Μετά από μια περίοδο μηδενικής εξέλιξης, η ανάπτυξη των αιολικών εγκαταστάσεων αρχίζει να απογειώνεται στα μη διασυνδεδεμένα νησιά, αλλά θα πρέπει να επιταχυνθεί περαιτέρω για την επίτευξη του στόχου της κυβέρνησης για το 2030 για αλλαγή του ενεργειακού μείγματος και αύξηση των ΑΠΕ. Η περίπτωση της Γαλλίας έχει μεγάλο ενδιαφέρον

επειδή παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες σε σχέση με την κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα στον ίδιο τομέα.

Στην Γαλλία, η προσπάθεια να αυξηθούν οι ΑΠΕ στα μη διασυνδεδεμένα νησιά ξεκινάει το 2009, όταν ψηφίστηκε ένας νόμος που έθετε ως στόχο οι συγκεκριμένες περιοχές να αποκτήσουν ενεργειακή αυτονομία, μέχρι το 2030. Τα συγκεκριμένα νησιά είναι εξαρτώμενα σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα. Η επίτευξη της ενεργειακής αυτονομίας αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Είναι απολύτως εφικτή και μακροπρόθεσμα θα εξοικονομήσει χρήματα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της γαλλικής υπηρεσίας διαχείρισης περιβάλλοντος και ενέργειας Ademe. Μεταξύ άλλων, η ίδια εταιρεία επισημαίνει πως θα απαιτηθεί σημαντική αύξηση του μεριδίου των αιολικών και άλλων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα, παράλληλα με επαρκή χωρητικότητα αποθήκευσης, αναβαθμίσεις δικτύου, πιο εξελιγμένη διαχείριση δικτύου, αυξημένη ενεργειακή απόδοση και λιγότερους ρυθμιστικούς περιορισμούς. Τα μη διασυνδεδεμένα νησιά είναι η Κορσική στη Μεσόγειο, η Ρεϋνιόν και η Μαγιότ στον Ινδικό Ωκεανό, η Γουαδελούπη και η Μαρτινίκα στην Καραϊβική, το Σαιν-Πιερ και Μικελόν στο βόρειο Ατλαντικό και η Γουιάνα στη Νότια Αμερική.

Σύμφωνα με τον Jérome Billery, πρόεδρο της επιτροπής SER (Γαλλικός οργανισμός ΑΠΕ) για τις υπερπόντιες περιοχές, οι πρώτες εγκαταστάσεις ανεμογεννητριών έγιναν το 1992, στη Γουαδελούπη.  Ακολουθούν στη συνέχεια και σε άλλα νησιά, ενώ το 2009 η κυβέρνηση με τον ίδιο νόμο που προαναφέρθηκε για την ενεργειακή αυτονομία των  νησιών πρότεινε ένα σύστημα υποβολής προσφορών. Οι νικητές των διαγωνισμών θα έπρεπε να υπογράψουν  συμφωνίες διάρκειας 20 ετών για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (PPA), αλλά έπρεπε να είναι εξοπλισμένοι με δυνατότητες πρόβλεψης και αποθήκευσης. Προγενέστερα, τη δεκαετία του 1990 διεξάγονταν ανταγωνιστικές προσφορές. Σύμφωνα με το δίκτυο WindPower την εποχή εκείνη, το μέγιστο μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που εισαγόταν στο δίκτυο ήταν 30%. Παράλληλα, ο Γαλλικός οργανισμός ΑΠΕ υποστηρίζει πως όταν διεξήχθη το 2010 ο πρώτος διαγωνισμός δεν είχε μεγάλη επιτυχία. Οφειλόταν στην έλλειψη διαφάνειας και το μικρό αριθμό έργων, τα οποία είχαν προταθεί. Ωστόσο, ακόμα σημαντικότερος λόγος ήταν η έλλειψη φορολογικών κινήτρων, με αποτέλεσμα τα έργα να καταστούν μη βιώσιμα. Το ισχύον σήμερα τιμολόγιο καθορίζεται σε 230 ευρώ/MWh για τα πρώτα δέκα χρόνια και στη συνέχεια αλλάζει σε 50-230 ευρώ/MWh τα επόμενα πέντε χρόνια, ανάλογα με τον αριθμό ωρών πλήρους λειτουργίας. Τέτοια υψηλά τιμολόγια δικαιολογούνται επειδή τα έργα είναι σχετικά μικρού μεγέθους, βρίσκονται σε σύνθετο έδαφος και πρέπει να προσαρμοστούν στα έντονα καιρικά φαινόμενα (κυκλώνες).

"Με τη σημαντική χρήση της αποθήκευσης ενέργειας, είναι εφικτός ο στόχος 100% ανανεώσιμης ηλεκτρικής ενέργειας", υποστηρίζει η Ademe. Οι περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνεπάγονται επίσης χαμηλότερο κόστος παραγωγής. Η αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα συνοδεύεται από μείωση του μέσου επιπέδου κόστους της ενέργειας, λέει ο Ademe, ενώ εκτιμά ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε συνδυασμό με την αποθήκευση θα είναι ανταγωνιστικές σε σύγκριση με την παραγωγή πετρελαίου ντίζελ από το 2025.

Από τα παραπάνω μπορεί να σχηματιστεί μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα εμπόδια που υπάρχουν στην περίπτωση της Γαλλίας και τα εμπόδια που υπάρχουν για την επίτευξη της ενεργειακής αυτονομίας των νησιών. Στην Ελλάδα, το υψηλό κόστος λειτουργίας των αυτόνομων θερμικών πετρελαϊκών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στα μικρά μη διασυνδεδεμένα νησιά θέτει επιτακτικά το ζήτημα αλλαγής του ενεργειακού μείγματος. «Σήμερα, όλα τα ΜΔΝ εξαρτώνται συντριπτικά, κατά περισσότερο από 80%, για την ηλεκτροπαραγωγή τους από αυτόνομους σταθμούς με πετρελαϊκές θερμικές μονάδες», υπογράμμισε ο ερευνητής του Ινστιτούτου Ενέργειας ΝΑ Ευρώπης (ΙΕΝΕ), Αλέξανδρος Περέλλης, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε στο πλαίσιο της 84ης ΔΕΘ, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ).