Η Διακοψιμότητα και ο Ορθολογικός Σχεδιασμός για το Ενεργειακό Κόστος της Βιομηχανίας στο Επίκεντρο της Ενεργειακής Πολιτικής

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική βιομηχανία είναι το δυσβάστακτο ενεργειακό κόστος που «ψαλιδίζει» την ανταγωνιστικότητα της έναντι των ευρωπαίων και άλλων ανταγωνιστών της. Η διακοψιμότητα ξεκίνησε, έστω με μεγάλη καθυστέρηση, να εφαρμόζεται αυτή την εβδομάδα, με τις δύο δημοπρασίες Υπηρεσίας Διακοπτόμενου Φορτίου (ΥΔΦ) που διενέργησε τη Δευτέρα με επιτυχία ο ΑΔΜΗΕ. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα μέτρο με σαφή όρια, αδυναμίες και περιορισμούς, ενώ δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η απρόσκοπτη εφαρμογή του έως τον Οκτώβριο του 2017, όπου λήγει η σχετική προθεσμία που έχει εγκρίνει η Κομισιόν
energia.gr
Τετ, 2 Μαρτίου 2016 - 07:58
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική βιομηχανία είναι το δυσβάστακτο ενεργειακό κόστος που «ψαλιδίζει» την ανταγωνιστικότητα της έναντι των ευρωπαίων και άλλων ανταγωνιστών της. Η διακοψιμότητα ξεκίνησε, έστω με μεγάλη καθυστέρηση, να εφαρμόζεται αυτή την εβδομάδα, με τις δύο δημοπρασίες Υπηρεσίας Διακοπτόμενου Φορτίου (ΥΔΦ) που διενέργησε τη Δευτέρα με επιτυχία ο ΑΔΜΗΕ. Πρόκειται, ωστόσο, για ένα μέτρο με σαφή όρια, αδυναμίες και περιορισμούς, ενώ δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η απρόσκοπτη εφαρμογή του έως τον Οκτώβριο του 2017, όπου λήγει η σχετική προθεσμία που έχει εγκρίνει η Κομισιόν.

Το προσφερόμενο φορτίο και στις δύο δημοπρασίες ξεπέρασε κατά πολύ το ανώτατο όριο των 500 MW, εγείροντας φόβους ότι θα υπάρξει σκληρός ανταγωνισμός και προσφορές που θα συμπίεζαν σε πολύ χαμηλά επίπεδα τις τιμές και συνεπώς το όφελος (έσοδο) για τις βιομηχανίες. Αυτό και έγινε, κυρίως στη μία δημοπρασία όπου η τιμή διαμορφώθηκε σε 10.000 ευρώ/MWh-έτος και οι «παίκτες» που επωφελήθηκαν ήταν πολύ λίγοι.

Μία από τις ανησυχίες που υπήρχαν πριν τη διενέργεια των δημοπρασιών ήταν και το ενδεχόμενο η ΔΕΗ (που συμμετείχε με πέντε ορυχεία) να υποβάλει προσφορές σε χαμηλές τιμές, Αυτό τελικά δεν έγινε, δηλαδή επί της ουσίας η ΔΕΗ δεν συμμετείχε στη διαδικασία, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο πολύτιμο χώρο στους άλλους συμμετέχοντες.

Το άλλο πρόβλημα, όμως που παρατηρήθηκε είναι το γεγονός ότι μικροί «παίκτες» με ουσιαστικά κλειστέςεγκαταστάσεις συμμετείχαν στις δημοπρασίες, αποσπώντας αφενός MW από ενεργές βιομηχανίες και αφετέρου κρατώντας σε χαμηλά επίπεδα τις τιμές. Σημειώνεται ότι η αμοιβή των συμμετεχόντων εξαρτάται και από το ύψος της κατανάλωσης τους. Άρα, εγκαταστάσεις που υπολειτουργούν και τύποις παραμένουν ανοικτές, δεν θα αμειφθούν ή θα λάβουν ανάξια λόγου ποσά.

Το συνολικό πραγματικό έσοδο που θα αντλήσουν οι βιομηχανίες απ' αυτές τις δημοπρασίες υπολογίζεται, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, σε 1,3 εκατ. ευρώ. Θεωρητικά, το συνολικό όφελος σε ετήσια βάση θα μπορούσε να ανέλθει ως τα 50 εκατ. ευρώ, ωστόσο κατά πάσα πιθανότητα θα διαμορφωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα.

Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, αυτά τα δεδομένα αποκαλύπτουν και το «πολιτικό σχέδιο» που υπάρχει πίσω από την εφαρμογή της διακοψιμότητας. Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση ικανοποιεί εν μέρει την ενεργοβόρο βιομηχανία, απαλύνοντας ως ένα βαθμό τις επιπτώσεις από το υψηλό κόστος. Από την άλλη πλευρά, περιορίζει το βάρος για όσους θα κληθούν να πληρώσουν το μεγαλύτερο βάρος της χρηματοδότησης του μέτρου, δηλαδή τους παραγωγούς ΑΠΕ.

Το τελευταίο δεν έχει μόνο ουσιαστική αλλά και συμβολική σημασία: Σε μία περίοδο που το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας προωθεί το νέο σχήμα υποστήριξης των ΑΠΕ και δηλώνει ότι θέλει να προσελκύσει νέες επενδύσεις, είναι αυτονόητο ότι εισφορές επί του τζίρου, στη συγκεκριμένη περίπτωση για τη στήριξη της βιομηχανίας, το μόνο που κάνουν είναι να αποθαρρύνουν τους -όποιους- ενδιαφερόμενους επενδυτές.

Αστάθμητος παράγοντας είναι και οι δικαστικές προσφυγές κατά της ακύρωσης της Υπουργικής Απόφασης για τη διακοψιμότητα.

Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει για μία ακόμα φορά η αναγκαιότητα χάραξης μίας μακροπρόθεσμης, ευέλικτης και ορθολογικής ενεργειακής πολιτικής που θα θέτει στο επίκεντρο και τη μείωση του κόστους της βιομηχανίας. Με άλλα λόγια, στόχος είναι η δημιουργία μίας ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, πριν να είναι πολύ αργά. Αν δεν είναι ήδη πολύ αργά...