Μπορεί η χώρα να διέρχεται σήμερα μία από τις κρισιμότερες περιόδους της μεταπολιτευτικής εποχής, επιχειρώντας μία επανατοποθέτηση της Ευρωπαϊκής της πορείας και προβαίνοντας σε ρήξεις και τομές, με κίνδυνο μία οδυνηρή αυτοπαγίδευση, όμως η οικονομία της δεν πρόκειται να πεθάνει έστω και εάν καταρρέουσα μετασχηματισθεί. Με άλλα λόγια το βασικό διακύβευμα είναι και πρέπει να παραμείνει η ανάπτυξη γιατί μόνο μέσω αυτής θα υπάρξει η δυνατότητα απεγκλωβισμού από την κρίση που μας ταλανίζει

Μπορεί η χώρα να διέρχεται σήμερα μία από τις κρισιμότερες περιόδους της μεταπολιτευτικής εποχής, επιχειρώντας μία επανατοποθέτηση της Ευρωπαϊκής της πορείας και προβαίνοντας σε ρήξεις και τομές, με κίνδυνο μία οδυνηρή αυτοπαγίδευση, όμως η οικονομία της δεν πρόκειται να πεθάνει έστω και εάν καταρρέουσα μετασχηματισθεί. Με άλλα λόγια το βασικό διακύβευμα είναι και πρέπει να παραμείνει η ανάπτυξη γιατί μόνο μέσω αυτής θα υπάρξει η δυνατότητα απεγκλωβισμού από την κρίση που μας ταλανίζει και μια προοπτική να ξεφύγουμε από την μιζέρια του σήμερα. Προς αυτή την κατεύθυνση κυβέρνηση, επιχειρήσεις και επαγγελματίες θα πρέπει να βαδίσουν αξιοποιώντας ό, τι συγκριτικό πλεονέκτημα διαθέτει η χώρα, όπου και εάν αυτό ευρίσκεται.

Η ενέργεια ως γνωστό αποτελεί έναν από τους βασικούς παραγωγικούς τομείς της οικονομίας παρά το γεγονός ότι εξακολουθούμε να εξαρτώμεθα κατά 70% περίπου από εισαγωγές καυσίμων όπως το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο, ο λιθάνθρακας και ο ηλεκτρισμός. Αν και τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες για διαφοροποίηση του ενεργειακού μας μείγματος με την ανάπτυξη των ΑΠΕ και την διείσδυση του φυσικού αερίου, η ενεργειακή μας οικονομία παραμένει δέσμια του πετρελαίου αφού με αυτό καλύπτουμε σχεδόν το σύνολο των μεταφορών και της ηλεκτροπαραγωγής στο νησιωτικό χώρο. Αν και η κατανάλωση πετρελαίου έχει μειωθεί αισθητά τα τελευταία πέντε χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης, με απώλειες άνω του 30%, στις συνολικές πωλήσεις της εσωτερικής αγοράς η χώρα εξακολουθεί να καταναλώνει κατά μέσο όρο 270.000 βαρέλια την ημέρα, ένα ποσό που το 2014 αντιστοιχούσε περίπου στο 5.5% του ΑΕΠ της, ενώ, τώρα με την σημαντική μείωση των διεθνών τιμών το ποσοστό αυτό εκτιμάται ότι θα μειωθεί στο 3.5-4.0%. Κι αυτό τη στιγμή που το κόστος για τις εισαγωγές καυσίμων παραμένει υψηλό και  αντιστοιχεί περίπου στα 6.0-6.6 δισεκατομμύρια ευρώ για το 2014 με εκτιμήσεις για 5.0 δισεκατομμύρια το 2015.

Άρα η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να θέλει να αναπτύξει έστω και τα περιορισμένα κοιτάσματα υδρογονανθράκων που διαθέτει ενώ με την έρευνα που θα ακολουθήσει είναι βέβαιο ότι θα εντοπισθούν νέα. Βάσει των μέχρι σήμερα στοιχείων που διαθέτουμε, στη χώρα συνολικά είναι ζήτημα εάν υπάρχουν 40.0 εκατομμύρια βαρέλια βεβαιωμένα κοιτάσματα ( proven reserves) τα οποία έχουν ανακαλυφθεί στην περιοχή του Πρίνου στη Θάσο, στην Επανομή και στο Κατάκολο ενώ βάσει σεισμικών και γεωφυσικών στοιχείων που έχουν αναλυθεί η εκτίμηση για πιθανά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου (probable reserves) είναι ότι αυτά κυμαίνονται μεταξύ 1.5-2.0 δισεκατομμυρίων βαρέλια για όλη την επικράτεια, βάσει συντηρητικών προβλέψεων. Ένα μικρό νούμερο για τα διεθνή δεδομένα αλλά όχι ευκαταφρόνητο εάν λάβουμε υπ’ όψιν τις ανάγκες της χώρας. Αυτό που θα πρέπει να τονισθεί είναι ότι οι ανωτέρω εκτιμήσεις βασίζονται σε μία μάλλον περιορισμένη και αποσπασματική ερευνητική δραστηριότητα αφού η Ελλάδα, με ευθύνη των κυβερνήσεων των τελευταίων 15 ετών, έμεινε εκτός ερευνητικού πλαισίου και έξω από το διεθνές καντράν, υπό την άκρως παραπλανητική και έωλη τοποθέτηση των ιθυνόντων ότι «η χώρα δεν διαθέτει πετρέλαιο, γιατί εάν διέθετε θα είχε ανακαλυφθεί!».

