Οι Financial Times εκτιμούν σε δημοσίευμά τους ότι η ελληνική ναυτιλία θα βγει από την κρίση ισχυρότερη, σε αντίθεση με τον γερμανικό ναυτιλιακό κλάδο.
«Η πλειοψηφία των πλοιοκτητών στην Ελλάδα, που αποτελεί την έδρα του δεύτερου μεγαλύτερου στόλου μετά την Ιαπωνία, εμφανίζεται έτοιμη να εξέλθει της παγκόσμιας ναυτιλιακής κρίσης σε μία ισχυρή και ανταγωνιστική θέση, σε αντίθεση με ένα μεγάλο αριθμό γερμανικών ναυτιλιακών επενδυτικών Ταμείων, που τίθενται αντιμέτωπα ακόμα και με το κίνδυνο της χρεοκοπίας» αναφέρει το δημοσίευμα. Οι βασικές διαφορές μεταξύ των δύο ναυτιλιακών κλάδων εντοπίζεται στην οικογενειακή δομή των ελληνικών επιχειρήσεων, καθώς και στην ισχυρή κεφαλαιακή τους βάση.
Οπως σημειώνει ο πρόεδρος της εταιρείας αναλύσεων XRTC, Γιώργος Ξηραδάκης, οι Ελληνες πλοιοκτήτες εμφανίζονται πρόθυμοι να επενδύσουν κατά τη διάρκεια δυσμενών περιόδων και να έχουν στην κατοχή τους μία ευρεία ποικιλία πλοίων. Στον αντίποδα, οι γερμανικές εταιρείες του κλάδου είναι επιφυλακτικές και βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε κεφάλαια που έχουν αντληθεί από ιδιώτες επενδυτές. «Υπάρχει διαφορά ανταγωνιστικότητας και δυναμισμού» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Ξηραδάκης.
Ο επικεφαλής του κλάδου ναυτιλιακής χρηματοδότησης στη γερμανική τράπεζα KfW IPEX-Bank, Κάρστεν Βίμπερς, αποδίδει ένα μεγάλο μέρος των προβλημάτων του γερμανικού κλάδου στην ασυνήθιστη δομή των ναυτιλιακών επενδυτικών Ταμείων τύπου KG, που έχουν στην κατοχή τους σχεδόν το σύνολο του γερμανικού στόλου. Τα KG, τα λεγόμενα Kommanditgesellschaft Funds, ανήκουν σε εκατοντάδες ή ακόμα και χιλιάδες μικρά, ιδιωτικά επενδυτικά Ταμεία, και δεν ελέγχονται στην ουσία από κανέναν. «Η κατάσταση στη Γερμανία είναι πολύ πιο σοβαρή σε σχέση με άλλες χώρες» τονίζει ο κ. Βίμπερς. Το πρόβλημα «σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την εταιρική σχέση των δανειστών», συμπληρώνει.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ναυτιλιακής Paragon Shipping, Μιχάλης Βοδούρογλου αναφέρεται στην ισχυρή κεφαλαιακή βάση των ελληνικών εταιρειών, γεγονός που τους επιτρέπει να μην ανησυχούν ιδιαίτερα με την καθοδική πορεία των εσόδων τους. «Οι περισσότερες παραδοσιακές ναυτιλιακές της Ελλάδας είναι πλούσιες σε μετρητά. Δεν θα ξεπεράσουν απλά τη θύελλα, αλλά εκτιμώ ότι θα βγουν και ισχυρότερες» υπογράμμισε ο κ. Βοδούρογλου. Στον αντίποδα, ο Πίτερ Ντέλε, ο εταίρος στη Peter Dohle Schiffahrts, μιας εκ των μεγαλύτερων ναυτιλιακών εταιρειών της Γερμανίας, αποδίδει τα προβλήματα του γερμανικού κλάδου «στην απουσία ισχυρών χεριών για να ελέγξουν τους πλοιοκτήτες». «Από τους 700 πλοιοκτήτες στην Ελλάδα, περίπου οι 600 λειτουργούν την επιχείρησή τους με τα δικά τους κεφάλαια, έναντι των 100 πλοιοκτητών που χρησιμοποιούν τα κεφάλαια άλλων. Στη Γερμανία, από τους 400 πλοιοκτήτες, οι 370 λειτουργούν την εταιρεία με χρήματα άλλων. Αυτή είναι η βασική διαφορά των δύο αγορών» σημειώνει ο κ. Ντέλε.
Ο κ. Ξηραδάκης προειδοποιεί, ωστόσο, για το ενδεχόμενο αποχώρησης των πλοιοκτητών από τη χώρα σε περίπτωση που η νέα κυβέρνηση αποφάσιζε να επιβάλει νέους φόρους στους πλοιοκτήτες προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις προσπάθειες μείωσης του ελλείμματος. «Οι Ελληνες πλοιοκτήτες μεταφέρουν μη ελληνικά φορτία, αγοράζουν τα περιουσιακά στοιχεία τους με κεφάλαια που δεν έχουν δημιουργηθεί στην Ελλάδα, και ενδεχομένως να διευθύνουν τις επιχειρήσεις από οποιοδήποτε ναυτιλιακό κέντρο» τονίζει από την πλευρά του κ. Βοδούρογλου. «Σε περίπτωση φορολόγησης, θα χάναμε το πλεονέκτημά μας».
(από την εφημερίδα "Καθημερινή")