Όλο και περισσότερες περιοχές στον αναπτυσσόμενο κόσμο «μεταμορφώνονται» από πράσινα έργα, τα οποία ποικίλλουν από την κατασκευή αιολικών πάρκων μέχρι την αναδάσωση. Οι επενδύσεις αυτές αποτελούν ζωτικό μέρος των παγκόσμιων προσπαθειών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Πέραν αυτού, όμως, ορισμένοι ερευνητές εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με την «πράσινη αρπαγή», δηλαδή την απόκτηση γης σε μεγάλη κλίμακα για φιλικούς προς το περιβάλλον σκοπούς, αλλά με αρνητικές επιπτώσεις στις τοπικές κοινότητες

Παρ' όλο που τέτοιου είδους έρευνες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως γενικά επιχειρήματα κατά των έργων ΑΠΕ ή δασοκομίας, εντούτοις αυτές υπογραμμίζουν τους κινδύνους και τις προκλήσεις που οι κατασκευαστές, καθώς και οι πελάτες και οι επενδυτές τους, πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη.

Ειδικότερα, την περασμένη εβδομάδα δημοσιεύθηκαν δύο επιστημονικά άρθρα σχετικά με αυτό το θέμα, το πρώτο από τα οποία εξέτασε την «πράσινη αρπαγή» που σχετίζεται με τις επενδύσεις σε ΑΠΕ στη Βραζιλία. Στο άρθρο, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Sustainability, επισημαίνεται ότι η Βραζιλία ελέγχει και αξιοποιεί τα εδάφη εντός ενός φάσματος νομιμότητας. Πολλές κοινότητες δεν έχουν επίσημα νομικά δικαιώματα για τα εδάφη που χρησιμοποιούν εδώ και δεκαετίες, συχνά για να βόσκουν τα ζώα τους. Οι συγγραφείς σημείωσαν περιπτώσεις όπου εξωτερικοί φορείς έχουν αποκτήσει νομικά δικαιώματα στα εδάφη αυτά χωρίς οι τοπικές κοινότητες να έχουν λάβει την κατάλληλη αποζημίωση.

Ο Michael Klingler, από το Πανεπιστήμιο Φυσικών Πόρων και Βιοεπιστημών της Βιέννης, ο οποίος συνυπογράφει την εργασία, ανέφερε ότι η επιτόπια έρευνά του στη Βραζιλία τον είχε οδηγήσει σε αρκετές κοινότητες που είχαν χάσει τα δικαιώματα ή την πρόσβαση σε εδάφη που χρησιμοποιούσαν για πολλές γενιές. «Δεν αμφισβητούμε την αναγκαιότητα της ενεργειακής μετάβασης,» δήλωσε ο Klingler. «Αλλά μέσα σε αυτή την επιτακτική ανάγκη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καταγράφονται αλλαγές πολιτικής εις βάρος των δικαιωμάτων των παραδοσιακών κοινοτήτων να χρησιμοποιούν κοινόχρηστες εκτάσεις.»

Στο άρθρο εκφράζονται ευρύτερες ανησυχίες σχετικά με τον βαθμό στον οποίο ξένες εταιρείες και επενδυτές αποκτούν τον έλεγχο των εδαφών στη Βραζιλία. Σύμφωνα με τη μελέτη, ξένες οντότητες ελέγχουν βραζιλιάνικα αιολικά πάρκα που καλύπτουν 2.148 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είτε άμεσα είτε μέσω τοπικών θυγατρικών.