Ευτυχώς τα πράγματα άλλαξαν πριν από τρία με τέσσερα χρόνια όταν ελήφθη η απόφαση από τις αμέσως προηγούμενες κυβερνήσεις να επιστρέψει η Ελλάδα στον ερευνητικό στίβο με τη διεξαγωγή εκτενών σεισμικών ερευνών στην θαλάσσια περιοχή της Δυτικής Ελλάδας και νότια της Κρήτης. Ενώ ταυτόχρονα επαναπροκηρύχθηκαν έρευνες για τις περιοχές Ιωαννίνων, Πατραϊκού, Κατάκολου και Βορειοδυτικής Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Για να ακολουθήσει ο μεγάλος διεθνής διαγωνισμός, (2 nd International Oil Round) για αρκετές περιοχές στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης με την δημοπράτηση 20 θαλασσίων οικοπέδων. Σημείο αναφοράς στην όλη προσπάθεια επανεκκίνησης των ερευνών υδρογονανθράκων στην Ελλάδα υπήρξε η υπογραφή τον Μάιο του 2014 των τριών συμβάσεων παραχώρησης για την περιοχές Ιωαννίνων, Κατάκολου και Πατραϊκού μεταξύ ελληνικού δημοσίου και τριών κοινοπραξιών αποτελούμενων από Ελληνικές και ξένες εταιρείες με operators τα Ελληνικά Πετρέλαια (Πατραϊκός) και την Energean Oil & Gas (Κατάκολο, Ιωάννινα). Προηγουμένως είχε ανανεωθεί η άδεια λειτουργίας και εκμετάλλευσης της τελευταίας στον Πρίνο μέχρι το 2025 πράγμα που της επέτρεψε να λάβει επενδυτικές αποφάσεις ύψους άνω των $300 εκατομμυρίων για την περαιτέρω ανάπτυξη των κοιτασμάτων της περιοχής με στόχο την αύξηση της παραγωγής από τα σημερινά χαμηλά των 2,000 βαρελιών στα 8,000- 10,000 βαρέλια το 2017.

Εν όψει των όσων είχαν δηλώσει προεκλογικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για την κρατικοποίηση του τομέα ερευνών υδρογονανθράκων πριν καν αυτός ξεκινήσει και της αναθεώρησης της δομής του ενεργειακού τομέα που επιχειρεί αυτή την περίοδο ο νέος Υπουργός Ανασυγκρότησης, κ. Παναγιώτη Λαφαζάνη, το ερώτημα τίθεται ως προς την πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στον τομέα των ερευνών και την αξιοποίηση του υδρογονανθρακικού πλούτου της χώρας γενικότερα. Ενώ η νέα κυβέρνηση βάσει δηλώσεων της πολιτικής της ηγεσίας, συμπεριλαμβανομένων και των νέων υπουργών, δεν αμφισβητεί την ανάγκη για συνέχιση και εντατικοποίηση των ερευνών, έχουν διατυπωθεί ακραίες θέσεις από ορισμένους για την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης των όρων των ήδη υπογραφεισών συμφωνιών παραχωρήσεων όσο και για τον επανακαθορισμό των όρων στους διαγωνισμούς που τώρα είναι σε εξέλιξη. Με αυτόν που αφορά χερσαίες περιοχές στην Βορειοδυτική Πελοπόννησο και Δυτική Στερεά Ελλάδα να λήγει στις 6 Φεβρουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία οι εταιρείες πρέπει να υποβάλλουν προσφορές, ενώ ο μεγάλος διαγωνισμός για τις θαλάσσιες περιοχές στο Ιόνιο να λήγει στις 14 Μαΐου 2015.

