Σε δύο πολύ τολμηρές κινήσεις προχώρησε η ρωσική Rosneft το τελευταίο διάστημα. Πρώτον, εξαγόρασε δύο offshoreπεδία φυσικού αερίου στη Βενεζουέλα και, δεύτερον, επαναβεβαίωσε τη δέσμευσή της για την ολοκλήρωση ενεργειακών επενδύσεων ύψους 400 εκατ. δολ. στο ιρακινό Κουρδιστάν
Σε δύο πολύ τολμηρές κινήσεις προχώρησε η ρωσική Rosneft το τελευταίο διάστημα. Πρώτον, εξαγόρασε δύο offshoreπεδία φυσικού αερίου στη Βενεζουέλα και, δεύτερον, επαναβεβαίωσε τη δέσμευσή της για την ολοκλήρωση ενεργειακών επενδύσεων ύψους 400 εκατ. δολ. στο ιρακινό Κουρδιστάν. Κι αυτό μολονότι αφ’ ενός η λατινοαμερικανική χώρα αντιμετωπίζει βαθιά προβλήματα οικονομικής αστάθειας και διεθνούς απομόνωσης, και αφ’ ετέρου το αυτόνομο κουρδικό κρατίδιο στο Βόρειο Ιράκ βρίσκεται ακόμη υπό το σοκ των κραδασμών που υπέστη η εσωτερική του συνοχή αλλά και οι σχέσεις με την κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης, μετά το αμφιλεγόμενο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία.

Ωστόσο, αυτές οι κινήσεις δεν θεωρούνται ασυνήθιστες για τον τρόπο δράσης του «ισχυρού ανδρός» της ρωσικής κρατικής εταιρείας πετρελαίου. Ο πρόεδρος της Rosneft, Ιγκόρ Σέτσιν, έχει πιστωθεί στο παρελθόν προσωπικά την επιτυχή συμφωνία συνεργασίας με την βρετανική ΒΡ, πετυχαίνοντας το στοίχημα για απόκτηση τεχνογνωσίας και αύξηση της παραγωγής μέσα από την κοινοπραξία αυτή.

Από την άλλη, η στρατηγική του Σέτσιν έχει και πολιτικό ενδιαφέρον, καθώς ο ίδιος έχει διατελέσει (2008-2012) αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης ενώ ακόμη και σήμερα θεωρείται ότι αποτελεί το δεξί χέρι του Προέδρου Πούτιν.

Αν και έχει υπό την εποπτεία του τον κλάδο του πετρελαίου στη Ρωσία, οι σπουδές του Ιγκόρ Σέτσιν δε σχετίζονται άμεσα με την μετέπειτα πορεία του. Σπούδασε γλωσσολογία με ειδικότητα στα Πορτογαλικά και τα Γαλλικά. Στη συνέχεια, οι φήμες τον θέλουν να εργάζεται ως μεταφραστής στη Μοζαμβίκη, όντας στην πραγματικότητα κατάσκοπος των Σοβιετικών. Επίσης, το Stratfor τον θεωρεί ως υπεύθυνο για λαθρεμπόριο όπλων στη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή στη δεκαετία του 1980.

Στα κρίσιμα χρόνια μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ο Σέτσιν εργάστηκε στο γραφείο του δημάρχου της Αγίας Πετρούπολης, όπου και ανέπτυξε μια στενή διαχρονική σχέση με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Αργότερα, όταν ο Πούτιν ανέλαβε την προεδρία, ο Σέτσιν διορίστηκε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης με ευρείες εξουσίες και επιρροή.

Από το 2004 και μετά, ο Σέτσιν ανέλαβε τη θέση του προέδρου της κρατικής πετρελαϊκής Rosneft, ενώ το Stratfor τον θεωρεί ως άνθρωπο της FSB για τα ενεργειακά θέματα.

Είναι επίσης πρόεδρος Δ.Σ. στην United Shipbuilding Corporation, ενώ συνέβαλε αποφασιστικά στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την αγορά τεσσάρων πολεμικών πλοίων τύπου Μιστράλ από τη Γαλλία.

Από την άλλη, εξαιτίας του σημαντικού ρόλου του στην πολιτική και τις στρατηγικές της ρωσικής κυβέρνησης, οι ΗΠΑ συμπεριέλαβαν, το Μάρτιο του 2014, το όνομα του Σέτσιν στη λίστα των ρωσικών αξιωματούχων που εμπίπτουν στις κυρώσεις που αφορούν την Ουκρανία. Στις κυρώσεις περιλαμβάνονται η απαγόρευση εισόδου και το «πάγωμα» των περιουσιακών στοιχείων του Προέδρου της Rosneft στις ΗΠΑ, αλλά και η απαγόρευση συναλλαγών ανάμεσα στον ίδιο ή τις εταιρείες του με αμερικανικά φυσικά και νομικά πρόσωπα.

Ενδεικτικό της δυτικής καχυποψίας απέναντι στον Σέτσιν είναι ότι τόσο το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο CNBC το 2014 ;όσο και η βρετανική εφημερίδα Guardian το 2017, χαρακτήρισαν τον Ιγκόρ Σέτσιν ως «τον δεύτερο ισχυρότερο άνθρωπο στη Ρωσία» μετά τον Πούτιν.