Όμως, τέτοιες επενδύσεις μπορούν να γίνουν με κοινωνικά υπεύθυνο τρόπο, δήλωσε η Shami Nissan, επικεφαλής του τμήματος βιωσιμότητας της Actis με έδρα το Βρετανία, η οποία είναι μεγάλος επενδυτής στις βραζιλιάνικες ΑΠΕ. Η Actis μισθώνει όλη τη βραζιλιάνικη γη που χρησιμοποιεί για έργα ΑΠΕ, με μερίδιο των εσόδων να πηγαίνει στους ιδιοκτήτες των εδαφών, δήλωσε η Nissan. Μάλιστα, προσθέτει ότι η Actis κάνει εκτεταμένους ελέγχους due diligence γύρω από τέτοιου είδους επενδύσεις, υπερβαίνοντας την εθνική νομοθεσία και χρησιμοποιώντας το πλαίσιο της Παγκόσμιας Τράπεζας για να σεβαστεί τα συμφέροντα «εκείνων που μπορεί να μην είναι ιδιοκτήτες γης, αλλά παρ' όλα αυτά βασίζονται στη γη ή στην πρόσβαση στη γη, έστω και παροδικά».

Οι ανησυχίες για την «πράσινη αρπαγή» υπερβαίνουν τον τομέα των ΑΠΕ. Μία έκθεση που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα από τη Διεθνή Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τα Βιώσιμα Συστήματα Τροφίμων (IPES-Food) προειδοποίησε ότι «οι κυβερνήσεις και οι μεγάλες εταιρείες οικειοποιούνται τεράστιες εκτάσεις εδαφών μέσω προγραμμάτων διατήρησης των οικοσυστημάτων που επιβάλλονται από την κεντρική εξουσία και αποκλείουν τους τοπικούς χρήστες γης και τους μικρούς παραγωγούς τροφίμων.»

Διαπίστωσε ότι αυτό συνδέεται εν μέρει με τα προγράμματα απαλλαγής από το άνθρακα, τα οποία συνήθως αποσκοπούν στη μετατροπή της γης σε δάση βιοποικιλότητας που μπορούν να απορροφήσουν άνθρακα από τον αέρα και να τον αποθηκεύσουν επ' αόριστον.

Όπως έχει αναφερθεί αρκετές φορές, η απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα πρέπει να αποτελέσει σημαντικό μέρος κάθε σοβαρής προσέγγισης της κλιματικής κρίσης: Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα θα πρέπει να απομακρυνθούν από 100 δισεκατομμύρια έως 1 τρις τόνοι CO2. Και ενώ οι προσεγγίσεις που βασίζονται στην τεχνολογία σταδιακά επεκτείνονται (όπως φαίνεται με τη μεγάλη επέκταση στην Ισλανδία που μόλις ανακοινώθηκε από την ελβετική Climeworks), το υψηλό κόστος και οι ενεργειακές απαιτήσεις τους συμβάλλουν στην αύξηση του ενδιαφέροντος για τα συστήματα που βασίζονται στα δάση.

Η μελέτη της IPES-Food εξέφρασε ανησυχίες σχετικά με τον τεράστιο όγκο εδαφών που θα απαιτηθεί για την επίτευξη των κυβερνητικών στόχων απομάκρυνσης του διοξειδίου του άνθρακα, κάτι που, όπως ανέφερε, θα μπορούσε να απειλήσει την παραγωγή τροφίμων και να ενθαρρύνει τις κερδοσκοπικές επενδύσεις σε γεωργικές εκτάσεις, αποσταθεροποιώντας τις γεωργικές κοινότητες. «Μέσω των αντισταθμίσεων άνθρακα, [εταιρείες] ιδιοποιούνται τεράστιες εκτάσεις γης και η εμπορευματοποίηση της γης επιταχύνεται», όπως υποστηρίζεται στη μελέτη.

Οι εταιρείες που βασίζονται στις φυσικές μεθόδους απαλλαγής από τον άνθρακα δηλώνουν ότι προσεγγίζουν τις επιπτώσεις στις τοπικές κοινωνίες με προσοχή. Ο Thiago Picolo, Διευθύνων Σύμβουλος της re.green με έδρα το Ρίο ντε Τζανέιρο, δήλωσε στους Financial Times ότι η επιχείρησή του αγοράζει συνήθως γη που έχει προηγουμένως αποψιλωθεί για να μετατραπεί σε βοσκότοπους βοοειδών, όταν οι ιδιοκτήτες γης θέλουν να εγκαταλείψουν τη βιομηχανία κτηνοτροφίας. Η διαδικασία αναδάσωσης δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας για την τοπική κοινότητα από ό,τι η κτηνοτροφία, πρόσθεσε ο Picolo, και η re.green προβαίνει σε εκτενή έλεγχο για να διασφαλίσει ότι η γη δεν έχει αποκτηθεί με αθέμιτο τρόπο.

