμβάσεις. Το κίνημα αποτελούσε μόνο ένα μικρό μέρος της βάσης του κόμματος, αλλά διαδραμάτισε βασικούς ρόλους στην παροχή καλά μορφωμένων στελεχών για την δημόσια διοίκηση και τον στρατό, και στην προώθηση της κυβέρνησης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μέσω των κλάδων του των μέσων ενημέρωσης και της κοινωνίας των πολιτών.

Η συμμαχία όντως παρήγαγε μια «χρυσή γενιά» για το διεθνές προφίλ της Τουρκίας, τουλάχιστον. Με το κίνημα ως πληρεξούσιό του, το ΑΚΡ υιοθέτησε ένα όραμα «ήπιας ισχύος» για την Τουρκία, το οποίο χαρακτήριζε την χώρα ως μοντέρνα, καπιταλιστική και ισλαμική –ένα «μοντέλο» για τη Μέση Ανατολή, σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δυτική Ευρώπη αναζητούσαν απεγνωσμένα καλά νέα από την περιοχή. Διεύρυνε τις διπλωματικές της προσπάθειες με νέες πρωτοβουλίες στην υποσαχάρια Αφρική και τη Νότια Ασία. Τα μέσα ενημέρωσης του κινήματος, ειδικά η αγγλόφωνη ημερήσια ναυαρχίδα [εφημερίδα] Today's Zaman, αποτέλεσαν το μεγαλύτερο μέρος της αναμόρφωσης της εικόνας της Τουρκίας κατά την περίοδο εκείνη. Και όπου πήγαινε το τουρκικό κράτος, ανεγείρονταν σχολεία Gulen.

 

Ένας βίαιος χωρισμός

Στα τέλη του 2013, ωστόσο, το κίνημα και το AKP είχαν μια φιλονικία πάνω στις ολοένα και πιο αποκλίνουσες θέσεις σχετικά με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK), το Ισραήλ και την διαφθορά στην κυβέρνηση. Οι εντάσεις κορυφώθηκαν μεταξύ 17 Δεκεμβρίου και 25 Δεκεμβρίου 2013, όταν η αστυνομία συνέλαβε 52 άτομα, συμπεριλαμβανομένων των υιών τριών υπουργών, του επικεφαλής της κρατικής HalkBank και του εμπόρου χρυσού Ρεζά Ζαράμπ, με κατηγορίες ότι ενεπλάκησαν σε μεγάλη διαφθορά. Η κυβέρνηση καταδίκασε τις συλλήψεις, υποστηρίζοντας ότι ήταν μια προσπάθεια παράνομου σφετερισμού της εξουσίας, και συνέθλιψε το σκάνδαλο τους επόμενους μήνες μέσω μιας σειράς εκκαθαρίσεων στην αστυνομία και την δικαστική εξουσία. Στο επίσημο αφήγημα της τουρκικής κυβέρνησης, οι συλλήψεις της περιόδου 17 ως 25 Δεκεμβρίου ήταν μέρος μιας σειράς «ήπιων» προσπαθειών για την ανατροπή της κυβέρνησης σχεδιασμένων από τους εχθρούς της, που κορυφώθηκαν με την σκληρή απόπειρα πραξικοπήματος στις 15 Ιουλίου 2016.

Από την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος και μετά, η Τουρκία ασκεί διπλωματική πίεση σε διάφορες κυβερνήσεις για την σύλληψη ή την απέλαση εκατοντάδων ατόμων από όλο τον κόσμο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, 15 χώρες έχουν συλλάβει ή απελάσει διάφορους εκπροσώπους του κινήματος, που κυμαίνονται από υποτιθέμενους χρηματοδότες μέχρι δασκάλους. Στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται η Αγκόλα, το Αζερμπαϊτζάν, το Μπαχρέιν, η Βουλγαρία, η Γεωργία, η Ινδονησία, το Καζακστάν, η Μαλαισία, το Μαρόκο, η Μυανμάρ, το Πακιστάν, το Κατάρ, η Σαουδική Αραβία, το Σουδάν και το Τουρκμενιστάν. Η ποικιλομορφία τους, δίνει μια αίσθηση του πώς διασκορπίστηκε το κίνημα Gulen και πόσο επιθετικά συμπεριφέρθηκε η τουρκική κυβέρνηση. Σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις -στο Καζακστάν, τη Μυανμάρ και το Σουδάν- φαίνεται ότι έχουν παραδοθεί στην Τουρκία χωρίς δικαστικές διαδικασίες, ίσως μέσω μιας επιχείρησης ειδικής μονάδας του Εθνικού Οργανισμού Πληροφοριών, που το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων της Τουρκίας είπε ότι θεσμοθετήθηκε για να εντοπίσει «υψηλής αξίας» Γκιουλενιστές.