Το μοντέλο που ακολουθείται ως προς την οικονομική εκμετάλλευση των ανωτέρω παραχωρήσεων, και το μοίρασμα εσόδων και κερδών ανάμεσα στις εταιρείες και το κράτος, με μικρές αποκλίσεις είναι το ίδιο με αυτό που ισχύει διεθνώς και βασίζεται σε κοινά αποδεκτά πρότυπα που έχουν βάση ένα κλιμακούμενο επιμερισμό κερδών. Ασφαλώς και μπορούν να υπάρξουν τροποποιήσεις ως προς την διανομή εσόδων και κερδών όμως δεδομένου του μεγέθους του ερευνητικού έργου και των προβλεπόμενων επενδύσεων, αφού όλες ανεξαιρέτως οι περιοχές θεωρούνται δύσκολες στην αξιοποίηση τους, η επιτευχθείσα συμφωνία μεταξύ εταιρειών και δημοσίου θεωρείται δίκαιη, αφού και οι δύο πλευρές πρόκειται να αποκομίσουν σημαντικά οικονομικά οφέλη από μία αυριανή παραγωγή. Το ισχύον παγκοσμίως σύστημα, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, αποδεδειγμένα λειτουργικό και αμοιβαίως επωφελές για κράτη και επιχειρήσεις, βασίζεται στις γνωστές συμβάσεις επιμερισμού παραγωγής των κερδών ( production sharing agreements). Με άλλα λόγια οι υπογραφείσες συμβάσεις δεν είναι ανισοβαρείς προς όφελος των εταιρειών, αφού τα έσοδα από κέρδη και φορολογία σε βάθος χρόνου για το Ελληνικό δημόσιο δεν είναι ευκαταφρόνητα και ανάλογα με το μέγεθος της εκτιμώμενης παραγωγής εκτιμώνται σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ.

Με την τιμή του πετρελαίου να συγκαταλέγεται στους βασικούς παγκόσμιους οικονομικούς δείκτες, και τη δραστηριότητα πέριξ αυτού, κυρίως λόγω του μεγάλου ύψους των επενδύσεων που απαιτούνται, να αποτελεί βασική συνισταμένη της παραγωγικής διαδικασίας, η κυβέρνηση θα πρέπει να σταθμίσει με μεγάλη προσοχή την πολιτική της σε αυτό τον τομέα εάν πράγματι επιθυμεί η χώρα να προσελκύσει επενδύσεις και να επιστρέψει σε αναπτυξιακή πορεία. Γιατί απλούστατα οι επενδύσεις του τομέα των υδρογονανθράκων, είτε στο upstream είτε στο downstream, έχουν πολλαπλασιαστική ισχύ επηρεάζοντας πολύ εύκολα πολλούς άλλους τομείς. Με τις διεθνείς τιμές του αργού σημαντικά υποτιμημένες τους τελευταίους οχτώ μήνες, και τις διεθνείς εταιρείες να περικόπτουν τα επενδυτικά τους σχέδια σε καθημερινή βάση, οποιαδήποτε κίνηση της κυβέρνησης για ακύρωση διαγωνισμών ή επαναδιαπραγμάτευση όρων σε αυτό το πρώιμο στάδιο θα είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την εθνική προσπάθεια επανεκκίνησης των ερευνών στην Ελλάδα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πρέπει να θεωρείται περισσότερο από βέβαιη η αποχώρηση των εταιρειών από τις υπάρχουσες παραχωρήσεις με καταγγελία εκ μέρους των τών συμβάσεων ενώ η προσέλευση στον μεγάλο διαγωνισμό εκτιμάται ότι θα είναι εξαιρετικά περιορισμένη ως και ανύπαρκτη βοηθούσης της σημαντικής πτώσης των διεθνών τιμών και του υψηλού κόστους των ερευνών σε μεγάλα βάθη όπως αυτά που συναντώνται στο Ιόνιο. Αυτό βέβαια είναι ένα καταστροφικό σενάριο το οποίο και απευχόμεθα με τις προσπάθειες και κόπους των τελευταίων πέντε ετών να τινάζονται κυριολεκτικά στον αέρα.

Τέλος , θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο τομέας των ερευνών και παραγωγής πετρελαίου προϋποθέτει μία κατ’ εξοχήν μακροπρόθεσμη και σταθερή πολιτική και οι όποιες αλλαγές ή διαφοροποιήσεις σε συμφωνίες και δεσμεύσεις θα πρέπει να γίνονται πολύ προσεκτικά. Οι εταιρείες και οι μέτοχοι τους συνήθως δεσμεύουν πολλά εκατομμύρια δολάρια σε κάθε project αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου το επενδυτικό ρίσκο και με μεγάλη υπομονή αναμένουν να δουν έσοδα και κέρδη σε βάθος χρόνου με αντίστοιχα έσοδα και κέρδη για το δημόσιο. Αρκετές φορές μάλιστα είναι διατεθειμένοι να υποστούν και σοβαρές ζημίες σε περίπτωση που οι υπό έρευνα περιοχές δεν αποδώσουν τα αναμενόμενα. Σε αυτή την περίπτωση οι εταίροι χάνουν τα πάντα ενώ το κράτος τίποτε. Είναι κάτι το οποίο θα πρέπει η κυβέρνηση να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν της στην συνολική της αξιολόγηση.