Δύο άλλες εταιρείες φυσικής απομάκρυνσης άνθρακα, η Mombak, η οποία επικεντρώνεται σε έργα στη Βραζιλία, και η Ponterra, η οποία αναπτύσσει το πρώτο της έργο με την αναδάσωση βοσκοτόπων βοοειδών στον Παναμά, δήλωσαν επίσης ότι αυτοί οι απαραίτητοι έλεγχοι και η εξασφάλιση θετικών αποτελεσμάτων για τις τοπικές κοινότητες έχουν κεντρική σημασία στο επιχειρηματικό τους μοντέλο.

«Πολλοί κτηνοτρόφοι θέλουν να εγκαταλείψουν την κτηνοτροφία και αυτό αποτελεί έναν πραγματικά ελκυστικό τρόπο για να αλλάξουν,» δήλωσε η Celia Francis, Διευθύνουσα Σύμβουλος της Ponterra, η οποία θα υλοποιήσει μια τριακονταετή σύμβαση με τρεις θεσμικούς αγοραστές με αντικείμενο τις πιστώσεις άνθρακα από το πρώτο της έργο αναδάσωσης. «Αποφασίσαμε να μισθώσουμε τη γη, πράγμα που σημαίνει ότι οι αγρότες συνεχίζουν να είναι διαχειριστές της γης,» πρόσθεσε η Francis.

Ένας λόγος που οι φορείς ανάπτυξης τέτοιων πρότζεκτ λαμβάνουν σοβαρά υπόψη αυτό το ζήτημα, δήλωσε ο Picolo, είναι η πίεση από τους αγοραστές πιστωτικών μονάδων που βασίζονται στην απαλλαγή από άνθρακα, όπως η Microsoft, οι οποίοι έχουν καταστήσει σαφές ότι είναι πρόθυμοι να αγοράζουν μόνο από έργα με ισχυρό κοινωνικό καθώς και περιβαλλοντικό προφίλ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τομέας της απαλλαγής από τον άνθρακα με βάση τις φυσικές μεθόσους βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο. Υπάρχει ένας σχετικά μικρός όγκος πιστώσεων με βάση την απομάκρυνση στην εθελοντική αγορά άνθρακα, όπου τα έργα τείνουν μέχρι στιγμής να επικεντρώνονται στην αποφυγή εκπομπών μέσω της προστασίας των υφιστάμενων οικοσυστημάτων. Οι αγοραστές των ακριβών πιστώσεων που βασίζονται στην απαλλαγή από τον άνθρακα είναι μέχρι σήμερα μια σχετικά μικρή ομάδα εταιρειών, οι οποίες τείνουν να έχουν μια ιδιαίτερα αυστηρή προσέγγιση της έννοιας της βιωσιμότητας.

Καθώς η αγορά αυτή αναπτύσσεται, περισσότερες από αυτές τις καλές ευκαιρίες έργων θα αξιοποιηθούν, και οι κατασκευαστές ίσως αναγκαστούν να εξετάσουν επενδύσεις που χρειάζονται περισσότερο σχεδιασμό για να εξασφαλίσουν θετικά κοινωνικά αποτελέσματα.

Η ίδια λογική ισχύει και για την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, όπου η ανάγκη για μαζική ανάπτυξη— με τη συνακόλουθη χρήση εδαφών— είναι ιδιαίτερα έντονη στις αναπτυσσόμενες χώρες. Καθώς αναπτύσσονται, θα εξετάζεται επίσης κατά πόσο αυτοί οι πράσινοι τομείς αποδεικνύονται επωφελείς τόσο για τους ντόπιους, όσο και για τον πλανήτη.