Υπήρξαν επίσης πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες εκείνοι που απελάθηκαν προφανώς αναζητούσαν άσυλο και κατά συνέπεια ήταν υπό καθεστώς προστασίας την ώρα που στέλνονταν στην Τουρκία: Σύμφωνα με αναφορές μέσων ενημέρωσης, αυτή ήταν η περίπτωση στο Αζερμπαϊτζάν, το Μπαχρέιν, τη Βουλγαρία, τη Μαλαισία και το Πακιστάν. Ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, Μπόικο Μπορίσοφ, παραδέχτηκε ότι η απέλαση ενός μηχανικού λογισμικού που ζήτησε άσυλο πριν από την απόπειρα πραξικοπήματος τον Αύγουστο του 2016, ήταν «στα όρια του νόμου». Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Αγκόλα, το Πακιστάν και το Κατάρ, έγιναν μαζικές απελάσεις μετά το κλείσιμο σχολείων Gulen.

Η παγκόσμια κάθαρση έχει επίσης αγγίξει την Interpol. Τον Δεκέμβριο, το [πρακτορείο ειδήσεων] Associated Press ανέφερε ότι εκπρόσωποι της Ιντερπόλ εξέτασαν έως και 40.000 αιτήσεις έκδοσης, μερικές ίσως και από την Τουρκία, για πιθανή πολιτική κατάχρηση. Η έκθεση ήρθε ύστερα από σειρά σημαντικών υποθέσεων που αφορούσαν Τούρκους στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένου του Dogan Akhanli, ενός αριστερού συγγραφέα με διπλή, γερμανική και τουρκική, υπηκοότητα, ο οποίος συνελήφθη και αναγκάστηκε να παραμείνει στην Ισπανία για δύο μήνες, ενώ οι ισπανικές Αρχές μελετούσαν ένα τουρκικό αίτημα έκδοσης.

Τα σχολεία του κινήματος βρίσκονται υπό έντονη πίεση στην παγκόσμια κάθαρση. Μετά το διαζύγιο από το γκιουλενιστικό κίνημα το 2013, η κυβέρνηση πιέζει άλλες χώρες να κλείσουν τα σχολεία. Η Γκάμπια έκλεισε τα σχολεία Gulen τον Απρίλιο του 2014. Ακολούθησε σύντομα ο σύμμαχος της Τουρκίας, Αζερμπαϊτζάν, και το Τατζικιστάν έκλεισε τις σχολές Gulen το 2015. Αλλά σε άλλα μέρη του κόσμου τα σχολεία αυτά παρέμειναν ανοιχτά μέχρι την προσπάθεια πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016, μετά το οποίο η Τουρκία αύξησε την πίεση. Τα αποτελέσματα ήταν γρήγορα. Τα σχολεία έκλεισαν σχεδόν αμέσως στην Ιορδανία, την Λιβύη και την Σομαλία. Η Αγκόλα, η Αιθιοπία, η Μαδαγασκάρη, το Μαρόκο και η Τανζανία ακολούθησαν το παράδειγμα στις αρχές του 2017. Πριν από το τέλος του έτους, το Αφγανιστάν, το Τσαντ, η Γεωργία, το Μάλι, η Νιγηρία, η Ρουάντα, το Σουδάν και η Τυνησία είχαν κλείσει ή μεταβιβάσει τα σχολεία. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Mevlut Cavusoglu, δήλωσε τον Οκτώβριο του 2017 ότι η κυβέρνηση είχε αναγκάσει το κλείσιμο των σχολείων σε 15 χώρες, αλλά δημοσιογραφικές αναφορές δείχνουν ότι υποτιμά τα αποτελέσματα.

 

Ένα «μέτωπο προδοτών»

Οι συλλήψεις και οι απελάσεις έχουν εξαπλώσει τον φόβο σε όλη την διασπορά της Τουρκίας, η οποία κατανοεί το τι είναι ικανή να κάνει η υπηρεσία πληροφοριών της Άγκυρας μόλις μια ομάδα χαρακτηριστεί ως εχθρική. Στο πιο δραματικό παράδειγμα πριν από την απόπειρα πραξικοπήματος, η δολοφονία τριών ακτιβιστών που συνδέονται με το ΡΚΚ το 2013 στο Παρίσι, αποδόθηκε ευρέως στον Εθνικό Οργανισμό Πληροφοριών (MIT). (Η μυστική υπηρεσία αρνήθηκε την ευθύνη). Γερμανοί αξιωματούχοι συζήτησαν το θέμα της ΜΙΤ που απειλεί την τουρκική διασπορά στην χώρα τους και οι αξιωματούχοι της Ολλανδίας έχουν εκφράσει ανησυχίες σχετικά με το ότι το σώμα των θρησκευτικών υποθέσεων της Τουρκίας, η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, παρακολουθεί Τούρκους στο εξωτερικό. Φιλοκυβερνητικοί σχολιαστές, όπως ο Cem Kucuk, μίλησαν ανέμελα για το πώς η ΜΙΤ θα πρέπει να σκοτώσει μέλη του κινήματος Gulen στο εξωτερικό.

Ο φόβος εκτείνεται πέρα από το κίνημα Gulen. Η αναφορά του Ερντογάν σε «μέτωπο προδοτών» στην ομιλία του στο ΑΚΡ τον Οκτώβριο δεν είναι μόνο ρητορική. Στην επίσημη εκδοχή της τουρκικής κυβέρνησης για τα γεγονότα, το κίνημα Gulen ήρθε σε συμμαχία με το ΡΚΚ, το οποίο η Άγκυρα θεωρεί ως τρομοκρατική ομάδα, μαζί και την συριακή θυγατρική της, τις PYD. Μαζί με άλλες αριστερές ομάδες, αυτή η συμμαχία υποτίθεται ότι σχεδίαζε μια σειρά προσπαθειών πραξικοπήματος ενάντια στο κράτος, που ξεκίνησαν με τις διαμαρτυρίες του Gezi Park στα μέσα του 2013. Η τελευταία ήταν υπό την ηγεσία Τούρκων φιλελευθέρων και, ως εκ τούτου, η τουρκική κάθαρση στόχευε επίσης τις αριστερές και φιλοκουρδικές φωνές. Στην πραγματικότητα, το 31% όλων όσων συνελήφθησαν σε κυβερνητικές επιχειρήσεις υπό την κατάσταση έκτακτης ανάγκης η οποία τέθηκε σε ισχύ από τον Οκτώβριο του 2016, συνδέονταν με κουρδικές ή αριστερές ομάδες, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που συνέταξε η τουρκική ομάδα παρακολούθησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, iHop. Σχεδόν 400 ακαδημαϊκοί οι οποίοι υπέγραψαν μια αναφορά πριν από την απόπειρα πραξικοπήματος, με την οποία έκαναν έκκληση για ειρήνευση μεταξύ του κράτους και του ΡΚΚ τον Ιανουάριο του 2016, έχουν επίσης απολυθεί και ορισμένοι έχουν εγκαταλείψει την Τουρκία ή παρέμειναν στο εξωτερικό. Άλλοι που έχουν καταδικαστεί ή κατηγορηθεί ενώ βρίσκονταν στο εξωτερικό, τώρα φοβούνται να ταξιδεύουν εξαιτίας της απειλής σύλληψης λόγω των σημάτων της Ιντερπόλ.

 

Μια παγκόσμια απειλή

Αυτό που είναι τόσο ανησυχητικό για την τουρκική παγκόσμια κάθαρση είναι ότι η διακρατική καταστολή όλο και περισσότερο υφαίνεται στον ιστό της διεθνούς τάξης. Τα κινήματα της κοινωνίας των πολιτών και οι μη κρατικοί φορείς δεν ήταν οι μόνοι που κέρδισαν από την παγκοσμιοποίηση των οικονομικών, των ταξιδιών και των στιγμιαίων επικοινωνιών. Το ίδιο έκαναν και τα έθνη-κράτη. Η παγκοσμιοποιημένη εποχή μας παρέχει στα έθνη-κράτη νέες και φθηνότερες ευκαιρίες να καταδιώκουν εξορισμένους, αντιφρονούντες και συνηθισμένους πολίτες όπου και να βρίσκονται, μέσω της παρακολούθησης και της επιτήρησης, των διεθνών μηχανισμών επιβολής του νόμου όπως η Interpol, και μέσω της συνεργασίας μεταξύ υπηρεσιών ασφαλείας. Οι ικανότητες της Τουρκίας σε αυτό το κομμάτι μπορεί να μην ταιριάζουν με εκείνες της Κίνας, της Ρωσίας ή των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά όπως δείχνει η παγκόσμια κάθαρση, μπορούν να έχουν αποτελέσματα όταν εφαρμοστούν συνολικά.

Η παγκόσμια κάθαρση έχει σημασία για την κατανόηση του πού κατευθύνεται η Τουρκία στην εξωτερική πολιτική και στην εσωτερική πορεία της. Η πολυ-επαινεμένη ήπια ισχύς της Τουρκίας κατά την περίοδο 2002-2013 εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι το κίνημα Gulen χρησίμευσε ως κυβερνητικός πληρεξούσιος στον εκπαιδευτικό και πολιτιστικό τομέα, και στον τομέα των μέσων ενημέρωσης. Υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ της πιο κρατικά προσανατολισμένης προσέγγισης μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, και αυτού που οι επιστήμονες Christopher Walker και Jessica Ludwig χαρακτήρισαν ως «οξεία ισχύς» (sharp power). Αλλά η επίτευξη πραγματικής «οξείας ισχύος» -και όχι απλώς καταστολής- θα απαιτήσει ένα πιο εξελιγμένο και λιγότερο εσωστρεφές πλαίσιο από αυτό που χρησιμοποιεί σήμερα η Τουρκία.

Με όρους εσωτερικής τουρκικής πολιτικής, ο αντίκτυπος της παγκόσμιας κάθαρσης στην πολιτική οργάνωση των τουρκικών κοινοτήτων των εξόριστων ίσως να καθορίσει την σταθερότητα του προσωποποιημένου αυταρχικού συστήματος που δημιουργεί ο Ερντογάν, σε αυτό που ο ίδιος και το ΑΚΡ αποκαλούν «νέα Τουρκία». Δεδομένου του μεγέθους της τουρκικής διασποράς και της κακοποιημένης κατάστασης των δημοκρατικών θεσμών στο εσωτερικό της χώρας, η ικανότητα της Τουρκίας να περιορίζει την άσκηση λόγου και των οργανωτικών δικαιωμάτων του πληθυσμού εκτός των συνόρων της θα μπορούσε να καθορίσει το εάν θα προκύψουν βιώσιμες δημοκρατικές εναλλακτικές έναντι της αυταρχικής διακυβέρνησης.

Τέλος, η παγκόσμια κάθαρση διαβρώνει περαιτέρω τις ελπίδες ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η επέκταση της φιλελεύθερης τάξης θα οδηγήσει σε δημοκρατική εδραίωση. Αντί να περιορίζονται τα αυταρχικά κράτη με ένα δίκτυο υποχρεώσεων και δεσμεύσεων που τελικά θα τα «κοινωνικοποιήσει» σε μια βασισμένη σε κανόνες δημοκρατία, τα αυταρχικά κράτη χρησιμοποιούν το διεθνές σύστημα για να επιτύχουν μια δική τους κοινωνικοποίηση, μετατρέποντας την διεθνή τάξη σε ένα σύστημα εθνών-κρατών που δεσμεύονται αμοιβαία να αστυνομεύουν τους πολίτες των άλλων στο εξωτερικό, επιβάλλοντας παράλληλα εγχώριους περιορισμούς στα δικαιώματα και τις ελευθερίες πέραν των συνόρων τους. Η παγκόσμια κάθαρση αποτελεί απειλή όχι μόνο για την τουρκική διασπορά αλλά για το κράτος δικαίου παντού.

 

(Πηγή: foreignaffairs.gr)